
Για την ποιητική συλλογή του Θανάση Γαλανάκη «Τα καναρίνια» (εκδ. Σμίλη).
Γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης
Από έναν νέο ποιητή, πρωτοεμφανιζόμενο μάλιστα, στις μέρες μας δεν είναι δίκαιο να περιμένει κανείς πολλά. Μεγαλωμένοι σε συνθήκες μικρής ή μεγαλύτερης άνεσης (μ’ όλη την χρόνια κρίση μας), υπερπροστατευμένοι από οικογένεια και συντεχνία (κατά το εθνικό μας χούι), παραζαλισμένοι από τους δασκάλους της «δημιουργικής γραφής» (και δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω), περιζήτητοι από περιοδικά και εκδοτικούς οίκους (κι ας έχουν οι ίδιοι άλλη εντύπωση), οι νέοι ωριμάζουν πολύ αργά, αργότερα από ποτέ. Τον έπαινο των φίλων και της συντεχνίας τον έχουν λίγο-πολύ εξασφαλισμένο, ειλικρίνεια από τους συνηλικιώτες τους και την κριτική δεν μπορούν να προσδοκούν, έχουν ένα σωρό βραβεία φτιαγμένα ειδικά στα μέτρα τους για να θηρεύσουν. Άρα δεν έχουν λόγο να ιδρώσουν και πολύ.
Συχνά, όσοι διστάζουν ή αρνούνται να δημοσιεύσουν είναι και οι καλύτεροι. Και όταν το κάνουν, βλέπουν να τους στοιβάζουν με άλλους πολλούς στο ίδιο ράφι, ή και πολύ πιο κάτω.
Ακόμη και φλογερά ταλέντα που έκαναν εντύπωση με το πρώτο τους βιβλίο, στο δεύτερο αντί να βελτιωθούν πισωγυρίζουν: το τίμημα της ευκολίας. Όχι λίγοι παίρνοντας τις επευφημίες τοις μετρητοίς, ενώ μόλις ξεκίνησαν θεωρούν ότι έχουν φτάσει. Ενίοτε αισθάνονται μάλιστα και παραμελημένοι, επειδή ακριβώς τους λείπει το συγκριτικό κριτήριο και η ενημέρωση τι συνέβαινε σε άλλες εποχές. Ή πληγώνονται επειδή πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να τυπωθούν, λες και ο κόσμος στέκεται στην ουρά για να αγοράσει ποιήματα αγνώστων. Κάμποσοι, που έχουν επίγνωση της κατάστασης, βγάζουν το πρώτο βιβλίο τους μετά τα τριάντα ή αποθαρρύνονται πλήρως. Συχνά, όσοι διστάζουν ή αρνούνται να δημοσιεύσουν είναι και οι καλύτεροι. Και όταν το κάνουν, βλέπουν να τους στοιβάζουν με άλλους πολλούς στο ίδιο ράφι, ή και πολύ πιο κάτω.
Ως εδώ, θα πει κανείς, το πράγμα δεν εκπλήσσει. Ό,τι συμβαίνει στην ποίηση, συμβαίνει λίγο πολύ παντού στις τέχνες μας ‒ και όχι μόνο εκεί. Η ανωριμότητα και η ήσσων προσπάθεια δίνουν παντού τον τόνο. Με τη διαφορά ότι στην ποίηση λείπει εντελώς ο ενδιαφερόμενος τρίτος. Το καταναλωτικό κοινό δηλαδή, που δικαίως ή αδίκως ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι και βάζει τα πράγματα (και τα ονόματα) αν όχι στη θέση τους, σε μια έστω σειρά. Ακόμη και ποιητές που έσκασαν από το αυγό προ πεντηκονταετίας, οι ανήκοντες στη λεγόμενη Γενιά του ’70, εξακολουθούν να εμφανίζονται δημοσίως μπουλουκηδόν, ωσάν να είναι όλοι ίσια και όμοια. Με τους μεταγενέστερους η κατάσταση είναι χαώδης.
