Για το βιβλίο με την ποιητική σύνθεση του William B. Yeats «Προσευχή για την κόρη μου» (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης) και του Κώστα Κουτσουρέλη «Η κόρη μου» (εκδ. Κίχλη).
Της Ευσταθίας Δήμου
Ο Κώστας Κουτσουρέλης επανέρχεται λογοτεχνικά μέσα από τη διπλή του ιδιότητα –ως ποιητής και ταυτόχρονα ως μεταφραστής–, διαμορφώνοντας ένα δίπτυχο βιβλίο που αποτελείται από τη μετάφραση του έργου του Ιρλανδού ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς Προσευχή για την κόρη μου, και από μια σειρά ποιημάτων, εμπνευσμένων από τη δική του κόρη, όπως την παρακολουθεί να μορφοποιεί, με το μεγάλωμά της, το παρόν σε μέλλον.
Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για έναν διάλογο που ανοίγει ο νεότερος ποιητής με τον παλαιότερο ομότεχνό του με σημείο αναφοράς την κόρη, αλλά και για μια ευτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού ανάμεσα στους δύο ποιητές στο μέτρο και στο βαθμό που ο νεότερος, υπακούοντας σε εσωτερικές ωθήσεις, βρίσκει το σημείο στο οποίο ταυτίζεται και συνυπάρχει με τον παλαιότερο για να μπορέσει έτσι να αρθρώσει τη δική του φωνή στη διττή της υπόσταση και λειτουργία, ως θεματική και ποιητική, ως σημαινόμενο και σημαίνον, ως στίχο και ήχο.
Είναι μια ιδιαίτερη οπτική αυτή πάνω στην τέχνη του λόγου, αλλά και στο κινητήριο ερέθισμα της ποιητικής δημιουργίας που εντοπίζεται πρωτίστως στην ίδια την ποίηση και δευτερευόντως στο βίωμα. Γιατί αυτή και μόνη η χάραξη της συνδετικής γραμμής ή, καλύτερα, ο προσδιορισμός ως αφετηρίας ενός προηγηθέντος λογοτεχνικού έργου από τον Κουτσουρέλη, καταδεικνύει και αποκαλύπτει τη βούλησή του να ορίσει ως αφορμή και αφόρμηση της ποιητικής δημιουργίας το έργο, τον λόγο, το στιχούργημα το οποίο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και δυναμική όταν έρχεται να ταιριάξει, να συμπέσει και να ταυτιστεί με την πραγματικότητα και τα πρόσωπά της.
Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για έναν διάλογο που ανοίγει ο νεότερος ποιητής με τον παλαιότερο ομότεχνό του με σημείο αναφοράς την κόρη...
Έχει ιδιαίτερη σημασία ο διαχωρισμός αυτός ακριβώς για να αποφευχθεί η παγίδευση του αναγνώστη στη θεώρηση του «εδώ» και του «τώρα», όπως αυτό συνυφαίνεται και εκβάλει στο πρόσωπο της κόρης, ως βάση της ποιητικής δημιουργίας και να παρακαμφθεί ή να αγνοηθεί η καταλυτική επενέργεια της λογοτεχνίας πάνω στη συγγραφική συνείδηση, η οποία, κατά τρόπο παράδοξο, έρχεται πολύ περισσότερο για να ζήσει αυτά που διαβάζει και γράφει, παρά για να αποτυπώσει στιχουργικά τις εμπειρίες, τις στιγμές, τα συναισθήματα.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το βιβλίο επιτρέπει στον αναγνώστη να αρχίσει την ανάγνωση κατά το δοκούν, ξεκινώντας δηλαδή με όποιον από τους δύο ποιητές επιθυμεί, η παραδοσιακή όμως συγκριτική προσέγγιση θέλει την ανάγνωση να αρχίζει με τον Γέητς και να καταλήγει στα ποιήματα του Κουτσουρέλη, ακριβώς για να μπορέσει να διαφανεί ο τρόπος και η μέθοδος της πρόσληψης. Πράγματι η ανάγνωση της «Προσευχής», ενός από τα πλέον θεμελιώδη και θεμελιακά έργα της σύγχρονης ποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο, μπορεί να λειτουργήσει εισαγωγικά και καθοδηγητικά για τον αναγνώστη, συνιστώντας ουσιαστικά την αφετηρία και τη βάση προκειμένου αυτός να μπορέσει να αποτιμήσει, βασισμένος σε ένα αντίστοιχης θεματικής έργο του κανόνα, τη νεότερη δημιουργία, τα ποιήματα δηλαδή του Κουτσουρέλη.
Ο Κώστας Κουτσουρέλης |
Η πρώτη εντύπωση από το έργο του Γέητς και τη μετάφρασή του είναι πως πρόκειται για ένα ποίημα με έντονο το ρυθμικό στοιχείο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να προσεγγίζει και να προσιδιάζει σε ένα τραγούδισμα απαγγελτικό ή, αντίστροφα, σε ένα αφηγηματικό στιχούργημα στον τύπο της παρακαταλογής. Η ρυθμικότητα αυτή συνάπτεται και συμβαδίζει με το περιεχόμενο και το νόημα, κυρίως όμως με την ευχετική χροιά του λόγου του Γέητς που, διατηρώντας πάντα αυτήν την προοπτική σαν κέλυφος και περίβλημα, άλλοτε γίνεται συμβουλευτικός, άλλοτε περιγραφικός, άλλοτε εξομολογητικός και άλλοτε προφητικός. Γιατί είναι τόσες και τέτοιες οι εναλλαγές του ύφους στο ποίημα του Γέητς που αυτό καταλήγει να θυμίζει συρραφή ποιημάτων τόσο επιδέξια τεχνουργημένη που να φαντάζει σαν ουράνιο τόξο με τις ενδιάμεσες μεταβάσεις από χρώμα σε χρώμα αχνές, ανεπαίσθητες, αβίαστες και φυσικές.
