Για το βιβλίο με σύντομα κείμενα για την ποίηση του Θανάση Χατζόπουλου «Η στάση του πελαργού – Μικροδοκίμια» (εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: Πλάνο απο την ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. .
Του Γιώργου Βέη
«Η ζωή στο σύνολό της δεν είναι
παρά ένα ποίημα» Blaise Cendrars
Η εμφανώς πολύπειρη και ως εκ των πραγμάτων δόκιμη γραφή του ήδη πολυβραβευμένου, πολύτροπου κι ευθύβολου ποιητή Θανάση Χατζόπουλου (Αλιβέρι Ευβοίας,1961) μας προσφέρει ένα ακόμη σύνθεμα αναστοχαστικού, ομολογουμένως άρτια λειασμένου λόγου. Εννοείται ότι διαβάζω την προτεινόμενη ομήγυρη των συντόμων πλην όμως επαρκώς επεξεργασμένων κειμένων του παρόντος έργου ως να ήταν ένα και το αυτό πολυεπίπεδο, πολυπρισματικό δοκίμιο. Τα αίτια και τα αιτιατά της παραγωγικής ποιητικής αποκρυστάλλωσης αναλύονται μεθοδικά. Αντιστοίχως, προβάλλονται διεξοδικά οι τυπικές παράμετροι και οι καταστατικές συνθήκες της διάρθρωσης των ικανών και αναγκαίων κατά περίσταση στροφών. Το δε στοιχείο της απαραίτητης, της άλλο τόσο δημιουργικής μεταφοράς παρεμβάλλεται συχνά πυκνά, εκτός των άλλων, στις επιμέρους διερμηνείες, ενισχύοντας την όλη δυναμική επιχειρηματολογία των ad hoc αποτιμήσεων/αποδομήσεων/κρίσεων. Αν το (μάλλον ή ήττον) πραγματικό είναι η περιώνυμος βάσανος της φιλοσοφίας, τότε η ποίηση είναι η μεγαλειώδης, η αδιαμφισβήτητη ανακαίνιση του (όποιου) όντως είναι. Παραπέμπω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, τα εξής ενδεικτικά από τη μέση σχεδόν του βιβλίου:
«Ο ποιητής γράφει όταν δεν τον βλέπει κανείς. Όταν όρθιος σαν τον πελαργό, στο ύψος του σώματός του, όρθιος πάντα μέσα σε αυτό, ακόμα κι όταν αυτό είναι κατακλιμένο, αφουγκράζεται το έξω και το μέσα, κρατάει ανοιχτές τις κεραίες αυτού του εντόμου που τον κατοικεί και σαν τη νυχτοπεταλούδα στο φως κουρνιάζει εκεί που δεν φαίνεται, εκμεταλλευόμενος την προσαρμογή αυτή που τον κρύβει από τον γυμνό οφθαλμό, αυτόν της αγωνίας που ρωτάει όλο ζήλο και ζήλια «πότε γράφεις;».
Ο ποιητής σε στάση πελαργού εκτεθειμένος στην κοινή θέα παραμένει αθέατος, γιατί παρά τα ειωθότα γράφει πάντα όρθιος, γράφει πάντα όταν οι άλλοι υπνοβατούν. Εκείνος εκμεταλλεύεται τη δική του αγρυπνία για να βγάλει από το χώμα, να εξορύξει το μετάλλευμα και της δικής τους ζωής». (σελ.122) Αντιλαμβάνομαι κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους, ότι εν γένει «η ποίηση δεν δέχεται τα δεδομένα των αισθήσεων στη γυμνή μορφή τους, ούτε όμως αποτελεί πάντα (ή μάλλον, αποτελεί σπάνια) περιφρόνηση του εξωτερικού κόσμου. Αρνείται και καταστρέφει την εγγύτερη πραγματικότητα, γιατί τη θεωρεί σαν την οθόνη που μας αποκρύπτει την πραγματική μορφή του κόσμου». Οι σκέψεις ανήκουν, ως γνωστόν, στον Ζωρζ Μπατάιγ. Kι έχω κάθε λόγο να φρονώ ότι επαληθεύονται και στη διάρκεια της σταδιακής πρόσληψης της εν λόγω χρηστικής συγκομιδής κειμένων αισθητικής αναβάθμισης.
Ο ποιητής σε στάση πελαργού εκτεθειμένος στην κοινή θέα παραμένει αθέατος, γιατί παρά τα ειωθότα γράφει πάντα όρθιος, γράφει πάντα όταν οι άλλοι υπνοβατούν.
