
Για το βιβλίο του Goncalo M. Tavares «Ημερολόγιο της πανούκλας» (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτη).
Του Διονύση Μαρίνου
Υποθέτω βάσιμα πως για κάποιους το ερώτημα θα τίθεται εξακολουθητικά, αν όχι και βασανιστικά. Κάτι σαν mantra των λογοτεχνικών «κανόνων» που ουδείς γραφιάς δικαιούται να ξεχνάει. Έχει το «δικαίωμα» η λογοτεχνία να σχολιάζει τη ζώσα ιστορία; Διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία να αναδιατάξει τα γεγονότα της σήμερον, να τους προσδώσει ένα μεγαλύτερο βάρος απ’ αυτό που έχουν και μέσα από αυτά, κονιορτοποιώντας τα ιζήματα που κρύβουν την ουσία τους, να μιλήσει για τα ουσιαστικά των καιρών μας; Μπορεί να υπάρξει μια τέτοια λογοτεχνία της συγχρονικότητας και συνάμα να είναι ουσιαστική; Ο Βασίλης Βασιλικός στο αυτοβιογραφικό Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (εκδ. Κέδρος) μας προσφέρει ένα συγγραφικό credo: γράφει πως δεν μπορεί να γειωθεί με τις λέξεις αν προηγουμένως αυτές δεν έχουν ξεπηδήσει από κάποιο γεγονός. Ο κόσμος, άλλωστε, είναι δομημένος πάνω σε γεγονότα.
Ήταν, άραγε, πρόθεση του Γκονσάλο Μ. Ταβάρες να ανέβει πάνω στο κύμα των γεγονότων και να προσπαθήσει να τα χαλιναγωγήσει μέσω των κειμένων του; Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να ξεκινήσει ένα δημόσιο ημερολόγιο για την πανδημία που έχει γονατίσει την παγκόσμια κοινότητα; Αν αυτές τις σημειώσεις τις κρατούσε για ιδιωτική χρήση, κάτι σαν υλικό για μελλοντικό έργο ή σαν work inprogress, τότε δεν θα είχαμε λόγο να επέμβουμε. Αφ’ ης στιγμής αποφάσισε να δημοσιοποιεί τις σκέψεις του και μάλιστα καθημερινά, αίφνης ξεφυτρώνει αυτομάτως η σκέψη «ποιος ο λόγος;».
Ήταν, άραγε, πρόθεση του Γκονσάλο Μ. Ταβάρες να ανέβει πάνω στο κύμα των γεγονότων και να προσπαθήσει να τα χαλιναγωγήσει μέσω των κειμένων του; Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να ξεκινήσει ένα δημόσιο ημερολόγιο για την πανδημία που έχει γονατίσει την παγκόσμια κοινότητα;
Η εύκολη απάντηση θα ήταν η εξής: «Αν δεν το κάνει η λογοτεχνία, τότε ποιος;». Οι εποχές όπου η ερευνητική δημοσιογραφία μπορούσε να διαρρήξει τον επιφανειακό υμένα των ειδήσεων και να βουτήξει στο βάθος τους έχει παρέλθει. Η ταχύτητα της πληροφόρησης έχει υποσκελίσει την ανάλυση. Ιδιαιτέρως σε καταστάσεις όπως η τωρινή όπου ο όγκος των πληροφορίων είναι μεγάλος, εν πολλοίς ανεπεξέργαστος και άτακτος, και ουδείς προλαβαίνει να μπει εις βάθος στα δεδομένα και να τα κοσκινίσει.
Μια στήλη εν μέσω πανδημίας
Όμως, ούτε κι αυτή ήταν η πρόθεση του Πορτογάλου συγγραφέα. Ακόμη κι αν τα κείμενά του –αυτά που συνέθεσαν τελικά το Ημερολόγιο της Πανούκλας (εκδ. Καστανιώτη) ως βιβλίο–, έρχονταν στα μέρη μας μέσω της στήλης που είχε αποκτήσει στην Εφημερίδα των Συντακτών χάρη στην αμέριστη μεταφραστική ετοιμότητας της Αθηνάς Ψυλλιά (περιττό να τονιστεί πως μεταφράστρια του βιβλίου είναι η ίδια), εντούτοις δύσκολα μπορείς να τα δεις ως παραπλήρωμα της επίσημης πληροφόρησης γύρω από τον ιό. Άλλος ήταν ο σκοπός τους, διαφορετικό το προοπτικό τους βάρος.
