
Για την ποιητική συλλογή που συνέγραψε ο Γιάννης Στίγκας με τον Νικόλα Ευαντινό, «Κωμωδία» (εκδ. Άγρα).
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Ο Γιάννης Στίγκας και ο Νικόλας Ευαντινός μας παραδίδουν σήμερα μια νέα ποιητική Κωμωδία, συνειδητά πιστή στον τίτλο που έδωσε στο έργο του ο Δάντης, χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό που πρόσθεσε ο Βοκκάκιος. Μια Κωμωδία γραμμένη κι αυτή «στα μισά του βίου» των ποιητών, το «τουλάχιστον σαραντάρης» που επεξηγείται στις «Σημειώσεις»: «Είναι πάνω κάτω η ηλικία όπου ο Κρόνος παίρνει πίσω το μολύβι και η Σελήνη το ασήμι, που μας έχουν δανείσει». Ενενήντα εφτά συν τρία ποιήματα παρένθετα, στις «Σημειώσεις» όπου οι ποιητές συνεχίζουν να συνομιλούν παιγνιωδώς, για τα τριάντα τρία επί τρία, συν ένα στην αρχή της Κόλασης, άσματα του Δάντη. Μόνο που το ένα της ενότητας, που προκύπτει από το παιχνίδι των αριθμών και στα δύο έργα, συνοδεύεται εδώ από την παραδοχή ότι «ο πρώτος αριθμός είναι το δύο» («Καθρέφτης», 53), η διπλή ματιά, ο διπλός λόγος μιας πολύσημης κωμωδίας, χωρίς τη Βεατρίκη –οι Βεατρίκες κυκλοφορούν ελεύθερα στα ποιήματα– και την ευτυχή κατάληξη του Δάντη στον Παράδεισο. Διότι εδώ ο Θεός είναι «Όλα / (μηδενός εξαιρουμένου) / (από καταβολής κόσμου) / τ’ αποσιωπητικά του Κόσμου»· ή «το πασπαρτού / που φέρνει την κλειδαριά του θανάτου / στα μέτρα μας» – και τίποτ’ άλλο. Και ένα είναι το κέντρο της Κωμωδίας, το «Καθαρτήριο», ως προθάλαμος της Κόλασης ή του Παραδείσου, ως «το παρόν που θα διαφεύγει στον αιώνα τον άπαντα» («Κόλαση»), ως η εγκόσμια συνθήκη της ύπαρξης του ανθρώπου, το In-der-Welt-sein ως τρόπος ύπαρξης του Dasein του Χάιντεγκερ – που στις «Σημειώσεις» και πάλι μαθαίνουμε ότι κρύβεται, καταπώς φαίνεται, κουλουριασμένος σε εμβρυϊκή στάση, μέσα στον αχινό και μονολογεί, μουρμουριστά, ακατάπαυστα. Το σύγχρονο, σημερινό εν-τω-κόσμω-είναι, με τη γερή δόση αιωνιότητας και οικουμενικότητας που κλείνει μέσα του το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης στον ιστορικό χρόνο. Η «Κόλαση» και ο «Παράδεισος», δυο παρενθέσεις, μόνο, η πρώτη αμιγώς πεζόμορφη, η άλλη μικτή, αφετηρία και κατάληξη της ποιητικής αναζήτησης.
Η «Κόλαση» και ο «Παράδεισος», δυο παρενθέσεις, μόνο, η πρώτη αμιγώς πεζόμορφη, η άλλη μικτή, αφετηρία και κατάληξη της ποιητικής αναζήτησης.
Δάσκαλος και μαθητής, οι δυο ποιητές δεν περιέρχονται απλώς το Καθαρτήριο, αλλά το περι-γράφουν, σε ποιήματα και σημειώσεις, κείμενο και παρακείμενο, που είναι εντέλει ένα, ένα διπλό. Όπως κι η Κωμωδία είναι μαζί κι Αλφαβητάρι, του διαβόλου και του ανθρώπου – ο Άμπροουζ Μπηρς μάς χαιρετάει ποιητικά και θριαμβευτικά στην πρώτη σημείωση, φέρνοντας από μια άλλη πόρτα της κολάσεως ή του παραδείσου την κοφτερή, πριονωτή του κριτική στον κόσμο των ανθρώπων. Κωμωδία, με τη διπλή σημασία της λέξης, του είδους και του κωμικού, που σχολιάζει και τον μεικτό τόνο της συλλογής, όπως μεικτή είναι και η ζωή η ίδια· αλφαβητάρι για να μάθουμε να διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας, με όλη την ιστορία και το άγνωστο μέλλον του.
