Κείμενο με αφορμή την ανθολογία του Κώστα Κουτσουρέλη «1821-2021, Η Ελλάς των Ελλήνων, Δυο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης – Μια παράκαιρη ανθολογία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
Του Νίκου Στρατηγάκη
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
«Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι Ιανουάριος του 2022. Μόλις αφήσαμε πίσω μας τη χρονιά που σημάδεψε τους δυο αιώνες από την Επανάσταση και μπήκαμε πλέον στη χρονιά η οποία σημαδεύει τον έναν αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα από τα αξιανάγνωστα βιβλία που μας άφησε το απελθόν έτος είναι η ανθολογία Η Ελλάς των Ελλήνων του Κώστα Κουτσουρέλη. Είναι ένα βιβλίο που σ’ αυτό το χρονικό μεταίχμιο, από το 2021 στο 2022, αποκτά μια σημασία επιπρόσθετη μιας και πρόκειται για ένα απάνθισμα ποιημάτων τα οποία εκθέτουν «δυο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης», όπως δηλώνει ο ανθολόγος ήδη από τον υπότιτλο του εξωφύλλου. Μάλιστα, η ίδια η εικαστική σύνθεση του Γιάννη Μαμάη για το εξώφυλλο του βιβλίου των εκδόσεων Gutenberg διαλέγεται εύγλωττα με τα περιεχόμενα. Ο τίτλος είναι μεν γαλανός αλλά φαίνεται να πνίγεται από το επελαύνον μαύρο ενώ η σημαία φέρει τα σημάδια μιας αλλοίωσης.
Ο τόμος βρίθει ποιημάτων τα οποία στηλιτεύουν και ειρωνεύονται τα ελληνικά δεινά. Ενώπιον του αναγνώστη παρελαύνουν οι συχνά κατονομαζόμενες ελληνικές μάστιγες: η ακηδία, η λεηλασία του δημόσιου ταμείου, η θεσιθηρία, το τσιμέντωμα της αντιπαροχής και η αστυφιλία, ο διχασμός, οι εξορίες, η χούντα των συνταγματαρχών, ο Αττίλας, η κατάρρευση του 2010 κ.ά. Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί ότι κάθε ανθολογία δεν μπορεί παρά να εκφράζει, σ’ έναν βαθμό, και το πρόσωπο που τη συμπίλησε, πόσο μάλλον αν πρόκειται για μια ανθολόγηση θεματική. Αυτό που φαίνεται λοιπόν είναι ότι ο ανθολόγος κλίνει προς την άποψη σύμφωνα με την οποία επέρχεται στον καιρό μας ένα finis Graeciae, δηλαδή μια οριστική κατάρρευση ή –το πιθανότερο– μια σταδιακή, φυγόκεντρη αποδόμηση του «ελληνισμού» ως συλλογικού υποκειμένου. Κι όλα αυτά εντός μιας μετανεωτερικότητας η οποία δείχνεται ούτως η άλλως διαβρωτική απέναντι στα μέχρι πρότινος καθιερωμένα συλλογικά υποκείμενα της Ευρώπης – για να θυμηθούμε και τη διάγνωση που βρίσκει κανείς στην πολιτικοκοινωνική αρθρογραφία του Κουτσουρέλη. Προς υποστήριξή της άποψης αυτής, παρατίθενται σύντομα στην εισαγωγή του βιβλίου οι Γιανναράς, Κονδύλης και Παπαγιώργης (σελ. 16) οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν θεωρητικά ένα ορισμένο «Ελληνικό Ρέκβιεμ». Έτσι τιτλοφορείται το τελευταίο μέρος της ανθολογίας όπου καταλήγουμε να διαβάζουμε ποιήματα σχετικά με τον θάνατο του ελληνισμού και της Ελλάδας ή σχετικά με την ελληνική δυστοπία. Μολαταύτα, στο καταληκτήριο «Αντί Επιλόγου» το βιβλίο μάς επιφυλάσσει όχι κάποιο μοιρολόι μα