Για την ποιητική συλλογή της –βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας– Louise Glück «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Δήμητρα Κωτούλα, εκδ. Στερέωμα).
Του Διονύση Μαρίνου
Τη γνώριζα ελάχιστα, την είχα διαβάσει, ίσως, λίγο περισσότερο. Τόσο σποραδικά όσο είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά τα ποιήματά της, δίχως όλα εκείνα τα πρώτα μεταφράσματα να ήταν –απαραίτητα– τα πιο ενδεικτικά της σπουδαιότητάς της. Ακόμη κι έτσι, όμως, ήταν εύγλωττα. Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω με εδραία επιχειρήματα, αλλά μόνο με τις αχνές πατημασιές που αφήνει ένα κείμενο μέσα σου, η Λουίζ Γκλικ μού δημιουργούσε την ίδια λυτρωτική αίσθηση εξομολόγησης που μου πρόσφερε η Άλις Μονρό.
Ποιήτρια από τη Νέα Υόρκη η μία, πεζογράφος από τον Καναδά η άλλη και με μια δεκαετία να τις χωρίζει ηλικιακά. Κι όμως, με κάποιο τρόπο οι λέξεις της μιας έμοιαζαν να είναι το απείκασμα των λέξεων της άλλης. Δύο γυναίκες που έχουν αφήσει μακριά την πρώτη και τη δεύτερη νεότητά τους, με μια διάθεση να μεταφέρουν τους ακριβείς χτύπους του παρελθόντος με τα πλέον πιστά μέσα που διαθέτουν: τις λέξεις. Εντέλει, με μια ηρεμία που δεν είναι ζεν, αλλά διαθέτει ακόμη τη ζωτικότητα να αναζητεί αχαρτογράφητες περιοχές των περασμένων και να τις μεταφέρει στο παρόν με έναν τρόπο επώδυνα αναζωογονητικό. «Επώδυνα» για εκείνες, ίσως. Με ξεχείλισμα ελπίδας για όλους εμάς. Δύο γυναίκες, λοιπόν, όχι συμβιβασμένες με ό,τι τις διέτρεξε, αλλά με μια συμπάθεια για τα πάθη, με μιαν αποδοχή που σου προκαλεί ρίγος και δέος. Ένα μεγαλείο ψυχής που συνορεύει, αν δεν ορίζει, την επικράτεια της γραφής τους.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω με εδραία επιχειρήματα, αλλά μόνο με τις αχνές πατημασιές που αφήνει ένα κείμενο μέσα σου, η Λουίζ Γκλικ μού δημιουργούσε την ίδια λυτρωτική αίσθηση εξομολόγησης που μου πρόσφερε η Άλις Μονρό.
Τι παράξενη που είναι καμιά φορά η αναγνωστική μοίρα. Τώρα έχω έναν ακόμη λόγο να συνενώνω τις δύο γυναικείες φωνές, να αισθάνομαι τις εκλεκτικές συγγένειες που εγώ –τουλάχιστον– βρίσκω να υπάρχουν (σε μια εντελώς προσωπική λογοτεχνική σύνδεση) και να τις τοποθετώ σε ισοϋψές βάθρο. Είναι και οι δύο κάτοχοι του Βραβείου Νόμπελ.
Η Louise Glück και η Alice Munro |
Η Γκλικ ήταν η επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 και ήταν από εκείνες τις φορές που ακόμη και οι μόνιμα διαφωνούντες και οι μόνιμα παροικούντες στην αντίπερα όχθη από εκεί που έχει στήσει το παλάτι της η Σουηδική Ακαδημία, συγχώρεσαν κάποιες παρελθούσες «λανθασμένες» επιλογές της και ανέκραξαν ένα καθολικό «ναι». Προφανώς γιατί η Γκλικ δεν προέκυψε από το πουθενά, δεν εξακόντισε άλλα «φαβορί» μόνο και μόνο για να δείξουν τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας πως έχουν το know how των ανατροπών και των εκκεντρικών επιλογών. Η Γκλικ είναι μια ευδιάκριτη ποιητική μορφή στα αμερικανικά γράμματα.
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1943, η εβραϊκής καταγωγής Λουίζ Γκλικ μεγάλωσε στο Λονγκ Αϊλαντ. Στην εφηβεία της έπασχε από νευρική ανορεξία. Άρχισε να γράφει ποίηση σε μικρή ηλικία. Μετά το σχολείο παρακολούθησε μαθήματα ποίησης στο Πανεπιστήμιο Columbia χωρίς όμως να αποφοιτήσει.