Σ’ αυτό το τοπίο, το να μιλάς για τη δουλειά ενός πρωτοεμφανιζόμενου, επιθυμώντας μάλιστα να την εξάρεις, είναι ζόρικη υπόθεση. Μες στον ωκεανό των εγκωμίων που ακούγονται, ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά; Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια πρέπει να γίνει.
Τι ξεχωρίζει τον Γαλανάκη και τα «Καναρίνια» του; Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το πρώτο είναι η σπάνια τεχνική του ευχέρεια.
Τι ξεχωρίζει τον Γαλανάκη και τα Καναρίνια του; Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το πρώτο είναι η σπάνια τεχνική του ευχέρεια. Το βιβλίο του είναι ένα ευρετήριο τρόπων της κλασικής προσωδίας: ενδεκασύλλαβα και δεκατρισύλλαβα σονέτα σε διάφορες παραλλαγές, πετραρχικά και σαιξπηρικά και αλλότροπα, ιαμβικά και αναπαιστικά· συνθέσεις ωδόσχημες και ωδώνυμες· στίχοι χυμένοι σε περίτεχνες τετράστιχες ή εξάστιχες στροφές ή σε λιτό blank verse· ποιήματα σύνθετης αρχιτεκτονικής ή ολότμητα· κομμάτια λυρικά και αφηγηματικά, κι άλλα που μοιάζουν με δραμολέτα ή κωμωδίες. Και βεβαίως, ρίμες κάθε λογής ευφάνταστες και τερπνές. Και όλα αυτά ο γράψας τα χειρίζεται με ελαφράδα και σιγουριά, ενίοτε εκτείνοντας τους πειραματισμούς του ως τα όρια, αλλά χωρίς να τα τραυματίζει. Τέτοιο, επιτυχημένο, πείραμα είναι λ.χ. τα έξι δεκαπεντάστιχα μέρη του αρθρωτού «Επαίτη», όπου όλοι, και οι ενενήντα συναπτοί στίχοι, είναι προπαροξύτονοι!
Εξ όνυχος τον λέοντα. Δίνω τις δυο τελευταίες στροφές της «Θανατόεσσας ΙΙ». Ο λόγος εδώ για έναν διαβόητο φιλόσοφο:
«Προτού ζητήσει από το Είναι να μην είναι
(like stars which shine although meanwhile they aren't).
Προτού φωνάξει στον Θεό που φεύγει «Μείνε!»,
του τετραδίου πρέπει χρώμα να διαλέξει
‒ ας είναι μαύρο σαν τα εσώρουχα της Arendt·
μ' εκείνα, όπως και μ' αυτό, ωραία θα παίξει».
Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
Το δεύτερο είναι η θεματική του βεντάλια. Περισσότερο κι από τη χωλή της τεχνική (αχ, αυτός ο «ελεύθερος» στίχος…), η θεματολογία είναι η μεγαλύτερη πληγή της νεότατης ποίησής μας.
Το δεύτερο είναι η θεματική του βεντάλια. Περισσότερο κι από τη χωλή της τεχνική (αχ, αυτός ο «ελεύθερος» στίχος…), η θεματολογία είναι η μεγαλύτερη πληγή της νεότατης ποίησής μας. Το περιεχόμενό της είναι φτωχό σε ανθρώπινη πείρα, άτριφτο, απόμακρο από τα πράγματα. Ένα είναι το αντικείμενό της: το θολό, άλλοτε υπερσυναισθηματικό και άλλοτε υπερλόγιο Εγώ. Λες κι Έξω Κόσμος δεν υπάρχει.
