Για την ποιητική συλλογή της Ιουλίτας Ηλιοπούλου «Το ψηφιδωτό της νύχτας» (εκδ. Ύψιλον).
Του Γιώργου Βέη
Απαριθμώ, δίκην εισαγωγής, ορισμένες δημιουργικές συνάψεις εμβριθούς λόγου: «Βρεγμένες από τη θάλασσα / Φωνές παιδιών / Σε μιαν αυλή που άνοιξε / Για μια στιγμή / Το πορτάκι στην ευτυχία / Κι ύστερα πάλι απέμεινε / Ο φράχτης, το σπίτι παντού / Κλειστό / Αφήνοντας απ’ έξω / Ολοένα και πιο δυνατό / Τον βαθύ παφλασμό της νύχτας [...] Σιωπή. Μες στου απέραντου μουσείου τη νύχτα / […] Ώσπου ξαφνικά· σαν ν’ ανοίγουν οι προθήκες οι γυάλινες· / και κατρακυλούν / χάντρες που έφεραν την αφή των χεριών / Ίσαμε εδώ / […] Στραμμένο στο φως // Και όμως. Με κλειστές πόρτες – παράθυρα […] Γεμάτο ως πάνω· τα κάδρα, οι λύπες, τα έπιπλα· // Κι εντελώς άδειο […] Πιο πολύ κι απ’ των νέων ενοίκων τώρα τα ξένα / τα βήματα / Που από κάμαρη σε κάμαρη αργά, ηχούν / Προδοσία»: Οι στίχοι υποστηρίζουν συνειδητά και πάλι δημιουργικές ωσμώσεις μεταξύ της ύλης του πραγματικού μετά των ποικίλων συμφραζομένων του και της επικράτειας του φαντασιακού με ό,τι αυτό φύσει και θέσει τεκμαίρει. Εννοώ π.χ. και το εξής, όπως διακρίνεται σε μια από τις εισαγωγικές εκφορές, στη σελίδα 15: «Στα σκοτεινά γκρεμνά της πιο νύχτας / Μία μόνη απ’ τις πέτρες ανάμεσα / Λευκή παπαρούνα / Αφοπλίζει τ’ αστέρια. / Δικαιοσύνη».
Οι ενότητες στο «Ψηφιδωτό της νύχτας»
αντιστοιχούν ακριβώς στα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτου μας. Κάθε τίτλος αρχίζει με ένα από τα εικοσιτέσσερα αυτά γράμματα. Από την αρχή του έργου, το ποιητικό ρήμα ενεργεί παλίντροπα: πότε αγγίζει κι εξορκίζει το σταθερό θέμα της απώλειας-στέρησης, πότε επιχειρεί αναδόμηση-επανεκκίνηση της ένδον αλκής.
Θυμίζω τον συναφή αφορισμό από το βιβλίο της ίδιας, με τίτλο Η Κούκλα (εκδ. Ίκαρος, 2008): «Η αντίληψή μας για την πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι εν τέλει μια καθοριστική ενέργεια της φαντασίας». Οι ενότητες στο Ψηφιδωτό της νύχτας αντιστοιχούν ακριβώς στα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτου μας. Κάθε τίτλος αρχίζει με ένα από τα εικοσιτέσσερα αυτά γράμματα. Από την αρχή του έργου, το ποιητικό ρήμα ενεργεί παλίντροπα: πότε αγγίζει κι εξορκίζει το σταθερό θέμα της απώλειας-στέρησης, πότε επιχειρεί αναδόμηση-επανεκκίνηση της ένδον αλκής. Το ειδικότερο συγκινησιακό κλίμα, τα συναρπαστικά καθέκαστα, τα αίτια και τα αιτιατά των αντιπροσωπευτικότερων αποτυπώσεων προβάλλουν σε περίτεχνη περίληψη, με υποδειγματικό λεκτικό τακτ, όπως κλείνει η αυλαία στη σελίδα 40. Ήτοι: «Και σβήνεται η πόλη / Κι ανεβαίνει η θάλασσα / Σέρνοντας βότσαλα των βυθών κοράλλια κι όστρακα / Κλεισμένα σε μποτίλιες μικρές μοναχικά καλοκαίρια / Την παλιά βάρκα τη μοσχοκάρφη σέρνοντας / Με των παιδιών τις τότε φωνές / Τακρίμα, τα θα ’πρεπε, τα θα γυρίσω / Ώσπου δεν διακρίνεται πια τίποτε / Μες στο νου, στο ύπαιθρο, τίποτε να υπάρχει. Μόνο / Ένα παράπονο παιδικό αγκυλώνεται στην καρδιά μου / Και φωτίζεται πιο πολύ ξαφνικά το στερέωμα / Νύχτα Αυγούστου. / Δεκαεννιά φορές στη ίδια θάλασσα / Κι ούτε μία μαζί σου».