Αυτά τα κείμενα ξεκίνησαν να γράφονται στις 23 Μαρτίου 2020, τότε που ακόμη βρισκόμασταν στο πρώτο κύμα του ιού και όλοι είχαμε πέσει σε έναν ωκεανό άγνοιας, φόβου και ελπίδας πως όλο αυτό θα περάσει σύντομα. Η τελευταία εγγραφή έχει ημερομηνία 20 Ιουνίου 2020. Επί ενενήντα ημέρες ο Ταβάρες δημιουργούσε ένα σύγχρονο και ιδιοσυγκρασιακό docuroman. Κι αν η έννοια του ντοκουμέντου είναι προφανής, καθώς μεγάλο μέρος των σημειώσεών του είναι στοιχεία που λάμβανε από την ειδησεογραφία, το μέρος του «roman», αν κανείς προσπαθήσει να το δει με τη στενή έννοια του όρου, πάσχει μεν, είναι εναργές δε. Ναι, προφανώς και δεν έχουν μια συνεκτική ιστορία με ήρωες, με δράσεις, γεγονότα και αφήγηση που επιδιώκει να μιλήσει κάτω από τις λέξεις. Κάτι που κάνει κάθε συγγραφέας που καταγίνεται με μια ιστορία μακράς πνοής.
Είναι προφανές πως ο Ταβάρες λαμβάνει καθημερινά υλικό από τη σκληρή πραγματική πραγματικότητα και το μεταβολίζει μέσα του επιτρέποντας σε ποικίλες πηγές να βρέξουν την έμπνευσή του. Από μια μουσική έως έναν πίνακα ζωγραφικής και από ένα παράθεμα βιβλίου που του ήρθε, αίφνης, στο μυαλό έως το πλάνο μιας συγκεκριμένης ταινίας.
Από την άλλη, όμως, έστω και με τη διασταλτική έννοια του όρου και συνεκτική ιστορία έχουμε, όπως και ήρωες και γεγονότα. Μόνο που διαμορφώνονται καθημερινά εξωγενώς (αρχικά) για να μετασχηματιστούν συγγραφικά (στη συνέχεια). Είναι προφανές πως ο Ταβάρες λαμβάνει καθημερινά υλικό από τη σκληρή πραγματική πραγματικότητα και το μεταβολίζει μέσα του επιτρέποντας σε ποικίλες πηγές να βρέξουν την έμπνευσή του. Από μια μουσική έως έναν πίνακα ζωγραφικής και από ένα παράθεμα βιβλίου που του ήρθε, αίφνης, στο μυαλό έως το πλάνο μιας συγκεκριμένης ταινίας. Μα, θα πει κανείς, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την πανδημία;
![]() |
Ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες γεννήθηκε το 1970 στη Λουάντα της Αγκόλας και σήμερα διδάσκει Θεωρία της Επιστήμης στη Λισαβόνα. Το 2001 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο. Τα έργα του είναι οργανωμένα σε ομάδες με τίτλους όπως «Γειτονιά», «Πόλεις», «Το Βασίλειο», «Έρευνες», «Εποποιία», «Εγκυκλοπαίδεια», «Αρχεία» κ.λπ. Αρκετά από αυτά υπήρξαν το ερέθισμα για ποικίλα καλλιτεχνικά και ακαδημαϊκά εγχειρήματα. Το 2005 τιμήθηκε στην Πορτογαλία με το Βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου για το μυθιστόρημά του «Ιερουσαλήμ» (Καστανιώτη, 2012, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά). Το έργο του Aprender a Rezar na Era da Técnica («Μαθαίνοντας να προσεύχεσαι την εποχή της τεχνικής») έλαβε το Βραβείο Καλύτερου Ξένου Βιβλίου στη Γαλλία το 2010. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου είπε γι’ αυτόν ότι θα είναι σίγουρα το επόμενο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την Πορτογαλία. |
Έχουν με τη συγγραφική οπτική. Ο Ταβάρες δεν είναι δημοσιογράφος για να μεταφέρει ειδήσεις. Δεν είναι λοιμωξιολόγος για να προσφέρει στους αναγνώστες του κάποιες επιστημονικές πινελιές στον καμβά της άγνοιάς τους. Είναι συγγραφέας, είναι μετασχηματιστής της πραγματικότητας, ένας μεταπράτης του καθημερινού. Εντέλει, ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μύθο του.