Σε ηλικία 25 ετών, το 1968, εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή της “Firstborn” που δεν περνάει απαρατήρητη. Ωστόσο, από τη δεύτερη συλλογή της αρχίζει ο ήχος της φωνής της να παίρνει συγκεκριμένα χρώματα, να τονίζεται ακόμη πιο ευδιάκριτα αυτό το ξεχωριστό ποιητικό σκίρτημα που προσφέρει με τη συλλογή “The House on Marshland” (1975). Η καθιέρωσή της, πάντως, θα έρθει με τη συλλογή “The Triumph of Achilles” (1985).
Firstborn (1968), The House on Marshland (1975), The Triumph of Achilles (1985) |
Το έδαφος για τον δρόμο προς το Νόμπελ είχαν ήδη διαμορφώσει οι πρότερες βραβεύσεις της. Σημαντικές έτσι κι αλλιώς, καθώς καταδείκνυαν μια σταθερή παρουσία, μια κατασταλαγμένη επίγνωση ταλέντου και μια συνέπεια σκοπών και μέσων που συναντάς μόνο σε ανθρώπους που έχουν περάσει από τη φωτιά, κάηκαν, σώθηκαν και τώρα μαρτυρούν τη σύσταση του πόνου τους.
Η Γκλικ υπήρξε η δαφνοστεφής ποιήτρια των ΗΠΑ για το 2003-2004 και έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το National Βook Αward (2016), το Pulitzer Prize (1993) καθώς και το National Humanities Medal (2016) από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών από το 1993 και εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και δοκίμια και έχει διδάξει ποίηση σε αρκετά πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Από το 2001 ως «Rosenkranz Writer in Residence» διδάσκει ποίηση στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Το άξιζε το Νόμπελ, αναμφίβολα. Το επιθυμούσε, άραγε; Υπάρχει μια δήλωση της Γκλικ από το μακρινό 2009 στην οποία λέει με αλύγιστη ειλικρίνεια: «Όταν μου είπαν πως είμαι μεταξύ των επικρατέστερων για το Νόμπελ, σκέφτηκα, «α, τέλεια. Θα καταλήξω να γίνω σαν τον Λονγκφέλοου: κάποιος που εύκολα καταλαβαίνεις, εύκολα τον συμπαθείς, το είδος της “αραιωμένης’’ εμπειρίας που είναι προσβάσιμη από πολλούς. Και δεν θέλω να γίνω μια Λονγκφέλοου. Συγγνώμη, Χένρι, αλλά δεν θέλω». Για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που κουβαλούσε στρώσεις σκεπτικισμού και φόβου για τις τιμές: «Στο βαθμό που αντιλαμβάνομαι την καταξίωση, σκέφτομαι: Α, είναι ένα ελάττωμα του έργου».
«Στο βαθμό που αντιλαμβάνομαι την καταξίωση, σκέφτομαι: Α, είναι ένα ελάττωμα του έργου».
Για να αντιστρέψουμε, όμως, την αμυντική δεκτικότητα της Γκλικ απέναντι στα βραβεία, αξίζει να πούμε πως η μεγαλύτερη καταξίωσή της είναι άλλη. Όσοι είναι, πλέον, σε θέση να διαβάσουν το έργο της –κι εμείς στην Ελλάδα μαζί τους, καθώς έχουμε στα χέρια μας μεταφρασμένη πια τη συλλογή της Πιστή και Ενάρετη Νύχτα (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Δήμητρα Κωτούλα, εκδ. Στερέωμα)– μπορούν μετά λόγου γνώσεως να της τείνουν νοερά το χέρι λέγοντάς της πως αυτό το «ελάττωμα του έργου» της είναι το μεγαλύτερο προτέρημά του.
