Για τη συλλογή διηγημάτων του Άγη Πετάλα Η δύναμη του κυρίου Δ* (Αντίποδες).
Της Έλενας Μαρούτσου
«Απαλλαγμένη από τα στίγματα της εμπειρίας, η μουσική περιδινίζεται αμέριμνη, ελεύθερη, ειρωνικά υπέροχη και μόνιμα υπονομευτική. Κανείς δεν μπορεί να την εγκλωβίσει σε τρυφερές περιγραφές και αγαθά νοήματα», λέει αναφερόμενος στην μουσική ο ιδιότυπος αφηγητής και κεντρικός ήρωας του βιβλίου με το οποίο συστήνεται στο κοινό ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας Άγης Πετάλας. Διαβάζοντας αυτό το μικρό απόσπασμα με το οποίο ξεκινά μια από τις ιστορίες της συλλογής διηγημάτων Η Δύναμη του κύριου Δ*, είχα την αίσθηση πως ο αφηγητής, ο περίφημος κύριος Δ*, δεν πλέκει μόνο το εγκώμιο της μουσικής, εξηγώντας τους λόγους που την κάνουν να υπερτερεί απ’ τις άλλες τέχνες, αλλά κατά κάποιον τρόπο εκφράζει τις απόψεις του συγγραφέα για τις αρετές που θαυμάζει στη λογοτεχνία ή, εν πάσει περιπτώσει, τις αρετές που σίγουρα χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο βιβλίο.
Η γραφή του Άγη Πετάλα μοιάζει να στοχεύει στην λεπτή ειρωνεία και την υπονόμευση όχι τόσο μέσω της πλοκής όσο μέσω της γλώσσας.
Δ όπως λέμε Διάβολος
Μακράν, πράγματι, από τρυφερές περιγραφές και αγαθά νοήματα, η γραφή του Άγη Πετάλα μοιάζει να στοχεύει στην λεπτή ειρωνεία και την υπονόμευση όχι τόσο μέσω της πλοκής –η οποία συχνά ξαφνιάζει, βέβαια, μέσω παράδοξων μικροσυμβάντων κι αναπάντεχων ανατροπών– όσο μέσω της γλώσσας. Δεδομένου ότι ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο Διάβολος –ο οποίος φοράει τη μάσκα ενός σύγχρονου επιχειρηματία με έναν αριστοκρατικό αέρα εστέτ– η γλώσσα με την οποία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, είναι εξαιρετικά εύστοχα πλασμένη, ένα πρωτότυπο μίγμα χιούμορ, εκλέπτυνσης, σαρκασμού κι εκφραστικής ευστροφίας.
Παρότι δεν είναι πολύ αγαπητοί οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές με τους οποίους δεν μπορεί να ταυτιστεί ο αναγνώστης –μην φανταστείτε τον κύριο Δ* ως κάποιον συμπαθή και χαριτωμένο διαβολάκο– ο συγγραφέας έχει καταφέρει να πλάσει έναν ενδιαφέροντα Κακό με ένα εξίσου ενδιαφέρον πεδίο δράσης: την Αθήνα σε εποχή κρίσης. Έτσι, ο συγγραφέας πετυχαίνει μια αρκετά ιδιότυπη σύζευξη του παράδοξου και του φανταστικού με την πραγματικότητα και το ρεαλισμό. Τα διηγήματα της συλλογής μοιάζουν με το ένα πόδι ριζωμένα στον χώρο και το χρόνο ενώ με το άλλο περιδινίζονται ελεύθερα κι αμέριμνα, για να θυμηθούμε τα λόγια του εωσφορικού αφηγητή, στο άχρονο, εκεί που ο τόπος δεν είναι παρά μια μεταφορά.
Ο αναγνώστης, διαβάζοντας ετούτες τις ιστορίες συχνά γελά, ή μάλλον χαμογελά, ενώ ακόμα συχνότερα νιώθει κι ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια που το χιούμορ του κυρίου Δ* δεν μπορεί παρά να είναι μακάβριο.
