Για την ποιητική συλλογή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου «Μας προσπερνά» (εκδ. Κέδρος).
Της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Εντυπωσιάζει η πρωτοτυπία των συλλήψεων, ο απογυμνωμένος, λιτός εξομολογητικός λόγος, η έκθεση οριακά δραματικών καταστάσεων και αισθημάτων στην ποιητική συλλογή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου Μας προσπερνά. Εμφανής η λιτότητα ακόμα και στον τίτλο, ωστόσο συλλαμβάνει και περιέχει όλη την ατμόσφαιρα, τον βαθύτερο πυρήνα νοημάτων που αναδύεται από τα ποιήματα. Όμως τι σημαίνει, σε τι αναφέρεται το ρήμα «προσπερνά»; Αναμφίβολα είναι ο χρόνος, η ζωή που φεύγει και μικραίνει, η αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι περιχαρακωμένοι στον εαυτό τους, και κυρίως τα πάθη και οι επιθυμίες μας που χάνονται χωρίς να ανθίσουν και να εκπληρωθούν. Η συλλογή μάς εισάγει στο σφυροκόπημα έντασης, πάλης και αγωνίας, που κάθε άνθρωπος κατάβαθα θα ένιωθε μέσα στη μέγγενη της μοναξιάς, που κατά κύριο λόγο προέρχεται από διαψεύσεις, προδοσίες, ερωτικά αδιέξοδα και απώλεια προοπτικής για συναισθηματική ανάταση.
Οι άνδρες σε μερικά από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής, προβάλλουν αδιόρθωτα νάρκισσοι κι απροσδιόριστα μυστήριοι. Παραθέτω το εξαιρετικό ποίημα «Ωδή στον οδοιπόρο», με τη χαρακτηριστική πρωτότυπη σύλληψη που η Παπαλεξάνδρου χειρίζεται το υλικό της:
καταφθάνει ανοιξιάτικος
και ως άλλος μου συστήθηκε.
Όσο να πεις, ακόμα ακμαίος.
Όμως δεν παύει να ’ναι αυτός
άλλοτε ολότελα δικός μου
προτού ραγίσει αθόρυβος
στη μετακόμιση οδός
Εσγιγμένου 12
Τώρα δεν μένει πια εκεί.
Κι ίσως δεν μένει πουθενά.
Φορώντας το άγγιγμά της προχωρεί
λες και πλανιέται με σκοπό μοναδικό
ως άλλος ξένος να μου ξανα-
συστηθεί.
Για το ποιητικό υποκείμενο το «λίκνο του κόσμου» είναι δυο ψυχές ενωμένες από έρωτα και αγάπη, το διαβάζουμε στους στίχους από το εξίσου ωραίο ποίημα «Όνειρο ανείδωτο»: Δύο ψυχές ο κόσμος όλος / στιλπνό γλυπτό / Αυτός κι αυτή […] ο κόσμος λίκνο / μιανής σαρκός». Το ποίημα τελειώνει με τον λιτό στίχο: «που ο κόσμος όλος εσύ», που συμπυκνώνει την πεμπτουσία των επιθυμιών της αφηγήτριας για ερωτική ένωση με το αντικείμενο του πόθου. Ευδιάκριτη είναι πάντα μια κινητικότητα, η ηρωίδα των ποιημάτων μετακινείται σε διάφορους χώρους, γυρεύοντας κάτι. Ταξιδεύει με τρένο, με αυτοκίνητο στο Πήλιο, επιθυμεί να διαφεύγει σε εκδρομές και ταξίδια αναψυχής, να κατεβαίνει σε κοίτη αποξηραμένης λίμνης, να ανεβαίνει σκάλες, να περιδιαβαίνει σε δρόμους της Αθήνας. Αυτές οι μετακινήσεις υποδόρια υποδηλώνουν την αγωνία να συνυπάρξει, να μοιραστεί τη ζωή της με κάποιον, γιατί «δεν αναπτερώνονται μ’ ένα κορμί / χωρίς κορμοί νεκροί βυθοί / κι όστρακα στοιχειωμένα». Όλες αυτές οι μετακινήσεις καταλήγουν σε κλειστούς, ασφυκτικούς χώρους, όπου η μοναξιά κραυγάζει τον πόνο και τα αδιέξοδά της. Το ποιητικό υποκείμενο, όσο κι αν παλεύει κι επείγεται να αδράξει στα χέρια του τη ζωή για «βίο ευτυχισμένο», έρχεται σαν πικρό καταστάλαγμα η αλήθεια: πες για τον δίσεκτο καιρό / τον βυθισμένο στο σκοτάδι / γι’ αυτούς τους άνυδρους αγρούς / τις άγονες κοιλάδες / τους πένητες των πόλεων / εν πάση συγκυρία. / Για την αλήθεια τελικά».
Μέσα στη μοναξιά τα όνειρα μετασχηματίζονται σε εφιάλτες και το μόνο στήριγμα που παραμένει για την αφηγήτρια είναι η φωνή της, που όμως ηχογραφείται σαν «ηχώ της σιωπής».
Μέσα στη μοναξιά τα όνειρα μετασχηματίζονται σε εφιάλτες και το μόνο στήριγμα που παραμένει για την αφηγήτρια είναι η φωνή της, που όμως ηχογραφείται σαν «ηχώ της σιωπής». Κι επειδή μέσα στη σιωπή γίνεται καταβύθιση στην πιο γυμνή αλήθεια, αναδύονται στην επιφάνεια οι πολλαπλές όψεις, οι αντικατοπτρισμοί των ειδώλων του πιο μύχιου εαυτού της. Όμως ενός μύχιου εαυτού που σαν κάτι θέλει να πει κι όλο δραπετεύει, που γλυκά εισχωρεί, και κυρίως τρώει για να τρέφει και να τρέφεται. Ωραία ως άστατη, ως διάβολος, ως άγγελος, ως μούσα, ως άλαλη αντίζηλος, ως η πιο γνωστή άγνωστη, είναι τα ονόματα που δίνει η ηρωίδα στον μύχιο εαυτό της, μέσα σε ένα κρεσέντο αυτοανάλυσης, όπου η αποκαλυπτική έκθεση και ο αυτοσαρκασμός απογειώνουν την ποιητική συγκίνηση.
Η δραματική υφή των ποιημάτων, η παγίδευση σε καταστάσεις πόνου και θλίψης, αγγίζουν το βαθύτερο εσωτερικό μας υπόστρωμα, γιατί η τραγική οδύνη (από πολλές και διάφορες αιτίες) είναι εγγεγραμμένη στον πυρήνα της ύπαρξης κι όλους κάποια στιγμή μας περιμένει στη γωνία για να μας χτυπήσει κατάστηθα. Αν ο πόνος είναι η κοινή μας μοίρα, τα ποιήματα της Παπαλεξάνδρου μας αφορούν, αλλά και συγκινησιακά μας κατακτούν.
Με πηγαία εξομολόγηση –που πολύ συχνά εκφέρεται με μορφή καθημερινού προφορικού λόγου– καλοδουλεμένη λιτότητα ύφους, ευφάνταστες εικόνες, λεπτή ειρωνεία που αποκλείει μελοδραματισμούς, η Παπαλεξάνδρου καταθέτει το υψηλό επίπεδο της ώριμης γραφής της.
* Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ είναι ποιήτρια.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΑΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