Για την ποιητική συλλογή «Άγρια Ίρις» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός) της βραβευμένης με Νόμπελ (2020) Λουίζ Γκλικ. Η συλλογή εκδόθηκε το 1992 και το επόμενο έτος βραβεύτηκε με Πούλιτζερ. Κεντρική εικόνα: Η ποιήτρια φωτογραφημένη περίπου το 1977. Η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε σε αφίσα για βραδιά ποίησης στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Σικάγο.
Του Διονύση Μαρίνου
Τώρα που ο αχός του Βραβείου Νόμπελ αρχίζει να καταλαγιάζει και τα πράγματα ακολουθούν τη γνώριμη ροπή προς την αποδοχή, είναι η κατάλληλη στιγμή να τοποθετήσουμε την Λουίζ Γκλικ στη θέση που πραγματικά της αξίζει μέσα μας.
Δεν είναι η μέγιστη λογοτεχνική καταξίωση που θα δικαιώσει την αναγνωστική μας τέρψη, αυτή θα μπορούσε να είχε υπάρξει και πριν από την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, αρκεί να είχαμε τα κατάλληλα πειστήρια. Τώρα, όμως, τα έχουμε.
Είναι ένας σιγανός ψίθυρος αυτό που δημιουργεί η Γκλικ στην παρούσα συλλογή.
Έπειτα από την άμεση έκδοση της ποιητικής συλλογής Πιστή και ενάρετη νύχτα (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός – Δήμητρα Κωτούλα, εκδ. Στερέωμα) στα ελληνικά, έρχεται η τωρινή έκδοση της συλλογής Άγρια Ίρις (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Στερέωμα) όχι για να επιβεβαιώσει (αυτό έχει συμβεί ήδη), αλλά για να μεγιστοποιήσει το δέος και το ξάφνιασμα που αισθάνεσαι διαβάζοντας αυτή τη σημαντική ποιήτρια.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που ορίζεται από τρία μέρη που το καθένα συνομιλεί με το άλλο: ο θεός, τα λουλούδια, ο πάσχων άνθρωπος.
Τούτη η συλλογή είναι ένα ζωντανό οικοδόμημα που δεν εδραιώνεται από το σχήμα του, αλλά από τις λεπταίσθητες ταλαντώσεις του. Είναι ένας σιγανός ψίθυρος αυτό που δημιουργεί η Γκλικ στην παρούσα συλλογή. Μια τριφωνία που συμπεριλαμβάνει όλο τον κόσμο: ορατό και αόρατο. Χθόνιο μα και θεϊκό. Ανθρώπινο και φυτικό. Πραγματικό και δημιουργημένο.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που ορίζεται από τρία μέρη που το καθένα συνομιλεί με το άλλο: ο θεός, τα λουλούδια, ο πάσχων άνθρωπος. Ο τόνος είναι διαρκώς εξομολογητικός – ακόμη και για τον Πανάγαθο που δεν στέκει αγέρωχος, ούτε εμφανίζεται με το σκήπτρο της μεγαλοσύνης του. Τα λουλούδια παρατηρούν τον κόσμο από το ύψος του χώματός τους. Ο άνθρωπος, η γυναίκα, η αποτυχημένη της ζωή, o σύζυγος και ο γιος της. Η γυναίκα παρατηρεί τη ζωή της και ό,τι την περιβάλλει με μια ενδοσκοπική δύναμη, σχεδόν ρομαντική. Ο θεός ίσταται από εκεί ψηλά, στέργει, δικαιολογείται, προσπαθεί να εξηγήσει το μυστήριο της δημιουργίας, το κρυφό νόημα των προθέσεών του.
Το σύνολο των ποιημάτων που συγκροτούν τη συλλογή ακολουθούν τη χρονική ακολουθία των εποχών του χρόνου. Ξεκινούν από το τέλος της άνοιξης και το λιώσιμο των πάγων σε έναν κήπο, θερμαίνονται από το καλοκαίρι και φτάνουν έως τα τέλη του Σεπτεμβρίου. Όπως σημειώσαμε χωρίζονται σε τρεις διακριτές φωνές που ιστορούν με διαφορετικό τρόπο η καθεμία το μέγα θαύμα-ερώτημα του κόσμου.
Η πρώτη «φωνή» ανήκει στα λουλούδια, τα φυτά έως και τα ταπεινά αγριόχορτα. Κάθε φυτό δίνει και τον τίτλο στο αντίστοιχο ποίημα. Ο φυτικός κόσμος απευθύνεται στους ανθρώπους εν συνόλω, αλλά και στον κηπουρό τους ειδικότερα. Μέσα από τις δικές του λέξεις βλέπουμε την κυκλικότητα που ορίζει τη δική ζωή των λουλουδιών, όπως και την αναγκαστική του οριοθέτηση στο χώρο. Έτσι ακίνητα στέκουν τα λουλούδια κοιτώντας την πλάση και τους ανθρώπους.
«Δίπλα, δίπλα, όχι
χέρι με χέρι: σας παρατηρώ
να βαδίζετε μέσα στον καλοκαιρινό κήπο – ό,τι
δεν μπορεί να κινηθεί
μαθαίνει να βλέπει· δεν χρειάζεται
να σας κυνηγήσω μέσα
στον κήπο»
Κράταιγος
Ο άνθρωπος που πιστεύει πως είναι κυρίαρχος των πάντων, στα «μάτια» ενός αγριολούλουδου δεν κατέχει καμία σπουδαία γνώση για την οντολογική του μοίρα.