Σε κάποια σημεία της συλλογής, τα διπλά ποιήματα λειτουργούν ως υπογραμμίσεις-οδόσημα: «Βαρύτητα», «Καθρέφτης», «Κόκορας», «Πίστη», «Πριόνι», «Τελειότητα», «Φεγγάρι». Ο Στίγκας κι ο Ευαντινός γράφουν εναλλάξ αυτά τα ποιήματα-αρμούς, με εξαίρεση το τελευταίο, τα δυο «Φεγγάρια», και τα δυο του Στίγκα. Το πρώτο καταλήγει:
«πως τίποτα δεν ισχύει
πως όλα είναι ψεύτικα
κι ότι αυτή είναι
η δική μας αποτυχία μέσα στη γλώσσα
κι αναρωτιέμαι εάν
η αποτυχία
–όχι η γλώσσα–
φέγγει λιγάκι σαν»
Το δεύτερο συνεχίζει την παρομοίωση στον τίτλο του και ολοκληρώνεται επίσης στην απορία της αναπαράστασης, κινηματογραφικής αυτή τη φορά, κάνοντας μέσα από την ταινία του Μελιές κύκλο και επιστρέφοντας στις εικόνες του πρώτου. Δυο φεγγάρια πλάι στη φεγγαροντυμένη του Σολωμού στην κατά Ευαντινό ναυαγισμένη «Πίστη» – τον ποιητή χαιρετίζουν στις «Σημειώσεις» «με αγάπη / τα δυο πνιγμένα [σ]του μπάσταρδα». Κι από κοντά ο Μπόρχες να μουρμουρίζει αθέατος, δική μας η προσθήκη: «Μα πιο πολύ απ’ τα φεγγάρια της νύχτας / Το νου μου φέγγουνε της ποίησης τα φεγγάρια».
Στην συνεργατική αυτή Κωμωδία όλα τα ανθρώπινα έχουν λοιπόν τη θέση τους, από τη γραφειοκρατία και τη δημοκρατία ως τις καθημερινές οικογενειακές στιγμές και πληγές, από τη βία της εξουσίας ως τα άγονα βιογραφικά και την έμμισθη σκλαβιά, από την αγάπη, τις ψείρες και το νανούρισμα, ως τη μνήμη και τα αθέατα ίχνη, τις γεωπολιτικές ανατροπές και την τεχνολογική δυστοπία, την καθημερινή εξουθένωση και τις εθνικές σημαίες που τις τρώνε σκαντζόχοιροι στο διάστημα. Η συλλογή σχολιάζει μαζί τον κόσμο και τον άνθρωπο αλλά και τον λόγο του, που επιμένει, κι ας είναι η σελίδα «λευκή χωματερή», όπου «τα παραμύθια λογαριάζονται για ψέματα», λόγο ποιητικό που σίγουρα δεν είναι «πατερίτσα», λέξη που «από χαζοβιόληδες χρησιμοποιείται ως συνώνυμο / της λέξης “ποίημα”». Διότι «το ποίημα δεν εξαπατά», ή μάλλον αυτά τα συγκεκριμένα ποιήματα δεν εξαπατούν. Δεν απλουστεύουν, δεν αναμασούν, κυκλώνουν με δυνατές, εύπλαστες κι αέρινες συχνά εικόνες την πολύπλοκη ροή της ύπαρξης.
Διότι «το ποίημα δεν εξαπατά», ή μάλλον αυτά τα συγκεκριμένα ποιήματα δεν εξαπατούν. Δεν απλουστεύουν, δεν αναμασούν, κυκλώνουν με δυνατές, εύπλαστες κι αέρινες συχνά εικόνες την πολύπλοκη ροή της ύπαρξης.