Μακάβρια οχήματα
Όχημα αυτής της μεταφοράς, είναι το αστείο. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας ετούτες τις ιστορίες συχνά γελά, ή μάλλον χαμογελά, ενώ ακόμα συχνότερα νιώθει κι ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια που το χιούμορ του κυρίου Δ* δεν μπορεί παρά να είναι μακάβριο. «Όλοι μπορούν να γίνουν μακάβριοι στις μέρες μας», λέει σ’ ένα από τα διηγήματα ο αφηγητής δείχνοντας με το βλέμμα τον εκφωνητή ενός δελτίου ειδήσεων στην τηλεόραση, αφού έχει μπει με κάποια προσχηματική αφορμή στο σπίτι μιας γειτόνισσάς του. «Το ζήτημα είναι να είναι κανείς υπερβολικά μακάβριος, έτσι ώστε το πράγμα να δείχνει τουλάχιστον αστείο», προσθέτει. Καθώς μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τη διάγνωση του κύριου Δ*, η γειτόνισσά του πάσχει από προχωρημένη πλήξη, της προτείνει να βγούνε στο μπαλκόνι και να απειλήσουν τους περαστικούς πως θα πέσουν στο κενό, για να σπάσουν πλάκα. Η γυναίκα δέχεται χωρίς να γνωρίζει, ούτε η ίδια αλλά ούτε κι εμείς, πως ο αφηγητής είχε κατά νου μια ακόμα πιο ριζική θεραπεία της πλήξης. Μόλις φτάσουνε στο κιγκλίδωμα, ο κύριος Δ* θα σπρώξει όντως τη γυναίκα κάτω.
Αβάσταχτη ελαφρότητα
Μια παρόμοια εξέλιξη θα μπορούσε σε ένα άλλο πλαίσιο να αποτελέσει υλικό τραγωδίας ή έστω σύγχρονου δράματος μια που οι δημοσιολόγοι, σύμφωνα με τον αφηγητή, θα καταχωρούσαν τον φόνο ως αυτοκτονία λόγω κρίσης. Εδώ όμως, πέραν απ’ το στιγμιαίο σφίξιμο στο στομάχι που προανέφερα, ο αναγνώστης μένει σχετικά απαθής. Φυσικά, το μέγεθος των διηγημάτων –όλα είναι εξαιρετικά σύντομα– αποτρέπει τις ταυτίσεις και την συνακόλουθη ψυχική συμμετοχή που θα επέτρεπε μια πιο πλατιά ανάπτυξη των ιστοριών. Όμως δεν είναι μόνο η φόρμα του πολύ ευσύνοπτου κειμένου που κρατάει τον αναγνώστη σε μια απόσταση ασφαλείας. Είναι, πιστεύω, συνειδητή επιλογή του συγγραφέα να αφαιρέσει βάρος από τις ιστορίες του, σαν να τις θέλει να ίπτανται με ελαφράδα, ελεύθερες, απαλλαγμένες από τα στίγματα της εμπειρίας (για να ανατρέξω πάλι στο απόσπασμα που παρέθεσα στην αρχή), απαλλαγμένες δηλαδή από το φορτίο της βιωματικής συγκίνησης. Μοιάζει ο νέος αυτός συγγραφέας να «ποντάρει» σε μια άλλου είδους συμμετοχή του αναγνώστη, περισσότερο στοχαστική και παιγνιώδη.
Μοιάζει ο νέος αυτός συγγραφέας να «ποντάρει» σε μια άλλου είδους συμμετοχή του αναγνώστη, περισσότερο στοχαστική και παιγνιώδη.
Το τελευταίο μάλιστα διήγημα, το οποίο μοιάζει να δικαιώνει το μότο του Μάρξ με το οποίο «ανοίγει» αυτή η συλλογή (και που εν πολλοίς ευαγγελίζεται τη μέρα που το Κακό θα ανατραπεί από τις δυνάμεις που η ίδια του η ύπαρξη έχει θέσει σε κίνηση μέσω της διαλεκτικής πορείας της ιστορίας) τοποθετεί εν τέλει αυτές τις ιστορίες μέσα σ’ ένα πλαίσιο πολιτικού στοχασμού, μπρεχτικού, θα τολμούσα να πω, χαρακτήρα.
Αφού μάλιστα ο νέος αυτός συγγραφέας έχει επιλέξει ως μετερίζι του (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια αγαπημένη λέξη των παλαιών κομμουνιστών) την πολιτική και κοινωνική σάτιρα κι αφού ως όπλο του έχει διαλέξει τη γλώσσα, θα χαιρόμουν αν στο μέλλον έβλεπα την πένα του ακόμα πιο ακονισμένη, απαλλαγμένη από κάποια εύκολα ή βεβιασμένα λογοπαίγνια, αιχμηρή κι εύστροφη, όπως ήδη είναι, χωρίς να κατρακυλάει στιγμή σε εξυπνακισμούς. Κι αν επιλογή του είναι όντως η ελαφράδα, σκόπιμο θα ήταν να κρατάει καλά το νήμα της πλοκής ώστε να μην ξεφεύγουν μερικές ιστορίες, τόσο πανάλαφρες, που να κινδυνεύουν να αναληφθούν στον αχανή ουρανό του ανούσιου.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Η δύναμη του κυρίου Δ*
Άγης Πετάλας
Αντίποδες 2015
Σελ. 146, τιμή εκδότη € 9,20