Πώς η ιδιωτική ματιά γίνεται καθολική. Πώς το μείζον για την προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, μετατρέπεται σε αναγκαιότητα για πολλούς. Και, τελικά, πώς η χαμηλή σκοπιά από την οποία έχει αποφασίσει να κοιτάζει τα πράγματα αυτού του κόσμου, αποδεικνύεται η πιο καίρια, η πιο ανθρώπινη. Ένα καταστάλαγμα γεμάτο φως κι ας γεννήθηκε μέσα από σκοτάδια. Η ποίηση της Γκλικ έχει άμεση σχέση με την παιδική ηλικία της και τη δύσκολη σχέση με τη μητέρα της. Υπάρχουν στίχοι που σε βρίσκουν κατάστηθα:
«Πατάς πάνω στον πατέρα σου, είπε η μητέρα μου
Και πράγματι στεκόμουν ακριβώς στο κέντρο
σ’ ένα κομμάτι γρασίδι, φροντισμένο σε τόση επιμέλεια
που θα μπορούσε να είναι ο τάφος του πατέρα μου, αν και
δεν υπήρχε επιτύμβια πλάκα να το βεβαιώσει»
Αρχέγονο Τοπίο
Και ακόμη:
«Πόσο βαθιά πηγαίνει αυτή η ψυχή,
σαν παιδί σ’ εμπορικό κατάστημα
που ψάχνει τη μητέρα του –»
Πιστή και Ενάρετη Νύχτα
Από την απονομή του National Humanities Medal το 2016, όπου ο Μπαράκ Ομπάμα βράβευσε και τη Λουίζ Γκλικ ανάμεσα στις δώδεκα προσωπικότητες εκείνης της χρονιάς. |
Η προσπάθειά της να αποκτήσει ανεξαρτησία από τη μητρική σκιά, η μάχη της με τη νευρική ανορεξία, η καταστροφή του σπιτιού της στο Βερμόντ από πυρκαγιά, η μητρότητα, ο θάνατος του πατέρα της, η έλευση του έρωτα, αλλά και η αναπόδραστη αποξένωση μέσα στον γάμο που θα καταλήξει σε ένα πικρό διαζύγιο. Όλα αυτά είναι δικές της αμυχές, δικά της ζητήματα, αλλά όχι μόνο. Η Γκλικ κινείται διαρκώς σε έναν οικείο, ιδιωτικό χώρο, του οποίου όμως εκτείνει τις δυνατότητες, Αίφνης, το προσωπικό αποκτάει τη δύναμη του γενικού και μας περιβάλλει.
«Κι όλα τα πρόσωπα που ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει
συνωστίζονται στον διάδρομο, κι όλα κατευθύνονται
στον τερματικό σταθμό»
Πλησιάζοντας τον ορίζοντα
Την ίδια στιγμή που γεγονότα παγκόσμιου βεληνεκούς όπως η πτώση των Δίδυμων Πύργων ή η αγάπη της για την ελληνορωμαϊκή μυθολογία και τη φύση στην πιο ακέραια και αγνή μορφή της, προσδίδουν στην ποίησή της ένα επιπλέον βάθος προοπτικής. Η ποίηση της Γκλικ είναι αυτοβιογραφική, αλλά επειδή δεν είναι εξομολογητική μάς περιέχει. Εκκινεί από το προσωπικό βάρος, αλλά δεν καταλήγει στην πεπερασμένη δράση της αυτοαναφορικότητας.
Η ποίηση της Γκλικ είναι αυτοβιογραφική, αλλά επειδή δεν είναι εξομολογητική μάς περιέχει. Εκκινεί από το προσωπικό βάρος, αλλά δεν καταλήγει στην πεπερασμένη δράση της αυτοαναφορικότητας.
Ναι, δεν είναι μια… Λονγκφέλοου, όπως η ίδια προβληματιζόταν ότι μπορεί να της συμβεί αν βραβευτεί, αλλά η ποίησή της είναι αγώγιμη και προσβάσιμη. Είναι μια ποίηση χαμηλότονη, αλλά και με ευδιάκριτες νύξεις χιούμορ. Είναι μια ποίηση που δεν ακκίζεται. Η Γκλικ επιτρέπει στον ποιητικό εαυτό της να αποκτήσει ακόμη και μια ιδιόμορφη σκληρότητα. Όχι μόνο δεν τη φοβάται, αλλά την επιδιώκει επί σκοπώ.
«Δεν έχω κληρονόμους
με την έννοια ότι δεν έχω τίποτε ουσιαστικό
ν’ αφήσω πίσω»
Πλησιάζοντας τον Ορίζοντα
Ο ελεύθερος στίχος της Γκλικ που μοιάζει αρκετές στιγμές να είναι έντονα αφηγηματικός, σχεδόν αντι-ποιητικός, στην ουσία του είναι ρητορικά οργανωμένος και σφιχτοδεμένος. Είναι ωσαύτως ευθύς και υπαινικτικός, αφήνοντάς σε μπροστά σε μισόκλειστες πόρτες που πρέπει να ανοίξεις με προσοχή. Δεν υπάρχει, όμως, κίνδυνος να χαθείς σε μια απεραντοσύνη αμφίσημων σημαδιών. Η Γκλικ καταφέρνει να ξεπερνάει τον σκόπελο να γίνει λόγια, την ίδια στιγμή που δεν επιλέγει και την ευκολία της ανεπεξέργαστης εξομολόγησης.