Η γραφή, το τονίζω αυτό, είναι προδήλως έμπειρη. Άλλωστε από το 1987, ως γνωστόν, αθλείται. Η ποίηση αρωγός, στύλος, μνήμης ελιξίριο: το πένθος στην ευρύτερη κοιλάδα των δακρύων καθόλα υπαρκτό, ηχηρό, πειστικό, πλην όμως όχι αποτρεπτικό. Ούτε ύπουλα διαβρωτικό άχρι θανάτου. Το γράμμα δηλαδή στην προκειμένη δεν σκοτώνει, δεν αποκτέννει: αποτελεί γράμμα ανασύνταξης του είναι. Εν ολίγοις, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου μας προτείνει κομψές λύσεις σε διάφορα προβλήματα που αφορούν ποικίλα, ενίοτε βασανιστικά, στάδια ύπαρξης. Η συμβολική απόκλιση σε συνδυασμό με την ρεαλιστική παράθεση των καταλλήλων μέσων αποδίδει καρπούς: το ποίημα είναι αποκρυστάλλωση της ορμής του είναι να καταστεί εν τέλει άφθιτη Εικόνα.
Ο χρόνος των εκφάνσεων: ορίζεται με καθαρότητα σε ένα από τα εναρκτήρια ποιήματα της συλλογής, με τίτλο «Εικοστός πρώτος αιώνας». Είναι ενδεικτικό τόσο του συγκεκριμένου προβληματισμού, όσο και της εισδοχής της τραυματικής επικαιρότητας, από εθνική, αλλά και διεθνή σκοπιά, στη λειτουργικά διαρθρωμένη ποιητική σκηνή. Παραθέτω κατά λέξη τα εξής χαρακτηριστικά από τη σελίδα 16: «Μια μακριά αλυσίδα οι άνθρωποι / Που φορά στο λαιμό του / Πνίγει και πνίγεται / Ελεήμων τάχα αιώνας / Με την πρόθεση πάντα –κατά / Καταγράφει, καταδεικνύει / Καταμετρά –καταπέλτης– τους υπεράριθμους επιβάτες / Μιας λέμβου άυλης που στάλθηκε να διασώσει / Σημειώνει τις βεβαιωθείσες απώλειες –για λόγους στατιστικής μόνον– / Και μη έχοντας άλλο χιτώνα γης να μοιράσει / Κατανέμει τ’ αγροκτήματα του ουρανού στους εποίκους / Όνομα μικρό κι επώνυμο τ’ όνειρο / Εκτάρια πόσα ζωής; Ρωτά. / Ύστερα πλήρης νοήματος, άφρων / Σωπαίνει». Το δράμα δεν παλινδρομεί. Η ποιητική πρόνοια έχει ήδη εξασφαλίσει την κειμενική τάξη. Οι δε επιλεγμένοι χώροι στο σύνολό τους υποβάλλουν αίσθηση. Η μελέτη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι ιδιαίτερα επιμελής και πρόσφορη. Βέβαια κι εδώ ισχύουν όσα πρόσεξα και το 2007, αναφερόμενος στο πέμπτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο της, με τίτλο 11 τόποι για 1 καλοκαίρι, επίσης των εκδόσεων Ύψιλον. Επί λέξει απομονώνω τα εξής: «οι εμμονές στην εξειδικευμένη μελέτη-αναδίφηση-αναπαράσταση του περιβάλλοντος χώρου, μαθηματικά προκαθορισμένου, αλλά και του ιδεατού παραπληρώματός