Στον Γαλανάκη ο Έξω Κόσμος, οι Άλλοι είναι παρόντες. Όχι μόνο ο Χάιντεγγερ και η Χάννα (τρόπαια του σπουδαστηρίου που κι άλλοι τα έχουν αναρτημένα στον τοίχο τους). Αλλά και η Νάσια, η σερβιτόρα της διπλανής μπυραρίας (τι ωραίο ποίημα!). Και ο προαναφερθείς διακονιάρης του Ηλεκτρικού. Και η γλάστρα στο περβάζι του ιατρείου. Και τ’ αμάξια της Κριεζώτου τη νύχτα. Και το αφροδίσιο «στρείδι» du trou du cul, που ύμνησαν τόσο οι Ρεμπώ και Βερλαίν. Και το αγαλματωμένο κορμί του αυνανιστή της Πομπηίας. Ο Γαλανάκης βλέπει. Και μαζί του βλέπουν κι οι αναγνώστες του. Ιδού o πολισμάνος, «Ο πολύς Μάνος» του, για παράδειγμα:
«Του περιστρόφου η δερμάτινη η θήκη,
αστραφτερή ‒ κάθε πρωί γυαλιστικό.
Κι οι χειροπέδες του εγκλεισμού θα 'ταν διαθήκη
για κάθε ύποπτο, τυχαίο περαστικό.
Το γκλοπ σκληρό, έτοιμο για να καταστείλει
όποιον ευθύνεται ‒ή και όχι‒ παραβάτη.
Στο εικονοστάσι του σπιτιού να καίει καντήλι
για κάθε της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. αναβάτη».
Δύο τα κρατούμενα.
Το τρίτο προσόν του Γαλανάκη είναι η εκφραστική του ακρίβεια. Η συγκίνησή του είναι πάντοτε ορισμένη, δεν έχει θέση εδώ η τρέχουσα ποιητικίζουσα «ατμόσφαιρα» που παραπέμπει στο πουθενά και στα πάντα.
Το τρίτο προσόν του Γαλανάκη είναι η εκφραστική του ακρίβεια. Η συγκίνησή του είναι πάντοτε ορισμένη, δεν έχει θέση εδώ η τρέχουσα ποιητικίζουσα «ατμόσφαιρα» που παραπέμπει στο πουθενά και στα πάντα. Πολυμορφία εξωτερική άλλωστε χωρίς διαφοροποίηση εσωτερική, ίσον τρύπα στο νερό. Στα Καναρίνια οι διαθέσεις οι συναισθηματικές συστοιχούνται προς τους τρόπους τούς εκφραστικούς και μας δίνουν ένα κλαβιέ ηχοχρωματικό όχι πολύ πλατύ αλλά καλά δουλεμένο και πειστικό, μια κλίμακα τόνων που από την ειρωνεία και τη σάτιρα φτάνει ως τη μελαγχολία και τον έλεγο. Υπάρχει ασφαλώς και ο υποκειμενισμός του λυρισμού, όμως είναι αυτοελεγχόμενος, αυτοσαρκαζόμενος κάποτε, κατά τα διδάγματα του Μεσοπολέμου και του Καρυωτάκη ή, από τους νεώτερους, του Ηλία Λάγιου. Υπάρχει όμως και ένας πικρός ρεαλισμός που κρατάει το ίσο και κρατιέται σε απόσταση ασφαλείας από τον ναρκισσισμό. Η ενότητα Ιατρείο Πόνου (η πιο δυνατή της συλλογής) έχει τέτοια δείγματα αρκετά:
«ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ που το απρόβλεπτο λησμόνησα.
Μια βόλτα έκτακτη, μια τρέλα, ένα γήπεδο...
Μοιάζω με κώνο σταθερό που στέκει μόνος σα
φυλακισμένος πλαστουργός. Κι ακόμα είμ' εδώ
με μια καρδιά που 'ναι για πάντα χαλασμένη.
Το πρώτο έμφραγμα στα είκοσι-και-δύο.
Μοιάζω όπως διάττοντες αστέρες σαστισμένοι,
προτού να πούνε “ανατέλλω” λένε “δύω”».