Η ρυθμικότητα αυτή συνάπτεται και συμβαδίζει με το περιεχόμενο και το νόημα, κυρίως όμως με την ευχετική χροιά του λόγου του Γέητς που, διατηρώντας πάντα αυτήν την προοπτική σαν κέλυφος και περίβλημα, άλλοτε γίνεται συμβουλευτικός, άλλοτε περιγραφικός, άλλοτε εξομολογητικός και άλλοτε προφητικός.
Αντίστοιχες με τις εναλλαγές του ύφους είναι και οι εναλλαγές των θεμάτων στα οποία εξακτινώνεται η ποιητική σκέψη και έκφραση του Ιρλανδού ποιητή προκειμένου αυτός να μπορέσει να περιλάβει όλο το σύνθετο φάσμα του ανθρώπινου βίου μέσα στον οποίο προορίζεται να βαδίσει η κόρη του. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει, διαβάζοντας την επιφάνεια των στίχων, ότι η ευχή και η φαντασία του ποιητή συσπειρώνονται γύρω από το ψυχικό και σωματικό κάλλος που προορίζεται να αποκτήσει η κόρη, στην πραγματικότητα, όμως, αυτό μπορεί να μεταφραστεί και να αποδοθεί με την έννοια της ισορροπίας και του μέτρου που είναι τα εχέγγυα για μια ευτυχισμένη, πλήρη και γαλήνια ζωή. Η φαντασιακή σκέψη του ποιητή, όμως, δεν σταματά εδώ, αλλά κορυφώνεται στο τέλος του ποιήματος όταν αναγνωρίζει στον ρυθμό τη βασική προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του ανθρώπου, την εναπόθεση δηλαδή της ζωής του μέσα στην τέχνη και την ομορφιά της:
«Μόνο το έθος κι ο ρυθμός, ποιος άλλος,
στην αθωότητα πνοή χαρίζουν και στο κάλλος.
Λέγεται έθος της Αμάλθειας ο καρπός
και η ανθοφόρα η δάφνη λέγεται ρυθμός».
Με το βλέμμα στραμμένο στη δική του κόρη, ο Κουτσουρέλης τεχνουργεί μια σειρά ποιημάτων που έρχονται για να αποτελέσουν ένα είδος ποιητικού άλμπουμ, ένα απάνθισμα στιγμών που βρίθουν από τρυφερότητα, συγκίνηση και το αίσθημα εκείνο του γλυκασμού που προκαλεί η βαθιά, ενστικτώδης αγάπη του γονιού προς το παιδί. Η ιδιαιτερότητα της ποιητικής ματιάς του Κουτσουρέλη έγκειται στο ότι, ενώ τα ποιήματά του εκκινούν από το παρόν της κόρης, μοιάζουν να αφορούν περισσότερο το μέλλον της, έτσι όπως προδιαγράφεται αισιόδοξο και φωτεινό, γεμάτο από την αγάπη του πατέρα που λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, ως ασπίδα προστασίας που θα πάψει κάποτε να αποτελεί το περίβλημα και θα ποτίσει την ύπαρξή της, μένοντας στο βυθό της σαν πολύτιμος θησαυρός:
«Είμαι μια θάλασσα υπάκουη, πιστή,
όπου πανιά σηκώνει
κι αρμενίζει η βάρκα της».
«Η κόρη μου επτά ημερών»
Τα ίδια αυτά τα ποιήματα λειτουργούν ως παρακαταθήκη και κληρονομιά του πατέρα – ποιητή που είναι ταυτόχρονα γονιός και δημιουργός, έτσι ακριβώς όπως η κόρη είναι παιδί και ποίημα μαζί. Παρακολουθεί, δηλαδή, κανείς εδώ την απόλυτη σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων σε ένα ενιαίο όλον έτσι που να μοιάζει πια αδύνατος ή, τουλάχιστον, ανεπιθύμητος ο διαχωρισμός τους, γιατί αυτό θα σημάνει και τον διαχωρισμό της τέχνης από τη ζωή. Εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία του ποιητικού εγχειρήματος του Κουτσουρέλη, στην ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο ο ρόλος του πατέρα συνυφαίνεται με τον ρόλο του δημιουργού για να διοχετεύσει την διπλή του ενέργεια στον σχηματισμό του ποιήματος και του παιδιού, έτσι όπως ο σχηματισμός αυτός γίνεται πράξη στίχο στίχο και βήμα βήμα αντίστοιχα. Και βέβαια με την προοπτική πάντοτε –προοπτική που ενυπάρχει και στην «Προσευχή» του Γέητς– της ανεξαρτητοποίησης, της κοπής του ομφάλιου λώρου που θα λειτουργήσει λυτρωτικά τόσο για τον δημιουργό – γονέα, από τη στιγμή που αυτός θα έχει κλείσει τον κύκλο της προσφοράς του, όσο και για το ποίημα – παιδί που θα αρχίσει το μοναχικό, μοναδικό του ταξίδι στη ζωή.
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων «Κλέφτες + Αστυνόμοι» (εκδ. Γκοβόστη).