Για την Γκλικ κανένα ποίημα δεν φέρει την πιστότητα της ολοκλήρωσης. Είναι η ίδια που περιγράφει αυτό που κάνει ως την «αξιοποίηση της δύναμης του ημιτελούς». Εξηγώντας πως αυτό σημαίνει το εξής: «Δεν μου αρέσουν τα ποιήματα που μοιάζουν πολύ ολοκληρωμένα, η σφραγίδα πολύ σφιχτή – δεν μου αρέσει να με μαντρώνουν στη βεβαιότητα».
Αυτή η «προγραμματική» αβεβαιότητα είναι που κάνει τα ποιήματά της να μεταβαίνουν από μια ήσυχη περιοχή, σχεδόν σιγανή στην αρχή τους, σε μια πιο δυναμική, να αποκτούν προοδευτικά έναν έντονο ρυθμό, λες και λέξη τη λέξη απελευθερώνεται από μέσα τους μια κρυφή και πλούσια δύναμη, για να καταλήξουν άλλοτε σε σκληρές ρηγματώσεις κι άλλοτε σε δύσκολα και γενναία συμπεράσματα.
«Ποιος θα τηλεφωνούσε στη μέση της νύχτας;
Κλήσεις που φανέρωναν ανησυχία, κλήσεις που
Φανέρωναν απελπισία.
Χαρά σημαίνει να κοιμάσαι σαν βρέφος»
Επισκέπτες από το εξωτερικό
Έχει τόσο δίκιο ο Ιρλανδός συγγραφέας Κολμ Τοϊμπίν όταν λέει πως σε όλη την ποίηση της Γκλικ υπάρχει η εικόνα του κόσμου ως μια πάλη ανάμεσα στη δοκιμασία και το θαύμα. Η πρώτη προσπορίζει το τραύμα και τη σκληρότητα, το δεύτερο δημιουργεί μια εύκρατη περιοχή απαντοχής.
Αυτή η διαρκής διελκυστίνδα του κόσμου στον οποίο ακουμπάει η Γκλικ (αλλά μήπως και όλοι μας;) δημιουργεί ένα σώμα ποίησης που την ίδια στιγμή είναι απόλυτα ελεγχόμενο από τη δημιουργό, αλλά και απόλυτα εκτεθειμένο. Δυναμικό, αλλά τρωτό. Ηλεκτρισμένο υπόγειο ρεύμα, αλλά επείγον να διαβαστεί τώρα γιατί ύστερα μπορεί να παρέλθει η στιγμή του θαύματος και να έχουμε χάσει τη σπάνια ευκαιρία να το συναντήσουμε έστω για λίγο.
«Σε όλη την ποίηση της Γκλικ υπάρχει η εικόνα του κόσμου ως μια πάλη ανάμεσα στη δοκιμασία και το θαύμα. Η πρώτη προσπορίζει το τραύμα και τη σκληρότητα, το δεύτερο δημιουργεί μια εύκρατη περιοχή απαντοχής». Κολμ Τοϊμπίν
Για πρώτη φορά έχουμε μια πολύ πιο πλούσια εικόνα του έργου της Γκλικ χάρη στην έκδοση της συλλογής Πιστή και Ενάρετη Νύχτα σε μια μετάφραση που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις συντεταγμένες, τις προθέσεις και τα κύματα που διαπερνούν τους στίχους της ποιήτριας. Ο Χάρης Βλαβιανός δεν χρειάζεται συστάσεις. Εχει αναμετρηθεί σε σημαντικούς ποιητές, δεν φοβάται τα ύψη, δεν προσπαθεί να επιβληθεί στο «ξένο» ποίημα. Η συνεργασία με τη Δήμητρα Κωτούλα αποδεικνύει επωφελής για εμάς. Ας είναι αυτή η συλλογή ο ιδανικός προπομπός για να μεταφραστεί το σύνολο του έργου της Λουίζ Γκλικ.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).