του, εντοπίζονται σε ό,τι έχει χρονικά καταθέσει στο χώρο των απαιτητικών εμπεδώσεων του δημιουργικού λόγου η Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Το περιβάλλον θα ανιχνεύεται συνειδητά σε όλες τις πτυχές και αποχρώσεις του, θα κωδικοποιείται και αρκούντως θα εξανθρωπίζεται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα τοπία παραμένουν διαρκώς ενυπόστατα, φωτιζόμενα από μια σταθερή λάμψη αυτεπίγνωσης. Η επανεξέτασή τους αποβαίνει κατά συνέπεια πολλαπλώς χρήσιμη: το εγώ μαθαίνει εν τέλει τον εαυτό του και σε ένα ικανοποιητικό βαθμό τον άλλο. Το έξω και το μέσα είναι όψεις του ίδιου νομίσματος» (βλ. Poeticanet.gr).
«Μια μπουκαμβίλια που μόλις άνθισε κι ανάμεσα / Ένα θρόισμα ήχου που πέρασε τους καιρούς / Κι έγινε ξανά στα χέρια σου μελωδία»
Η ομολογούμενη ρηματική συνέπεια μαρτυρεί εκ νέου τη μακροχρόνια και επίμονη άσκηση στο πεδίο των ευθύβολων, αυστηρά προκαθορισμένων λεκτικών σχημάτων. Συγκρατώ ότι η Φύση και το εγώ συνυπάρχουν στο ίδιο πλαίσιο συγκινησιακής δράσης, σε ισότιμη βάση. Ο στίχος επαληθεύει έτσι την ανάγκη του προσώπου να στεγαστεί στον δεδομένο Οίκο, στο δεδομένο ουρανό-χωμα. Εξ ου και η συναλληλία του ενταύθα και του εκεί. Όπως και οι καίριες συγκλήσεις στη σελίδα 24, τις οποίες αντιγράφω ως έχουν για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Ακόμα λευκή και διάφανη / Φύλλο ολοστρόγγυλο απ’ τ’ ουρανού το δέντρο / Σ’ ένα μίσχο αόρατο να συγκρατεί / Βέβαιη τους αιώνες: / Πέτρινα τα σκαλιά και ολόφωτα των θεατών / Τα μάτια / Μια μπουκαμβίλια που μόλις άνθισε κι ανάμεσα / Ένα θρόισμα ήχου που πέρασε τους καιρούς / Κι έγινε ξανά στα χέρια σου μελωδία / Μιας νύχτας Αυγούστου ολοκάθαρη η φωνή: / Έ λ α / Ακόμα λευκή και διάφανη / Αχνά υφασμένο φόρεμα / Που το φούσκωσε ο άνεμος / Και γέμισε απ’ το παράθυρο πλέοντας την κάμαρα όλη / Ως κάτω / Μακρόσυρτα δαντελένια φιλιά / Και ψηφία μισόσβηστα να επιστρέφουν / έψιλον, λάμδα, άλφα / ... ... ... ... ... ... / Ακόμα λευκή και διάφανη / Θεά / Η παλιά στρογγυλή σελήνη».
Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου |
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στο δέκτη του, έχοντας κάθε φορά υπόψιν του το κύριο επικοινωνιακό αίτημα: την αμέριστη, την απρόσκοπτη δηλαδή συν-ουσία διά της προσλήψεως του μηνύματος.
