Για το βιβλίο του Τζέι Μπράντφορντ ΝτεΛoνγκ [J. Bradford DeLong] «Στον δρόμο προς την ουτοπία – Η οικονομική ιστορία του 20ού αιώνα» (μτφρ. Κωστής Πανσέληνος, εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Τα βιβλία οικονομικού περιεχομένου έχουν την αρνητική «φήμη» των βαρετών πονημάτων. Σίγουρα λανθασμένη άποψη, αλλά ακόμη πιο λανθασμένη είναι όταν γίνεται λόγος για τόσο καλογραμμένα βιβλία Πολιτικής Οικονομίας, όπως αυτό εδώ. Ο Τζέι Μπράντφορντ ΝτεΛoνγκ είναι Αμερικανός ιστορικός των οικονομιών και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ από το 1993. Είναι όμως και κάποιος που δεν αναλύει μόνο τα οικονομικά δεδομένα και τις εξελίξεις, αλλά πολλές φορές από θέσεις λήψης αποφάσεων (σύμβουλος του Κλίντον) συμμετέχει στη διαμόρφωσή τους. Μείγμα τεχνοκράτη και πολιτικού ακτιβιστή που δύσκολα εντάσσεται σε έτοιμες ετικέτες. Ένα μόνο είναι σίγουρο. Αυτός δεν εκτιμά καθόλου τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ανάλυση. Αν και για να είμαι δίκαιος πρέπει να προσθέσω πως από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι χρειάζεται, «υπό την απειλή ενός πιστολιού«, να «παντρέψουμε» τις θεωρίες των Χάγιεκ με αυτές του Πολάνυι και το μυστήριο να το τελέσει ο Κέινς. Πράγμα όμως κατά τη γνώμη μου δύσκολο. Αλλά ας μη βιαζόμαστε και ας δούμε πώς στοιχειοθετεί αυτήν του την άποψη.
Οι πετυχημένες ουτοπίες
Εδώ έχουμε ένα ακόμη «παράδοξο». Είναι δυνατόν ένας τόσο πραγματιστής συγγραφέας που και για την παραμικρή άποψη που καταθέτει προσφεύγει σε πλήθος στοιχείων, να αναζητά στην πραγματική οικονομική ιστορία τους δρόμους της ουτοπίας; Γιατί αυτό κάνει ο ΝτεΛόνγκ. Αναζητεί τις ουτοπίες που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1870 και έφεραν από τότε έως το 2010 μια πρωτοφανή ανάπτυξη σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τον Χόμπσμπαουμ, ο οποίος χαρακτηρίζει τον 20ο αιώνα ως σύντομο, αφού κατ’ αυτόν κράτησε από το 1914 έως το 1991, χαρακτηρίζει τον 20ο ως «μακρύ αιώνα» που κράτησε 140 χρόνια. Βγαίνοντας από το 2010 οι άνθρωποι ήταν 8,8 φορές πλουσιότεροι απ’ αυτούς που ζούσαν έως το 1870. Ο μέσος όρος ανάπτυξης γι’ όλα αυτά τα χρόνια ήταν στο 2,1%, ενώ το 2010 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 8,8 φορές υψηλότερο σε σχέση με το 1870. Πρωτοφανή νούμερα. Πριν η ανθρωπότητα ζούσε σε φρικτή φτώχεια και υπήρχε ένα περιβάλλον όπου οι τεχνολογικές αλλαγές ήταν πολύ αργές και πολύ λίγο εφαρμόσιμες. Τι έγινε από το 1870 και μετά και άλλαξαν τόσο απότομα τα πράγματα;
Τότε οι μεγάλες τεχνολογικές εφευρέσεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος εφαρμογής λόγω του ό,τι αυτές συνοδεύτηκαν από τη δημιουργία θεσμών για την οργάνωση και την έρευνα. Και αυτοί οι θεσμοί ήταν τα εργαστήρια βιομηχανικής έρευνας και οι σύγχρονες εταιρείες. Ο συγγραφέας βλέπει την ιστορία αυτού του μακρύ αιώνα ως την ιστορία τεσσάρων πραγμάτων:
- της ανάπτυξης χάρη στην τεχνολογία,
- της παγκοσμιοποίησης –πρώτης 1870-1914 και δεύτερης 1950 έως σήμερα–,
- της εξαιρετικότητας του ρόλου των ΗΠΑ
- και της πίστης πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί να πετάξει, μπορεί όμως να συρθεί προς την ουτοπία.
Όλη όμως η οικονομική ανάπτυξη όλα αυτά τα χρόνια κινούνταν ανάμεσα στις συμπληγάδες τού: «η αγορά δίνει και η αγορά παίρνει. Ευλογημένο ας είναι το όνομά της» (Χάγιεκ) και τού: «η αγορά φτιάχτηκε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για την αγορά» (Πολάνυι). Αντιλήψεις εκ διαμέτρου αντίθετες, τις οποίες ο συγγραφέας, ως ιδιότυπος εκπρόσωπος της Σχολής των θεσμικού κεϊνσιανισμού προσπαθεί να συγκεράσει υπό το πνεύμα του Κέινς. Ο ΝτεΛόνγκ δεν εκπροσωπεί την ταυτισμένη με τη νεοφιλελεύθερη αναβίωση του laisse-faire Σχολή των νεοκεϊνσιανών οικονομολόγων, η οποία επηρέασε με τη σειρά της το σοσιαλδημοκρατικό Τρίτο Ρεύμα. Αυτός εκπροσωπεί, με τις δικές του ιδιαιτερότητες και αμφισημίες, τη Σχολή του θεσμικού κεϊνσιανισμού, σύμφωνα με την οποία το κράτος παραμένει ο «εργοδότης της ύστατης καταφυγής».