Αυτή η πολυπλοκότητα, η πολυπρισματικότητα βρίσκεται προφανώς στη βάση της διαλογικής, πολυφωνικής επιλογής της συλλογής, της ποιητικής αυτής συνεργασίας που σχολιάζεται, ευφυώς και προσφυώς, με τα δύο παρένθετα στις «Σημειώσεις» ποιήματα που κλείνουν τη συλλογή, απαντώντας σε δυο άλλα που έχουν προηγηθεί, το «Υποβρύχιο» και τη «Χαρά». Στο «Υποβρύχιο» του Στίγκα, αντεστραμμένο είδωλο του «Ζέπελιν» και όλων των πτητικών μηχανών και όντων που τόσο συχνά συναντούμε σε όλο του το έργο, να επιζητούν το ύψος και να πέφτουν ελεύθερα, η όραση γίνεται βύθια και η αντίφαση ανάμεσα στην απόσυρση του βάθους και τη λαχτάρα της επιφάνειας –σχόλιο περί της σχέσης του ποιητή με τον κόσμο, αλλά όχι μόνο– καταλήγει για να λυθεί στον Βιγιόν και στις μπαλάντες του. «Κάθε τορπίλη του / να σκίζει την πίεση του βυθού / βυθίζοντας στοργικά / πλωτές ρητορείες», του εύχεται στην καθέλκυσή του ο Ευαντινός. Κι ο Στίγκας ανταπαντά στη «Χαρά» του Ευαντινού, του χορού στην κουζίνα στον ρυθμό του «Καλάσνικοφ» του Μπρέγκοβιτς και του κατάγματος που μπορεί να προκαλέσει, με τη δική του χαρά, για ένα χειρόγραφο μπιλιετάκι που του έστειλε με ταχυδρομική νυχτερίδα ο Χούλιο Κορτάσαρ –με καθρέφτες άνοιξε η Κόλαση, με καθρέφτες κλείνει η συλλογή– και του γράφει:
«Χαρά κουτσή
άρα
χαρά άφατη
για όλο το εγχείρημα
κι όποιος το κατάλαβε
το κατάλαβε»
Χαρά λοιπόν για το συνεργατικό εγχείρημα, που αναδιπλασιάζει τον λόγο για να τον κραταιώσει απέναντι στο πολλαπλό και φευγαλέο των αισθήσεων και των αισθημάτων, των εντυπώσεων και των πραγμάτων, έναν λόγο που αναδέχεται τη λογική των κατόπτρων όχι για να αποδώσει μόνο την πραγματικότητα και όλα τα είδωλά της, αλλά κυρίως για να διασώσει αυτό που μπορεί κι αξίζει να σωθεί. Διπλός λόγος μιας συνομιλίας που αγκαλιάζει τη φύση και το αίσθημα, τα φαινόμενα και τις κοινωνικές δομές, τις καθημερινές στιγμές της χαράς και της φθοράς, τις ιστορίες και την Ιστορία. «Όλα, σου λέω όλα / ριγμένα / σε μια τεράστια υψικάμινο / η τήξις του παρελθόντος / προς χάριν του μέλλοντος», διαβάζουμε στον «Παράδεισο», όπου ο στοχασμός κι ο λυρισμός εκβάλλουν στην φλογερή εξεικόνιση ενός εξίσου φλογερού ποιητικού σχεδίου. Λόγος σφραγισμένος από την ιδιοπροσωπία του καθενός από τους δυο ποιητές, που συναντιούνται στην αγωνία για τα ουράνια, στην αγωνία για το νόημα, στη διαρκή τους «βεντέτα με το κενό».
Η Κωμωδία δεν είναι άλλο ένα ποιητικό βιβλίο, είναι κυριολεκτικά ένα άλλο ποιητικό βιβλίο. Για την επιλογή της συνεργασίας, που παραπέμπει σε συλλογικές πρακτικές αλλοτινές και πάει ποιητικά κόντρα στον ατομικισμό. Για την βαθιά πολιτική ματιά της στον κόσμο και στον άνθρωπο. Για την αρχιτεκτονική της, το μετρημένο στήσιμό της σε κάθε επίπεδο, από τη μακροδομή ως τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν τα ποιήματα μεταξύ τους, ακόμη και στις αντικριστές σελίδες, με τα κάτοπτρα που στήνει από την αρχή ως το τέλος να αποτυπώνουν δομικά το πολλαπλό που το διπλό γεννάει, χωρίς να υψώνουν φραγμούς στον αναγνώστη. Για την απάντηση που δίνει στο «ζήτημα της οντολογίας της ποιητικής έμπνευσης» και για τον λόγο περί ποίησης, που τη στερεώνει χωρίς να τη βαραίνει. Και για έναν ακόμη λόγο, σπάνιο και πολύτιμο, γιατί μιλάει τη γλώσσα των πολλών που διψάν για ποίηση και ουρανό.
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.