Αυτό που μεταφέρει σε τούτα τα σπαράγματα είναι η απουσία της ζωής εν ζωή. Σαν να έχει μπει η καθημερινότητα όλων μας σε μια γιγάντια παρένθεση που δεν λέει να ολοκληρωθεί. Πράγματα που κάναμε και τώρα ξεκάνουμε. Δρόμους που περπατήσαμε και τώρα είναι αδιάβατοι. Πόλεις που αλλάζουν τη ρυμοτομία τους, όχι όμως με την άπλα πνεύματος που διεκήρυτταν οι Καταστασιακοί, ανθρώπους που θεωρούσαμε αναγκαίους, απαραίτητους για να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξή μας τώρα τους φανταζόμαστε αφού δεν τους βλέπουμε. Έρωτες που έμειναν μεσοδρομίς, αγάπες που έπνιξε ο ιός, φιλίες που περιορίστηκαν σε ένα ψυχρό τηλεφώνημα ή σε κάποιο ηλεκτρονικό σκούντημα στα social media.
Κι όμως, δεν είναι η απαισιοδοξία που λαμβάνει κανείς από αυτά τα κείμενα. Αλλά μια αναστολή, μια προσωρινή παύση που πληγώνει, αλλά δεν θέλουμε με τίποτα να σκοτώσει όσα ωραία υπάρχουν τριγύρω μας. Από την άλλη δεν είναι ούτε αισιόδοξος. Όταν διαβάζεις την καταμέτρηση των θανάτων έρχονται ξανά στο μυαλό σου οι εικόνες από τα νοσοκομεία της Ιταλίας. Ο Ταβάρες δεν ωραιοποιεί. Κοιτάζει από την άκρη του χάους που προκλήθηκε ξαφνικά και συλλέγει ετερόκλητες εικόνες, αλλά αυτό ακριβώς τις κάνει δικές μας: ανήκουμε σ’ αυτές, είμαστε μέρος τους.
Όλες αυτές οι σκέψεις είναι ένα ζενερίκ που περιλαμβάνει ανθρώπους, ζώα, πράγματα, πόλεις, χώρες, ζώντες και τεθνεώτες και έναν ιό που προβάλλει μέσα στην αορατότητά του ως ο μέγιστος εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει η παγκόσμια κοινότητα δίχως να διαθέτει τα κατάλληλα όπλα.
Δεν αφήνει ούτε τον εαυτό του εκτός της προβληματικής. Μιλάει για τα δύο σκυλιά του, τη Ρώμη και τη Ζέρι. Για το σώμα του που του στέλνει ηχηρά μηνύματα που πρέπει να τα ελέγξει με εξετάσεις και αναλύσεις από γιατρούς. Είναι και ο ίδιος ομοίως εγκλωβισμένος σε ένα σπίτι, σε ένα σώμα, σε μια φούσκα αναμονής. Όλες αυτές οι σκέψεις είναι ένα ζενερίκ που περιλαμβάνει ανθρώπους, ζώα, πράγματα, πόλεις, χώρες, ζώντες και τεθνεώτες και έναν ιό που προβάλλει μέσα στην αορατότητά του ως ο μέγιστος εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει η παγκόσμια κοινότητα δίχως να διαθέτει τα κατάλληλα όπλα.