![]() |
Ο Θανάσης Γαλανάκης γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Φιλολογία. Η ποιητική συλλογή Τα καναρίνια κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη και είναι το πρώτο του βιβλίο. |
Όμως το αληθινό ατού του Γαλανάκη δεν είναι η ποικιλία του η μορφική ή θεματική (που σύμβολό της είναι τα καναρίνια, όπως μας πληροφορεί η επισημείωση). Ούτε η δεξιοτεχνία ή η ακρίβεια ή η παρατηρητικότητά του. Όλα αυτά, πράγματα εκ των ων ουκ άνευ ασφαλώς για μια ποίηση που θέλει να έχει ζωή, δεν της την εξασφαλίζουν κιόλας. Χρειάζεται ένα ακόμη συστατικό, το κρισιμότερο, για να δέσουν τα παραπάνω σ’ ένα σύνολο. Και αυτό δεν είναι βέβαια η σφραγίδα της λόξας και της ιδιοτροπίας, που στις μέρες μας περνιέται για πρωτοτυπία. Αλλά κάτι βαθύτερο που δεν ριζώνει σε τερτίπια διανοουμενίστικα ‒ η κοινή μοίρα.
Το έχουμε ξεχάσει, όμως ούτε η ευφυΐα ούτε η παραξενιά από μόνες τους φτιάχνουν ποίηση. Είναι η κοινή φθαρτή θνητή ανθρώπινη ύλη που καθιστά ακόμη και την εκκεντρικότητα και την εμβρίθεια δραστικές ‒ πάει να πει καλλιτεχνικά μεταδόσιμες.
Η τύχη το θέλησε ο Γαλανάκης απ’ αυτή την κοινή ύλη να ξεκινά, όταν άλλοι χρειάζονται χρόνια και ζαμάνια ώσπου, αν ποτέ, την ανακαλύψουν. Γι’ αυτό και κατάφερε να μας δώσει τόσο νωρίς και τόσο απρόσμενα, τέσσερα χρόνια προτού τριανταρίσει, μια τόσο ώριμη συλλογή – την ωριμότερη πρωτοεμφανιζόμενου που έχει πέσει στα χέρια μου όσο θυμάμαι. Και το λέω γνωρίζοντας ότι ο έπαινος είναι άδικος γι’ αυτόν. Μ’ άλλους και μ’ άλλα πρέπει να συγκρίνεται.
Είναι σ’ όλα της άψογη λοιπόν, δεν έχει κουσούρια, η συλλογή του Γαλανάκη; Έχει, αλλά είναι τα σωστά κουσούρια, αυτά που υπαγορεύει η ηλικία. (Και κάθε ηλικία έχει τα ελαττώματά της). Ο ποιητής είναι πολυμαθής κι αυτό του το προσόν, ενίοτε, επείγεται να το επιδείξει ‒ σε κάποια γερμανόγλωσσα παραθέματα λ.χ. Είναι αναπόφευκτη όμως αυτή του η έφεση: τον poeta doctus τον παίρνει πάντα στο κατόπι ο φιλολογισμός, το ύπουλο ερπετό… Φτάνει να το ’χει κατά νου, και θα γλυτώσει το φαρμάκι.
Θα κλείσω, προσηκόντως, με τις τελευταίες στροφές του τελευταίου ποιήματος του βιβλίου του.
«Είναι η ζωή μου μια απόφαση θανάτου.
Λευκές στολές με στηθοσκόπια στον σβέρκο
δίνουν υπόσχεση αποδρομής του βάρους,
μα οι οικοδόμοι του κακού χτίζουν και χτίζουν
και ο Θεός παίζει τον ρόλο του Πιλάτου.
Είναι η ζωή μου μια υπόσχεση θανάτου.
Είναι η ζωή μου στο βουνό ένα λουλούδι.
Μια παπαρούνα, ένας κρόκος, μια ορχιδέα,
ζωηρός διάκοσμος στο μωσαϊκό του δάσους
το καλοκαίρι· κι όταν έρθουν πρωτοβρόχια
κατηφορίζει ο ποταμός σα λεωφόρος
με μένα μέσα του ‒ και τότε είμαι σπόρος».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή κειμένων «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
→ Στην κεντρική εικόνα: Σχεδιασμός © WOMI.
Τα καναρίνια
Θανάσης Γαλανάκης
Σμίλη 2019
Σελ. 72, τιμή εκδότη €10,00