Για την ποιητική συλλογή του Philip Larkin «Όσο υπάρχει ακόμη καιρός – 50 ποιήματα» (μτφρ. Θοδωρής Ρακόπουλος, εκδ. Πατάκη).
Της Διώνης Δημητριάδου
Η ποίηση έχει τη δύναμη να συνταράσσει καταγράφοντας την πραγματικότητα, άλλοτε όπως είναι και άλλοτε όπως θα έπρεπε να είναι ή, ακόμη καλύτερα, όπως τείνει να διαμορφωθεί κάτω από την οραματική οπτική του ποιητικού λόγου. Ίσως γι’ αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και «επικίνδυνη», καθώς προλέγει ή προβλέπει, με την έννοια του ιδιόμορφου κινδύνου της να προσλαμβάνει φυσικά το θετικό πρόσημο. Η ποίηση, ίσως περισσότερο από τα άλλα είδη της γραφής, στρέφει το ενδιαφέρον στα στοιχεία της πραγματικότητας που ακόμα παραμένουν αφανή.
Έχει όμως τη δυναμική να διαμορφώσει συνειδήσεις καθιστώντας τον αναγνώστη της ενεργό αμφισβητία κάθε βεβαιότητας, άρα συνδιαμορφωτή μιας διαφορετικής πορείας; Το ερώτημα αυτό επανέρχεται κάθε που συναντιέται η ανάγνωση με ποίηση που δεν μετράει τα λόγια της, προκειμένου να γίνει ο δημιουργός της εύκολα αποδεκτός σε ένα ευρύ κοινό, αλλά ίσα ίσα προκαλεί την αναγνωστική πρόσληψη να ανακαλύψει την άλλη όψη μιας σκόπιμα παραπλανητικής εικόνας και να αναρωτηθεί για την ορθότητα των πραγμάτων όπως συνήθως παρουσιάζονται. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες που αποδεικνύουν πως η προκλητικότητα αποτελεί μια απρόσμενα ευθεία οδό για την κατανόηση της ποίησης και για την ευρύτερη αποδοχή της.
Η ποίηση, ίσως περισσότερο από τα άλλα είδη της γραφής, στρέφει το ενδιαφέρον στα στοιχεία της πραγματικότητας που ακόμα παραμένουν αφανή.
Η περίπτωση του Φίλιπ Λάρκιν είναι ενδεικτική της παραπάνω διαπίστωσης, καθώς ο ποιητής είναι από τους πλέον δημοφιλείς στην πατρίδα του, με τον σκεπτικισμό του να αγγίζει ήθη και αξίες της βρετανικής κοινωνίας άλλοτε αποκαθηλώνοντας και άλλοτε εκθειάζοντας όσα ο μέσος Άγγλος θεωρεί δομικά στοιχεία της υπόστασής του. Ο Θοδωρής Ρακόπουλος, ποιητής βραβευμένος αλλά και πεζογράφος ιδιαίτερων αξιώσεων, επιλέγει και μεταφράζει πενήντα ποιήματα από τις τέσσερις συλλογές του Λάρκιν, από το 1945 έως το 1974, αλλά και από τα αθησαύριστα ποιήματά του (1940-1984), για να φτιάξει μια συλλογή-πορτρέτο του ποιητή, που καταδεικνύει την πορεία της γραφής του και τη σταδιακή διαμόρφωση του ιδιαίτερου ύφους του. Έχοντας ο ίδιος εντρυφήσει στη βρετανική κουλτούρα, δείχνει με την απόδοση των ποιημάτων πως δεν μεταφράζει απλώς αλλά αισθάνεται τους κραδασμούς της ποίησης του Λάρκιν, αποδίδοντας εύστοχα το ύφος (ειρωνικό ή και αυτοσαρκαστικό) με μια γλώσσα που σέβεται το πρωτότυπο (η δίγλωσση έκδοση βοηθάει την εκτίμηση αυτή) αλλά και ευφυώς μεταφέροντας στην ελληνική τις εκφράσεις που αφορούν την αγγλική γλώσσα στην καθημερινότητά της.
Ο Λάρκιν γράφει προτάσσοντας την προσωπική του περίπτωση, ωστόσο η ιδιώτευσή του ανοίγει τον νοηματικό της ορίζοντα ώστε να αφορά γενικότερα τον εγκλωβισμό όλων όσοι αντιλαμβάνονται τις συμβατικότητες του ρυθμισμένου βίου· ενδιαφέρον αυτό, αν δούμε ότι δεν απομακρύνεται φυσικά από τη βρετανοκεντρική θεώρηση της ζωής, κάτι που δεν γίνεται ορατό μόνο από την αναφορά στα τοπωνύμια αλλά και από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ποίησή του παραπέμποντας σε χώρο ομιχλώδη, πνιγμένο σε μια ανούσια επανάληψη δεσμευτικών συμβάσεων· χαρακτηριστική άλλωστε η επιλεγμένη απομόνωση και η θωράκιση στους κλειστούς χώρους μιας πατροπαράδοτης οίησης που τροφοδοτεί την αγγλική κοινωνία.