Διακρίνω ότι συνεξετάζονται και συνεκτιμώνται εδώ, μεταξύ των άλλων, ως κειμενικά εμβλήματα, οι παρηχητικές αμφισημίες, οι κρίσιμες αλληγορίες, οι λειτουργικές οπτικοποιήσεις, οι εκ των προτέρων ακυρώσεις τόσο του περιττού, όσο και του αυτονόητου υλικού των συγκινήσεων, οι πολυσημίες και δη στη σφαίρα των οντολογικών προσδιορισμών, οι εγγενείς σωματικές αποκλίσεις των έγκριτων στίχων, οι σκοπιμότητες του κεκρυμμένου Νοήματος, οι αναγκαιότητες των ομοήχων, οι εκάστοτε άρτια ενθυλακωμένοι χρόνοι, το λίαν ευπρόσδεκτο όφελος από την υιοθέτηση των πρωτοτύπων ευρημάτων, η αξιακἠ σημειολογία των συγκειμένων, η ευεργετική χρήση της μετωνυμίας και βεβαίως η συνειδητή, η καταλυτική εσωτερικότητα της τελικής έκφανσης. «Ο εν δυνάμει άνθρωπος, το άγραφο ποίημα της ύπαρξής του», όπως τον προσδιορίζει ο Ρόμπερτ Μούζιλ, θα αναζητεί πάντα το ενδεχόμενο της μετατροπής του αφάτου σε ρήμα. Στις σελίδες της Στάσης του πελαργού απαντούν πλείστες αφορμές διαλεύκανσης αναλόγων στάσεων του απορηματικού μας είναι.
Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι η απαραίτητη εκείνη διέλευση, δηλαδή κατά λέξη «το πέρασμα από το φανταστικό στο ρεαλιστικό δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι είναι η πραγματικότητα. Όλοι μας, φυσικά, έχουμε μια πραγματιστική ιδέα για την πραγματικότητα˙ απ’ την άλλη, όμως, η φιλοσοφία εξακολουθεί ν΄ ασχολείται με το πρόβλημα της πραγματικότητας. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φιλόσοφοι εξακολουθούν ν΄ ασχολούνται με αυτό το πρόβλημα, γιατί δεν υπάρχουν λύσεις, είτε όσες υπάρχουν είναι αφελείς». (Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα Λογοτεχνίας, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera).
Εξ ου και η συνειδητή πρόνοια της σύνεσης εκείνης, με την οποία ο Θανάσης Χατζόπουλος διαχειρίζεται το υλικό του από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Φρονώ, επιπροσθέτως, ότι συμμερίζεται την άποψη ότι «την πραγματικότητα τη δεχόμαστε εύκολα, ίσως γιατί διαισθανόμαστε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό [. . .] Η αθανασία είναι κάτι κοινότοπο· αν εξαιρέσεις τον άνθρωπο, όλα τ’ άλλα πλάσματα είναι αθάνατα, αφού αγνοούν τον θάνατο· αυτό που είναι θείο, τρομερό, αδιανόητο είναι η επίγνωση της αθανασίας [. . .] παρά την ύπαρξη των θρησκειών, η πεποίθηση αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια. Μπορεί οι ισραηλίτες, οι χριστιανοί κι οι μουσουλμάνοι να πρεσβεύουν την αθανασία, όμως η λατρεία που αποδίδουν στον πρώτο βίο, αποδεικνύει ότι μόνο σ’ αυτόν πιστεύουν, αφού όλους τους άλλους, άπειρους τον αριθμό, τους προορίζουν για ανταμοιβή ή κολασμό του» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο αθάνατος», Άπαντα πεζά, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη).