Διατήρηση της συλλογικής μνήμης
Όχι, το Ημερολόγιο του Ταβάρες δεν είναι η σύγχρονη εκδοχή της Πανούκλας του Καμύ. Λειτουργούν με διαφορετικά τρόπο τα δύο κείμενα και τα προκάλεσε άλλη αιτία. Έστω και αν στο βάθος συναντιούνται. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει ο Ταβάρες είναι να γράφει και να διατηρεί στη συλλογική μνήμη ένα μέρος του χρονικού των καιρών μας.
Φευ, από τη στιγμή που σταμάτησε να ανανεώνει το ημερολόγιό του έχουν συμβεί πολλά. Έχει έρθει κατά πάνω μας το δεύτερο και το τρίτο κύμα του ιού, ενώ οι επιστήμονες ήδη κάνουν λόγο για την έλευση ενός τέταρτου. Οι μεταλλάξεις του ιού καταφτάνουν η μια μετά την άλλη. Ο αριθμός των νεκρών ολοένα μεγαλώνει. Τα πάντα συνεχίζουν να τελούν υπό το καθεστώς μιας δεσμευτικής παύσης που μόνο τα εμβόλια μπορούν (αν μπορούν) να καταργήσουν. Ακόμη κι έτσι, όμως, το ημερολόγιο του έχει αξία και λόγο ύπαρξης. Κάποτε θα ανατρέχουμε σ’ αυτό και θα λέμε «το ζήσαμε αυτό, πέρασε από πάνω μας». Με την ελπίδα ότι αυτό το «κάποτε» δεν θα αργήσει.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην άμεση μεταφραστική δουλειά της Αθηνάς Ψυλλιά. Την μνημονεύει αρκετές φορές ο Ταβάρες στα κείμενά του και όχι άδικα. Δίχως τη δική της μεταφραστική προσπάθεια θα είχαμε, μεν, κάποια στιγμή το βιβλίο, αλλά θα μας είχε λείψει η αμεσότητα αυτών των κειμένων έτσι όπως μας έρχονταν καθημερινά μέσω της εφημερίδας και μας πρόσφεραν θαλπωρή και μια νότα ελπίδας μέσα στη γενικευμένη μαυρίλα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Ημερολόγιο της πανούκλας
GONCALO M. TAVARES
Μτφρ. ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2021
Σελ. 320, τιμή εκδότη €17,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ GONCALO M. TAVARES
Απόσπασμα από το βιβλίο
Όλα σχεδόν τα μαγαζιά κλειστά, εκτός από διατροφή, φαρμακείο και άλλα βασικά.
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σε κάποιες χώρες τα ανθοπωλεία ανοιχτά.
Οι έκτακτες ανάγκες χρειάζονται λουλούδια.
Αλλά μηδέν ομορφιά: τα λουλούδια είναι για τους νεκρούς.
Αυτούς που πια δεν βλέπουν ούτε μυρίζουν.
Οι νεκροί δεν μπορούν πια να μολυνθούν από την αγάπη των ζωντανών, λέει κάποιος.
Μην ξεχνάς ποτέ την ομορφιά, λέει άλλος φίλος, με γένια ρημαγμένα και το πουκάμισο στραβά.
Στις κηδείες τα λουλούδια δεν είναι αισθητική, έχουν χρήση.
Δεν είναι όμορφα, λειτουργούν.
Είμαι ανθρώπινο ον, έλεγαν οι πικέτες που φορούσαν στον λαιμό κάποιοι μαύροι της δεκαετίας του ’60 του 20ού αιώνα.
Να φανταστούμε χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο μ’ αυτή την πικέτα το 2000.
Είναι ανθρώπινο ον.
“Νέο ρεκόρ θυμάτων για τις ΗΠΑ. Οι νεκροί ξεπερνούν αυτούς που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου”».