Για την ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη «Στου κανενός τη χώρα» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Η Fanny Ardant από την ταινία του François Truffaut «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας».
Του Βαγγέλη Τασιόπουλου
Στην έβδομη ποιητική του κατάθεση ο Στάθης Κουτσούνης επιχειρεί με λόγο λιτό και καθαρό να συντάξει την προσωπική του μυθολογία ανασύροντας επιβιώματα του παρελθόντος που τροφοδοτούν τη μνήμη και τον αφορούν. Συμπυκνώνει με την προσήκουσα ευγένεια στο παιχνίδι του φωτός με το σκότος την ευρηματική συνέχεια της ζωής. Ό,τι του ανήκει έρχεται και φεύγει με την παλίρροια και την άμπωτη τροφοδοτώντας τη σύγκρουση, επιτείνοντας τη συγκίνηση έτσι στο ποιητικό αποτέλεσμα.
Η ιδέα στηρίζεται σε ένα είδος νοσταλγίας η οποία ξεκινάει από τη μνήμη και σχεδιάζοντας διαδρομές έως το αναπόφευκτο αφήνει τα ποιητικά της ίχνη. Το καλό κατευόδιο των αγαπημένων είναι η πλάνη της αλήθειας, αφού το σκοτάδι αφαιρεί οποιαδήποτε δυνατότητα. Άλλωστε η εμπειρία της αντίπερα όχθης είναι οριστική και αμετάκλητη. Ιδού ο λόγος που ο ποιητής αποδέχεται τη συνδρομή του αρχαίου λόγου και της λαϊκής σοφίας για να εκφράσει τις παρηγορητικές στιγμές ενός επίμονου πόνου. Προτάσσει εικόνες οι οποίες φροντίζουν να επισημάνουν και να λειτουργήσουν την αλληγορία, ούτως ώστε το τετελεσμένο να δηλωθεί χωρίς τραγικές συνέπειες: «στου κανενός τη χώρα / ήδη τρεις μέρες ανεμίζει το σκοινί».
Το καλό κατευόδιο των αγαπημένων είναι η πλάνη της αλήθειας, αφού το σκοτάδι αφαιρεί οποιαδήποτε δυνατότητα. Άλλωστε η εμπειρία της αντίπερα όχθης είναι οριστική και αμετάκλητη.
Ο χρόνος εφευρίσκει τρόπους μέσω της ποιητικής του Στάθη Κουτσούνη για να εισχωρήσει στις ζωές των ανθρώπων και να αναμετρηθεί με το πεπερασμένο. Στήνει τις ξόβεργες με δόλωμα τη ματαιοδοξία. Στη σκηνή του παραδείσου στο ποίημα «Εύα» γράφει:
«[…] η γυναίκα γυμνή / […] / κόβει το μήλο για να δοκιμάσει / και με την πρώτη δαγκωνιά / ξεπροβάλλει ένα σκουλήκι / / είσαι όμορφη της λέει / αν μ’ αφήσεις να μπω μέσα σου / θα σου φανερώσω τη γνώση / το μυστικό για να μείνεις αμάραντη / κολακευμένη εκείνη το πιστεύει / και το σκουλήκι εισχωρώντας / αρχίζει να δουλεύει ακάματα / / από τότε μεγαλώνει / θεριεύει εντός μου και τρώει / οχιά τα σωθικά μου».
Και στο επόμενο ποίημα, «Το μήλο», όπου η συμμετοχή στο ερωτικό παιχνίδι καταλήγει στη συναινετική ενοχή, ο ποιητής αφήνει στις προστακτικές («έλα», «βάλε», «γίνε», «πνίξε με», «δάγκωσέ το»…) τη χρονική ακολουθία για να προσδιορίσει την ερωτική αταξία.
Η έννοια της τάξης και της διασάλευσής της χρήζει ιδιαίτερης μνείας, καθώς εισχωρούμε Στου κανενός τη χώρα. Έτσι λοιπόν, καθώς ο ποιητής γνωρίζει καλά τη νοοτροπία των ανθρώπων του γενέθλιου τόπου του για ό,τι ξενίζει και για τον κανόνα της έξωθεν καλής μαρτυρίας, τολμά να μεταλλάξει τον ιδιωτικό του χώρο και να τον μετατρέψει σε δημόσιο. Ο κίνδυνος αφορά ολόκληρη την κοινότητα κι ό,τι διαταράσσει την τάξη θέλει κουράγιο και αγώνα για να γίνει αποδεκτό. Το ποιος θα βγάλει το φίδι από την τρύπα είναι ένα στοίχημα που αντέχει ακόμα:
«[…] ήταν αταίριαστο με τ’ άλλα έπιπλα / διατάρασσε την τάξη / πού ακούστηκε τραπέζι ανθισμένο / τι θα ’λεγαν οι φίλοι μου / …» («Δέος»).
Στο ασφυκτικό αυτό περιβάλλον οι επιθυμίες αναβάλλονται και τότε το όνειρο αποκτά υπόσταση, γίνεται το ανάχωμα της ολοκληρωτικής υποταγής για ό,τι χάθηκε οριστικά και η προσδοκία της απόδρασης που έρχεται πιο κοντά:
«…ονειρεύεται τότε μιαν απόδραση / βγαλμένη από ταινία […] και στις φυτείες των απαλών του χρόνων / να ξαναβρίσκει τη χαμένη του γενιά / και με τον άνεμο παρέα ν’ αλητεύει» («Βαμβάκι στο κλουβί»).