Ο Θανάσης Χατζόπουλος (Αλιβέρι Ευβοίας, 1961) είναι ποιητής και μεταφραστής, παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής. Δημοσίευσε 15 βιβλία ποίησης, δύο νουβέλες, μια συλλογή αφηγημάτων, τρία παραμύθια για παιδιά και ένα ψυχαναλυτικό δοκίμιο. Μετέφρασε Γάλλους ποιητές (Char, Claudel, Jouve, Bonnefoy, Jaccottet) και Άγγλους ψυχαναλυτές, κυρίως βιβλία του D.W. Winnicott. Το βιβλίο του Ρήματα για το ρόδο, σε μετάφραση του Vicente Fernandez Gonzalez, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης στην Ισπανία το 2003, και το Κελί στη γαλλική του μετάφραση με το βραβείο Max Jacob étranger το 2013. Το 2014 ονομάστηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία Ιππότης στην τάξη των γραμμάτων και των τεχνών και το 2013 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου. |
Τονίζω ότι η συν τοις άλλοις πρόσφορη συνδρομή της ροής των πληροφοριών, οι οποίες ενοφθαλμίζονται με τη δέουσα προσοχή στις προαναφερόμενες δοκιμές του Θανάση Χατζόπουλου, διακρίνονται τόσο για την άμεση, όσο και για την ευεργετική τους συνεισφορά στη διεκπεραίωση του εκάστοτε σημαίνοντος μηνύματος. Έστω το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη σελίδα 116, όπου οι συγκεκριμένες επεξηγήσεις ενισχύονται και από τις θέσεις του ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι, όπως περιέχονται στο έργο του με τίτλο Το μυστικό του παιδιού:
«Ο Κώδικας της γλώσσας καθορίζει τους νόμους στους οποίους υπόκειται ο λόγος, αλλά η άσκηση του λόγου –το μοναδικό του γεγονός– πάντα ξεχειλίζει από αυτόν τον Κώδικα. Συμβαίνει κατά τρόπο υποδειγματικό στην ποίηση, όπου το μοναδικό γεγονός του λόγου διαστρεβλώνει τη διάσταση του Κώδικα ανατρέποντάς του τα θεμέλια. Για τον λογο αυτό ο Πάουλ Τσέλαν όριζε τον ποιητικό λόγο ως “καταστροφή της γλώσσας”».
Διαπιστώνω ότι ο εαυτός, η βασίλισσα των ψευδαισθήσεων, για να παραφράσω το γνωστό πόρισμα Douglas Hofstander, μπορεί να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια των λεκτικών λιμνών, τις οποίες ασμένως και αφειδώς μας προτείνει η ενδελεχής Στάση του πελαργού, εμπλουτίζοντας εκ του ασφαλούς το γνωστικό του υπόβαθρο. Επιπροσθέτως επιβεβαιώνονται από την ποιητική πράξη, όπως την εκθέτει με υποδειγματική ακρίβεια ο Θανάσης Χατζόπουλος, οι πάγιες εκείνες αρχές, οι οποίες πρεσβεύουν ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει για μας όσο δεν έχει δημιουργηθεί εκ νέου από τη σκέψη μας. Και μάλιστα την αμιγώς ποιητική. Τα δε γεγονότα δεν υπεισέρχονται από μόνα τους στον κόσμο. Εκεί δηλαδή όπου βιώνουν οι πεποιθήσεις μας, το ίδιο το εγώ μας. Άλλωστε, οι πεποιθήσεις μας ούτε δημιουργήθηκαν, ούτε καταστρέφονται από τα γεγονότα: η μαρτυρία των αισθήσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια λειτουργία της σκέψης, όπου η πεποίθηση δημιουργεί τα αποδεικτικά υλικά. Τονίζω ότι τα πορίσματα αυτά απαντούν, στην αρχική τους μορφή, σε συγκεκριμένα εδάφια του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Στο βαθμό που «η Επιθυμία είναι η ίδια η ουσία του ανθρώπου», όπως μας έμαθε ο Μπαρούχ Σπινόζα στο Τρίτο Μέρος της Ηθικής του, τότε η επιθυμία της κατά κανόνα εύστοχης, εννοείται, ποιητικής διακοίνωσης συνιστά όριο διαπραγμάτευσης/αναμέτρησης τόσο με τον Άλλον (όπως θα σημείωνε εν προκειμένω και ο Ζακ Λακάν), όσο και με το όντως ον (αυτοπροσώπως). Ό,τι δηλαδή συναποτελεί τον κοινό παρονομαστή των αιτημάτων, όπως συνοψίζονται στα αλυσιδωτά διαβήματα του ως άνω παντεπόπτη πελαργού.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όρθιος. Ο ποιητής γράφει πάντα όρθιος, σαν τον πελαργό. Κάποτε ανασηκώνει το ένα πόδι. Κι άλλοτε, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί, σε αυτή την περίεργη ορθοστατική χοροστασία αλλάζει πόδι, για να διευκολύνει την κυκλοφορία του αίματος και των λέξεων. Των αισθημάτων επίσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ώρα της μέρας ή της νύχτας που να μην είναι ενδεχομένως διαθέσιμη για την ποίηση και το γράψιμο, ακόμη κι όταν αυτή η διαθεσιμότητα είναι φαινομενικά αλλού δοσμένη και δεν επιτρέπει ούτε να σκεφτεί κανείς την ποίηση και τη γραφή. Αλλά ο ποιητής εκεί: ένας πελαργός στη φωλιά του, σκαρφαλωμένη στα ψηλά, να ατενίζει τον κάμπο και το πέλαγος μαζί, τις κορφές και τις κοιλάδες, τις πόλεις και τα χωριά, τον καύσωνα και τον παγετό».