H παρατήρηση της καθημερινότητας, στην οποία βασίζει κυρίως τον τρόπο της γραφής του, τον καθοδηγεί τεχνοτροπικά στην αποτύπωση των εικόνων με μια απλότητα που αποδίδει όλο το βάρος των εννοιών χωρίς να προσθέτει τίποτα περιττό, δημιουργώντας έτσι τον κοινό τόπο αναφοράς όπου συναντιέται το προσωπικό του σκηνικό με αυτό του μέσου αναγνώστη του.
Η θεματική του γύρω από τον χρόνο και, κυρίως, τον θάνατο θα μπορούσε να είναι πανανθρώπινη («ο χρόνος είναι η ηχώ ενός πέλεκυ / μέσα στο δάσος»), αν στα περισσότερα ποιήματά του δεν ήταν εμφανής η αίσθηση της «περιφερειακότητας» σε αντιδιαστολή με τους ποιητές προηγούμενων γενεών (π.χ. Έλιοτ, Όντεν), όπως εύστοχα επιλέγει τον όρο ο Ρακόπουλος στην κατατοπιστική (και με προσωπική χροιά γραμμένη) εισαγωγή του βιβλίου. Επομένως, μία εν μέρει ποίηση κλειστού χώρου είναι αυτή του Λάρκιν, που επιτρέπει όμως την εισχώρηση στα τοπία της λόγω της ιδιαίτερης δύναμής της. Αυτή η δύναμη πηγάζει από τον χαμηλόφωνο και εν πολλοίς πεσιμιστικό τόνο του ποιητή, όταν προτιμά τη σαφήνεια του αληθινού από την όποια εντυπωσιακότερη αναφορά, προκειμένου να μιλήσει για τη ρουτίνα μιας ανούσιας συχνά καθημερινής ζωής. Άλλωστε ακριβώς η παρατήρηση της καθημερινότητας, στην οποία βασίζει κυρίως τον τρόπο της γραφής του, τον καθοδηγεί τεχνοτροπικά στην αποτύπωση των εικόνων με μια απλότητα που αποδίδει όλο το βάρος των εννοιών χωρίς να προσθέτει τίποτα περιττό, δημιουργώντας έτσι τον κοινό τόπο αναφοράς όπου συναντιέται το προσωπικό του σκηνικό με αυτό του μέσου αναγνώστη του.
Ίσως η ποίηση του Λάρκιν να μη διεκδικεί τα εύσημα του μεγαλειώδους έργου, όπως αυτά που άλλοι ομοεθνείς του μοιράζονται μεταξύ τους, εν τούτοις πρόκειται για μια φωνή που, αν και δεν ξεχωρίζει για τους υψηλούς της τόνους, η αλήθεια της και η σταθερότητα των θέσεών της την κάνει διακριτή –πώς αλλιώς άλλωστε να αξιολογηθεί η ποίηση αν όχι για τη δύναμή της να επικοινωνεί με τον αποδέκτη της, ακόμη κι αν χρησιμοποιεί τα πιο χαμηλόφωνα μέσα;
Μια έκδοση εξαιρετική σε περιεχόμενο και σε αισθητική, που έρχεται να διαφωτίσει σε πολλά της σημεία την ποιητική παρουσία του Φίλιπ Λάρκιν.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Όσο υπάρχει ακόμη καιρός – 50 ποιήματα
ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ
Μτφρ. ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2020
Σελ. 160, τιμή εκδότη €14,00
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«[…]
Η ζωή είναι τριμερής αγώνας,
ακίνητος και κλειδωμένος, ανάμεσα
στο τι θέλεις εσύ, τι θέλει ο κόσμος για σένα και (το χειρότερο)
στην ανίκητη αργή μηχανή
που φέρνει εκείνο που θα πάρεις τελικά. Μπλοκαρισμένα,
αγωνίζονται με κόπο γύρω από μια κενή στασιμότητα,
φτιαγμένη από υποχρεώσεις, φόβο, πρόσωπα.
Οι μέρες κυλούν προς τα εκεί, συνέχεια. Τα χρόνια».
«Η ζωή με μια τρύπα στη μέση», από τα Αθησαύριστα
❃ ❃
«[…]
Ακούω το χρήμα να τραγουδάει. Είναι σαν να κοιτάς μακριά,
μια πόλη επαρχιακή, μέσα από μακριά γαλλικά παράθυρα,
οι φτωχογειτονιές, το κανάλι, οι εκκλησίες στολισμένες και τρελές
στον ήλιο του δειλινού. Είναι τόσο έντονα θλιβερά».
«Χρήμα», Ψηλά Παράθυρα