Σ’ αυτή την ποιητική περιπέτεια ο Στάθης Κουτσούνης επιστρέφει σ’ ό,τι τον καθόρισε, «στους πρωτινούς του εαυτούς, τον Τρελαντώνη, τον Μικρό Σερίφη, τον Δον Κιχώτη, τον Μπολιβάρ, τον Καζανόβα και τον Σέρλοκ τους ατίθασους, ονειροπόλους, ασυμβίβαστους επαναστάτες και προπαντός της ομορφιάς εραστές». Ο ποιητής καταφέρνει να εξηγήσει, το ηρωικό και το πένθιμο της παιδικής ηλικίας στην ελληνική ενδοχώρα, καθώς και πώς προέκυψε και σε τι συνίσταται η συνέχεια. Οι παρακάτω στίχοι απαντούν, νομίζω:
«… / / μα ήδη είχα πάρει τη στροφή / [ …] / έτσι δειλός και άσημος / με ψίχουλα στα χέρια και σπασμένα δόντια / πήγα στο πάρτι χωρίς μεταμφίεση / μόνος εγώ μια θλιβερή παραφωνία» («Το πάρτι»).
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής βιώνει τα μικρά και τα μεγάλα. Αποκωδικοποιεί τα κελεύσματα και τις προτροπές και συνδέει τα αφηγήματα, τις μεταφυσικές ανησυχίες, κρατώντας αποστάσεις από τον κυρίαρχο λόγο. Στη μυθολογία του κατακερματίζεται το δεδομένο και επικρατεί η δική του αιρετική, ανθρώπινη ματιά. Στο ποίημα «Σκεύος εκλογής» που αναφέρεται στον Ιούδα, δεν επαναπαύεται στο αμάρτημα, αλλά στην παραπλάνηση: «[…] / όλοι στο κόλπο κι όλοι ίδιοι / προδομένος εγώ και όχι εσύ Κύριε».
Η ζωή και ο θάνατος για τον ποιητή είναι ένα παιχνίδι της μεταφυσικής του νου. Εκφράζεται ακόμη κι ως ένα αστείο μεταξύ των ανθρώπων. Άλλοτε η αλληγορία γίνεται σαρκασμός και κάποιες φορές, όπως στον μεταθανάτιο γάμο, η παρηγορητική συνθήκη που γλυκαίνει το πένθος («Στεφάνι», «Νήμα», «Άχθος»). Από κοντά κι ο έρωτας που κατακτά τον ζωτικό χώρο των ανθρώπων, δεν νοείται χωρίς οδύνη. Αυτός ο πόνος κυλάει στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές του βίου για να μείνουν τα τεκμήρια, άλλοτε ως εσώρουχα στο πάτωμα («Χωρισμός») και στην πιο ακραία μορφή ως εργαλεία του φόνου («Απολογία»). Όμως ο έρωτας για τον Στάθη Κουτσούνη είναι η ανυπέρβλητη στιγμή της σύγκρουσης, υπάρχει και μετά τον θάνατο, επιβιώνει, είναι το έπαθλο της κάθε στιγμής του βίου. Όπως γράφει, ο πόθος είναι ο άσος στο μανίκι κι είναι εκείνος που αναγκάζει σε παράταση («Παίζω άρα υπάρχω», «Coda»). Παρόλο που το τέλος ανήκει στον θάνατο, ο έρωτας πάντοτε θα διεκδικεί, μάταια έστω.
Ο έρωτας για τον Στάθη Κουτσούνη είναι η ανυπέρβλητη στιγμή της σύγκρουσης, υπάρχει και μετά τον θάνατο, επιβιώνει, είναι το έπαθλο της κάθε στιγμής του βίου.
Καταλήγοντας θέλω επιπροσθέτως να επισημάνω πως η εξαίρετη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη Στου κανενός τη χώρα διακόπτεται από τέσσερα στάσιμα-«νεκρές φύσεις» με ολιγόστιχα ακαριαία ποιήματα τα οποία λειτουργούν σαν τις κοφτές ανάσες της ζωή μας και καθαγιάζουν τα μικρά κι ασήμαντα του βίου. Επίσης πως ο ποιητικός άξονας είναι το παιχνίδι, η αναμέτρηση της ζωής με τον θάνατο· εκείνο όμως που επικρατεί δεν είναι ο ζόφος, αλλά η άγρια χαρά ότι παλέψαμε.
* Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής και γραμματέας της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Αχερουσία η Θάλασσα» (εκδ. Γκοβόστη)..
ΝΕΚΡΕΣ ΦΥΣΕΙΣ i
αετός που κείτεται
στου κυνηγού τα πόδια
⁜
γεροντοκόρη στο παράθυρο
ασπρόμαυρη φωτογραφία
⁜
ροτόντα με δύο καρέκλες
σ' όποια και να καθίσω
η άλλη μένει άδεια
⁜
γέρος στο καρεκλάκι του μωρού
στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας
που τον πάει αργά στην εξοχή