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στο δέκτη του, έχοντας κάθε φορά υπόψιν του το κύριο επικοινωνιακό αίτημα: την αμέριστη, την απρόσκοπτη δηλαδή συν-ουσία διά της προσλήψεως του μηνύματος. Εξ ου και α) η συστηματική επιδίωξη της ακριβολογίας των αποτυπώσεων, β) η μέριμνα για τη διατήρηση της αμεσότητας του φωνήματος, γ) η διάφανη διάρθρωση του κατά κανόνα επιγραμματικού συνόλου, δ) η πολιτική της εύχρηστης εικονοποιίας, ε) η προβολή της πολυεπίπεδης, πολυφωνικής φύσης του εκασταχού εκάστοτε νοήματος, στ) η συντήρηση των καταλλήλων συνειρμών, ζ) η προσφυγή στις λυσιτελείς παρηχήσεις και η) η ανάλαφρη, αντιστοίχως, διατύπωση, η οποία ως φίλιον αεράκι μεταφέρει τις διηγητικές ουσίες, χωρίς να μπερδεύεται, χωρίς να δολιχοδρομεί καθ’ οδόν. Το –όποιο εντέλει– εσύ αντιμετωπίζεται ως εννοούμενον τιμαλφές των συναισθηματικών ανταλλαγών. Συμβαίνει δηλαδή το αντίθετο από ότι κατατίθεται στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας (342 Ε, 28 επ.), όπου τα δύο μέρη, δέκτης και πομπός, δεν βιώνουν και μάλιστα σκοπίμως το ίδιο μήκος πληροφοριακού κύματος. Ήτοι: «μια φράση αξιόλογη, σύντομη και χωρίς περιστροφές, έτσι ώστε τελικά ο συνομιλητής του να φαίνεται καθόλου καλύτερος από ένα παιδί».
Όπως εντοπίζω, φέρ ειπείν στη σελίδα 48, επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά η τήρηση της αρχής της σύμμετρης πύκνωσης των ποιητικών όρων και τρόπων. Το αρχετυπικό παιδί, η αρχετυπική θάλασσα – τροφός των ονείρων, ο θάνατος που δεν αφήνει τη στιγμή να μεγαλώσει και τη θερίζει ανενδοίαστα. Το ποίημα μας θυμίζει το χάρτη της συλλογικής ψυχής. Το δε γράμμα ρ έχει δεσμευτεί να πολλαπλασιάζει την αίσθηση της ροής. Ακούω: «Γαλήνη μιας θάλασσας του Σεπτεμβρίου / Ο ψιθυριστός παφλασμός / Κι από μακριά να πλέει κι αθόρυβη μια υδροφόρος / Με μπλε και βυσσινί διάσημα / Της ατελείωτης δίψας του καλοκαιριού / Ο έρωτας που δεν, δεν τελειώνει... / Ένα παιδί βουτά για ξεχασμένους αχινούς / Κι άλλο μες στην απόχη του / Βαστά πετρούλες, φύκια μακρόστενα που μπλέχτηκαν με τις πευκοβελόνες / Μια αχιβάδα, δυο θρύψαλα ποτηριού πού έγιναν διάφανα / Βότσαλα –σχεδόν– πράσινα / Και κρούουν μαζί με τ’ άλλα –βασιλεύοντας ο ήλιος χλωμός– / Τη λήξη ετούτου του θέρους!».
Κοντολογίς, ο ποιητικός λόγος φρονώ ότι σεβάστηκε απολύτως το παραγωγικό μουσικό σχέδιο, το οποίο συνέλαβε πρωταρχικά. Η ασφάλεια, με την οποία λειτουργεί το επιλεγμένο λεκτικό σύνταγμα στο πλαίσιο των απαιτητικών αισθητικών αποκρυσταλλώσεων, πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, την πλήρη αξιοποίηση των εξειδικευμένων ικανοτήτων σύνθεσης, τις οποίες εξόφθαλμα διαθέτει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της © Tanja Vetter.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Το ψηφιδωτό της νύχτας
Ιουλίτα Ηλιοπούλου
Ύψιλον 2018
Σελ. 64, τιμή εκδότη €9,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΤΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