ούτε και κανένα ποίημα ανάτασης κι ελπίδας. Η Ελλάς των Ελλήνων κλείνει, θριαμβευτικά σχεδόν, με τον «Γκρεμιστή» του Παλαμά. Το συγκεκριμένο ποίημα δεν αναφέρεται ρητά στην Ελλάδα ή στον ελληνισμό, κατά συνέπεια η τοποθέτησή του εν θέσει κατακλείδας φαντάζει ακόμα πιο χαρακτηριστική για το όλον της ανθολογίας. Ο παλαμικός γκρεμιστής είναι μια φιγούρα που εκστατικά σχεδόν γκρεμίζει «την ασκήμια» αλλά σπεύδει να δηλώσει πως είναι και «χτίστης» – μορφή δηλαδή από τη μια της «άρνησης» κι από την άλλη της «πίστης». Με τούτη την παλαμική αμφιρρέπεια φαίνεται πως θέλει να ταυτίζεται κι ο ίδιος ο Κουτσουρέλης. Διόλου τυχαία η αναφορά του, στην εισαγωγή του τόμου, στα Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά όπου διαβάζουμε ότι ο «λαός» είναι «και για μούντζα» αλλά «και για λιβάνι» (σελ. 12-13). Βέβαια, είναι προφανές ότι η Ελλάς των Ελλήνων περιέχει σχεδόν αποκλειστικά «μούντζα». Αυτό όμως είναι εύλογο όταν λάβει κανείς υπόψη του αφενός τη γενική απαισιοδοξία του ανθολόγου, όπως φαίνεται στις δημόσιες παρεμβάσεις του, και αφετέρου τη θέλησή του να πάει κόντρα στις επετειακές θριαμβολογίες συμβάλλοντας σε μια «συλλογική αυτογνωσία» (σελ. 18).
Ο παλαμικός γκρεμιστής είναι μια φιγούρα που εκστατικά σχεδόν γκρεμίζει «την ασκήμια» αλλά σπεύδει να δηλώσει πως είναι και «χτίστης» – μορφή δηλαδή από τη μια της «άρνησης» κι από την άλλη της «πίστης».
Πιστεύω ότι η Ελλάς των Ελλήνων δεν έχει όμως μόνο μια πολιτικοκοινωνική τοποθέτηση μα και μια αισθητική σφραγίδα. Τούτο μπορεί να διαπιστωθεί μες από την όλη δομή της ανθολογίας, η οποία δεν είναι χρονολογική μα καθαρά θεματική. Τα ποιήματα λειτουργούν ως ψηφίδες υπηρετώντας τα ευρύτερα θεματικά σύνολα και, ως αποτέλεσμα, μπορεί από τον Βάρναλη να πηγαίνουμε στον Σουρή κι έπειτα στον Ρίτσο, στον σύγχρονό μας Θοδωρή Ρακόπουλο και μετά στον Χρήστο Μπράβο. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κύρια θέματα ή πράξεις. Πρόκειται για τους «Τόπους», τους «Τύπους», τις «Καταστάσεις», τις «Εποχές» και βέβαια το «Ελληνικό Ρέκβιεμ» μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται σύντομα μονοσέλιδα «στάσιμα». Παρατηρούμε δηλαδή ότι όλο το βιβλίο είναι αρμολογημένο σαν αρχαία τραγωδία, πράγμα που αφενός παραπέμπει στο «τραγικό» του θέμα και αφετέρου στη διαφαινόμενη πρόταση του ανθολόγου να διαβαστεί με τη ροή ενός ολότμητου βιβλίου και όχι ερανίζοντας όπως πολλοί συνηθίζουν όταν πέσει στα χέρια τους ένα βιβλίο ποίησης. Πράγματι, από την «Είσοδο» της τραγωδίας μας, με το επίγραμμα του Σολωμού («Είδες ποτέ να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος!»), μέχρι την «Έξοδο» με τους στίχους του Πάνου Σταθογιάννη και το παλαμικό «Αντί Επιλόγου» η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να γίνει απρόσκοπτα, προχωρώντας από σελίδα σε σελίδα σαν να διάβαζε κανείς ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα.