«Την ελλιπή
ιδέα σου για τον παράδεισο: απουσία
αλλαγής. Είναι καλύτερα απ’ ότι στη γη; Πώς
το ξέρεις, εσύ που δεν βρίσκεσαι ούτε
εδώ ούτε εκεί, αφού στέκεσαι ανάμεσά μας;»
Αγριολούλουδα
Η δεύτερη «φωνή» της συλλογής είναι αμιγώς ανθρώπινη. Απευθύνεται στον κηπουρό που επιμελείται τον κήπο, είναι εν μέρει αυτοβιογραφική με τον τρόπο της Γκλικ, διαπερνάει οικογενειακά ζητήματα, αλλά και συνεχείς διερωτήσεις προς εκείνον που θεωρείται πλάστης του κόσμου και που μπορεί κάποιοι να τον ονομάζουν θεό, αλλά η Γκλικ απορρίπτει τη σαφήνεια του ορισμού:
«Συγχώρεσέ με αν πω ότι σ’ αγαπάω: στους ισχυρούς
λέγονται πάντα ψεύδη αφού οι αδύναμοι
πάντα διακατέχονται από πανικό. Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω
ό,τι δεν μπορώ να συλλάβω, κι εσύ δεν αποκαλύπτεις
σχεδόν τίποτα: άραγε είσαι σαν τον κράταιγο
πάντοτε ίδιος, στο ίδιο μέρος».
Όρθρος
Είναι μια ιώβεια υπομονή αυτή που δοκιμάζει ο άνθρωπος μπρος στη σιωπή του θείου πνεύματος. Τα περισσότερα ποιήματα αυτής της δεύτερης «φωνής» (ορίζονται από τα ποιήματα που έχουν τίτλο Όρθρος και Εσπερινός) ο άνθρωπος κραυγάζει για κατανόηση και αποδοχή. Προσπαθεί να βρει ξανά το νήμα που τον ενώνει με τον γεννήτορά του γνωρίζοντας πως έχει παρασυρθεί και έχει χάσει το δρόμο προς την ένωση.
Στην τρίτη «φωνή», ο πλάστης εμφανίζεται (τα ποιήματα έχουν τίτλο μια στιγμή της ημέρας ή κάποιο μήνα του έτους) μιλώντας προς τα δημιουργήματά του. Η χροιά του είναι τρυφερή, αλλά συνάμα εμφανίζει και μια θλίψη για το γεγονός, οι άνθρωποι, το τελειότερο των θαυμάτων του, δεν κατάφεραν ακόμη να εκπληρώσουν την ουσία της δημιουργίας και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.
«Όταν σας δημιούργησα σας αγαπούσα
Τώρα σας λυπάμαι.
Σας έδωσα ό,τι είχατε ανάγκη:
κρεβάτι από χώμα, κουβέρτα από γαλανό αέρα –
Καθώς απομακρύνομαι από σας
σας βλέπω πιο καθαρά».
Άνεμος που αποσύρεται
Η Γκλικ, είναι φανερό πια, έχει την τάση να κυβερνάται από τη γητεία των συναισθημάτων. Δεν διστάζει να αναδείξει την πληγωτική θλίψη των ημερών. Υπάρχει μια συνέπεια στον τόνο της ποιητικής φωνής της όταν αποτυπώνει με λέξεις την εσωτερικευμένη λιτανεία των πραγμάτων που την πλήγωσαν και των άλλων που συνέχουν την ανθρώπινη περίπτωση.
Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με μια κοινή εξομολογητική διάθεση σαν αυτή που βρίσκει κανείς στην Πλαθ ή τον Μπέριμαν. Στην Γκλικ δεν έχουμε μια ολική αφαίρεση των ιδιωτικών πέπλων ούτε μια διθυραμβική λιτανεία των παθών.
Κάτι που φάνηκε και στη συλλογή της Πιστή και ενάρετη νύχτα, διαφαίνεται κι εδώ ως βασική πρόθεση της ποιήτριας να μιλάει de profundis και συνάμα να μας αφήσει με την ψευδαίσθηση ότι απευθύνεται μόνο στον εαυτό της κι όχι σε εκείνους που θα κρατήσουν στα χέρια τους τα ποιήματά της. Αρκετές φορές, δε, στην Αγρια Ίριδα φαίνεται να επιτρέπει στο ποιητικό εγώ να συνομιλήσει με τα λουλούδια ή με Εκείνον που στέκει ψηλά αμέτοχος και σιωπηρός για όσα συμβαίνουν κάτωθέ του.
Κάπως έτσι η Γκλικ δημιουργεί στα ποιήματά της μια μορφή οικείας αποστασιοποίησης ή αποστασιοποίηση της οικειότητας.
Μια ανθοφορία ύπαρξης στην οποία είναι ταγμένος ο άνθρωπος, κι ας μην ξέρει πάντα το λόγο, (...)
Αν ξέρει κάτι να γυμνώνει η Γκλικ αυτή είναι η γλώσσα από τα περιττά της βάρη. Ελάχιστα σημεία στίξης, ουσιαστικά που συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, ρήματα που πέφτουν σαν πέτρες στην επιφάνεια μιας λίμνης προκαλώντας αναταράξεις και ομόκεντρους κύκλους.
Ο Χάρης Βλαβιανός μας παραδίδει ένα ποιητικό απόσταγμα στη σωστή «θερμοκρασία», με την οικονομία που του πρέπει και το θάλπος που ανθίζει μέσα σου σαν ένα ταπεινό λουλούδι του κήπου, του οποίου η ομορφιά υπάρχει γιατί υπάρχει. Ένα θαύμα καθημερινό και αδιαίρετο από τη μοναδικότητα αυτού του κόσμου. Μια ανθοφορία ύπαρξης στην οποία είναι ταγμένος ο άνθρωπος, κι ας μην ξέρει πάντα το λόγο, που εκκινεί με τη ζωή για να καταλήξει στον άφευκτο μαρασμό του.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).