Ένα σύντομο ξεφύλλισμα αποδεικνύει την εν λόγω διαπίστωση. Το πρώτο μέρος, οι «Τόποι» ξεκινά με μια πολυφωνική ποιητική τοπιογραφία όπου περνούν μπροστά από τα μάτια μας οι φτωχογειτονιές μα και η ασφυκτική επαρχία, οι θάλασσες και τα νησιά μα και οι τόποι της εξορίας. Στη συνέχεια διαβάζουμε ποιήματα για την ξενιτιά, για την αντιπαροχή, τη μόλυνση, την τουριστική εκποίηση, την αρχαιολαγνεία μα ακόμα και για τη μάστιγα των πυρκαγιών. Αναφέρω ενδεικτικά τα ονόματα των Γκανά, Καρούζου, Ελύτη, Άρη Αλεξάνδρου, Αθάνα, Βικτωρίας Θεοδώρου, Αναγνωστάκη και Κωνσταντίνου Σκόκου. Στο δεύτερο μέρος έχουμε τους «Τύπους». Μιλάμε για ανθρωπότυπους της νεοελληνικής πραγματικότητας, από υποκριτές κληρικούς, μέχρι δουλοπρεπείς υπαλλήλους, φαύλους νομικούς και πανεπιστημιακούς, κατά φαντασίαν ποιητές, ψηφοθήρες, θεσιθήρες, ξεπουλημένους πλέον επαναστάτες μα και άρτι ξεπλυμένους φιλήσυχους πολίτες. Αναφέρω ενδεικτικά τα ονόματα των ποιητών Αλέξανδρου Πάλλη, Ανδρέα Λασκαράτου, Σούτσου, Αρμάου, Ανδρέα Νικολαΐδη και Παλαμά. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στις «Καταστάσεις» που συναντά κανείς διάγοντας έναν νεοελληνικό βίο. Εδώ θα βρούμε ποιητές όπως οι Νίκος Φωκάς, Γιώργος Κεντρωτής, Γιάννης Πατίλης, Γεώργιος Σουρής, Λεοντάρης, Μέσκος, Μαρινάκη, Χριστιανόπουλος και Βαλαωρίτης. Μες από τα έργα αυτών μα και άλλων διαβάζουμε για τη διαφθορά, την κοινωνία του θεάματος, τη φτώχεια, των καταναλωτισμό, τη γραφειοκρατία, τον χαφιεδισμό και τις εκτελέσεις, μα και για την εργοδοτική αυθαιρεσία.
Μιλάμε για ανθρωπότυπους της νεοελληνικής πραγματικότητας, από υποκριτές κληρικούς, μέχρι δουλοπρεπείς υπαλλήλους, φαύλους νομικούς και πανεπιστημιακούς, κατά φαντασίαν ποιητές, ψηφοθήρες, θεσιθήρες, ξεπουλημένους πλέον επαναστάτες μα και άρτι ξεπλυμένους φιλήσυχους πολίτες.
Το τέταρτο μέρος της ανθολογίας, οι «Εποχές», μας επιφυλάσσει μια γενική επόπτευση της ελληνικής ιστορίας από την Επανάσταση ως σήμερα. Μες από τα μάτια μας περνούν σε στιγμιότυπα άλλοτε αστεία, άλλοτε ειρωνικά κι άλλοτε γεμάτα αγανάκτηση ο αγώνας της Εθνεγερσίας, η διχόνοια και η προδοσία, το Ναυαρίνο, οι πολιτικοί όπως ο Δηλιγιάννης καθώς και η βασιλεία, οι Ολυμπιακοί του 1896, ο ατυχής πόλεμος του 1897, οι δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά, η κυβέρνηση της Αιγύπτου, ο Εμφύλιος και η εκδικητικότητα των νικητών, η δικτατορία των συνταγματαρχών, η κυπριακή τραγωδία και, τέλος, η κρίση και τα μνημόνια. Ως ιστορικές βινιέτες για την πορεία αυτή αναδεικνύονται, μεταξύ άλλων, ποιήματα από τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καμπανέλη, τον Λαπαθιώτη, τον Σινόπουλο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Παντελή Μηχανικό και τον Κώστα Μόντη, τον Νικόλαο Κάλας, τον Σιώτη και τη Δημουλά. Όπως ήδη ανέφερα, στο τελευταίο μέρος συντίθεται το «Ελληνικό Ρέκβιεμ» όπου θα βρούμε ονόματα όπως του Κώστα Σοφιανού, του Ηλία Λάγιου, του Θεοδόση Βολκώφ, του Νίκου Φωκά, του Αχιλλέα Παράσχου μα και του ψευδώνυμου του… ανθολόγου, Λάμπρου Λαρέλη (ψευδώνυμο με το οποίο γράφει ποιήματα πολιτικά και σατιρικά).
Το βιβλίο λοιπόν μπορεί να διαβαστεί ιδιαίτερα τερπνά σαν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Τούτη την ιδιαιτερότητα μπορούμε μάλλον να την αποδώσουμε στην όλη αισθητική πρόταση του Κουτσουρέλη για μια ποίηση η οποία θα απομακρυνθεί εν μέρει από τις αφαιρέσεις της λεπταίσθητης διανοητικότητας και θα καταπιαστεί με τον κόσμο και τους ρυθμούς της εξωτερικής πραγματικότητας, όπως την έχει διατυπώσει στην αρθρογραφία του στο Book Press η οποία κατέληξε στο βιβλίο Η Τέχνη που Αυτοκτονεί (Μικρή Άρκτος, 2019). Φαίνεται ότι η οιονεί αφήγηση που περιέχει η Ελλάς των Ελλήνων λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Το δεύτερο στοιχείο το οποίο αποτυπώνει το αισθητικό στίγμα του ανθολόγου είναι η υφή των ίδιων των ποιημάτων. Τα περισσότερα ποιήματα είναι έμμετρα ή ομοιοκατάληκτα και αναφέρονται σε καταστάσεις ιδιαίτερα απτές. Ακόμα και οι «μοντερνισμοί» του βιβλίου, για παράδειγμα ο Κάλας, διαβάζονται ευχάριστα και εύκολα. Φαίνεται έτσι η θεωρητική θέση του ανθολόγου ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές θα ωφεληθούν πολύ ως προς τα εκφραστικά τους μέσα από μια επαναγνωριμία με τις παραδοσιακές τεχνικές της ποιητικής δημιουργίας. Αυτή η ακριβώς η θέση είναι που επιτρέπει στην ανθολογία να στραφεί και σε ποιητές παραμελημένους ή θεωρούμενους ως ελάσσονες όπως, για παράδειγμα, οι Σκόκος, Δούκαρης και Άβλιχος. Η ίδια οπτική επιτρέπει την συμπερίληψη τραγουδοποιών όπως οι Διονύσης Σαββόπουλος και Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Αυτονόητη είναι και η παρουσία του Γκάτσου και του Μάνου Ελευθερίου.
Πιστεύω ότι η ανάγνωση της ανθολογίας μπορεί να αποδειχθεί ακόμα πιο παραγωγική αν πραγματοποιηθεί διαλεκτικά. Ας μην αρκεστεί ο αναγνώστης μόνο στον λόγο του καθενός ποιητή. Μες από τη συναρμογή των ανθολογημένων ψηφίδων ας αναζητήσει τελικά και τη φωνή του ανθολόγου και ας σταθεί κριτικά απέναντί της. Έπειτα, ο αναγνώστης ας ανοίξει τη σκέψη του και ας στοχαστεί τη συλλογική φωνή και αυτοσυνειδησία των Ελλήνων στις εκάστοτε φυγόκεντρες ή κεντρομόλες εκφάνσεις της. Είμαστε άραγε ο μόνος λαός που ψέγει εαυτόν ως ανεπαρκή, αμελή, ανάξιο και καταστροφικό; Ποιες οι ομοιότητες και οι διαφορές στην αυτοκατανόηση του ελληνικού συλλογικού υποκειμένου σε σχέση με άλλα αντίστοιχα της Ευρώπης, της καθ’ ημάς Ανατολής ή άλλων πιο μακρινών τόπων; Πώς έχουν χρησιμοποιηθεί αυτές οι αιτιάσεις και ποιες στάσεις, πράξεις και πολιτικές έχουν δικαιολογήσει ανά εποχή; Ποια αντεπιχειρήματα έχουν ενίοτε προβληθεί; Η Ελλάς των Ελλήνων μπορεί να γίνει εφαλτήριο για μια τέτοια συζήτηση. Πόσο μάλλον στο γύρισμα από το 2021 στο 2022, από την επέτειο της Επανάστασης στην Επέτειο της Καταστροφής.
Εν κατακλείδι, η ανθολογία των εκδόσεων Gutenberg έχει ενδιαφέρον τόσο ως πρόταση λογοτεχνική και αισθητική όσο και ως κάλεσμα σε προσωπικό και συλλογικό προβληματισμό – προβληματισμό ο οποίος κάλλιστα μπορεί να υπερβεί ακόμα και τους όρους που θέτει το ίδιο το βιβλίο.
* Ο Νίκος Στρατηγάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι μεταφραστής και διορθωτής-επιμελητής εκδόσεων καθώς και υποψήφιος διδάκτορας των τμημάτων αγγλικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ και του Université Paris Nanterre.