Πώς όμως τότε μπορούν «να παντρευτούν» οι απόψεις του Χάγιεκ, ο οποίος προειδοποιούσε να μην ακούμε τις σειρήνες που καλούν να αναζητούμε τη δικαιοσύνη αντί για την απλή παραγωγικότητα και αφθονία, με τις απόψεις του Πολάνυι που απορούσε για το πώς κανείς μπορεί να επιμένει στην προτεραιότητα της παραγωγικότητας αγνοώντας ότι προϋπόθεση κάθε παραγωγικότητας είναι η δικαιοσύνη και το Κράτος Πρόνοιας; Ο συγγραφέας εδώ δεν έχει πειστικές απαντήσεις.
Ο ΝτεΛόνγκ δεν εκπροσωπεί την ταυτισμένη με τη νεοφιλελεύθερη αναβίωση του laisse-faire Σχολή των νεοκεϊνσιανών οικονομικών, η οποία επηρέασε με τη σειρά της το σοσιαλδημοκρατικό Τρίτο Ρεύμα. Αυτός εκπροσωπεί, με τις δικές του ιδιαιτερότητες και αμφισημίες, τη Σχολή του θεσμικού κεϊνσιανισμού, σύμφωνα με την οποία το κράτος παραμένει ο «εργοδότης της ύστατης καταφυγής».
Στο βιβλίο αρχικά προβάλλουν οι συνθήκες που παρήγαν την πρώτη παγκοσμιοποίηση και οι εξελίξεις που επιτάχυναν την ανάπτυξη μέσω της τεχνολογίας. Εφευρέσεις υπήρχαν και πριν το 1870, απ’ αυτές όμως έλειπε το θεσμικό πλαίσιο για να εφαρμοστούν. Εφευρέτες σαν τον Νίκολα Τέσλα και τον Τόμας Έντισον υπήρχαν και πριν. Οι δυο αυτοί όμως εφευρέτες είχαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους προηγούμενους. Αυτοί μπόρεσαν να βασιστούν στους διαμορφωμένους θεσμούς του βιομηχανικού εργαστηρίου και της μεγάλης εταιρείας. Τηλέφωνα, ηλεκτρισμός, γραμμόφωνα, γραφομηχανές, φωτογραφικές μηχανές, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, είδη πολυτελείας θα ήταν τίποτα χωρίς αυτούς τους δυο θεσμούς.
Άλλοι δυο σημαντικοί παράγοντες που οι εφευρέσεις μετά το 1870 δεν έμεναν απλά εφευρέσεις, ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου και της μετανάστευσης. Από το 1870 έως το 1914 πάνω από 100 εκατομμύρια άτομα άλλαξαν ήπειρο. Χωρίς τη μετανάστευση η ανάπτυξη δεν θα προχωρούσε ούτε βήμα. Μάλιστα η χώρα που δέχθηκε τους περισσότερους μετανάστες, οι ΗΠΑ, ήταν και η πιο ωφελημένη.
«Το εργαστήριο, η εταιρεία, οι παγκόσμιες μεταφορές, οι παγκόσμιες επικοινωνίες, η κατάργηση των φραγμών – όλοι μαζί οι παράγοντες αυτοί ήταν αρκετοί και με το παραπάνω για να επιφέρουν κοσμογονικό σεισμό που απελευθέρωσε την ανθρωπότητα από τη μαλθουσιανή φτώχεια» (σ. 48).
Αλλά και πάλι τίποτα δεν θα είχε ολοκληρωθεί, αν δεν αναπτύσσονταν οι ιδέες, στις οποίες σύμφωνα με τον συγγραφέα οφείλεται το μεγαλύτερο μερίδιο στην ανάπτυξη. Γι’ αυτή όμως την ανάπτυξη των ιδεών μεγάλο ρόλο έπαιξε η εκπαίδευση και η ειρήνη. Απόψεις που βρίσκονται μακριά απ’ αυτές που ταυτίζουν την ανάπτυξη μόνο με την αγορά και το επιχειρηματικό κέρδος.
Αριστερά: Friedrich August von Hayek (επάνω), Karl Polanyi (κάτω), Δεξιά: John Maynard Keynes |
Πάρα πολύ σημαντικό είναι το κεφάλαιο για τον εκδημοκρατισμό του βορρά. Εδώ κυρίως γίνεται λόγος για τις αργές διαδικασίες που αφορούσαν τη συμμετοχή στα κοινά όλων των κοινωνικών ομάδων και όχι μόνο των αριστοκρατών και των εύπορων. Ενώ μεγάλη σημασία δίνεται και στη μάχη των Αφροαμερικανών για ισότιμη συμμετοχή στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ. Μια διαδικασία που αν και υποτίθεται πως ολοκληρώθηκε το 1965 με την υιοθέτηση του Νόμου Περί Δικαιώματος Ψήφου, ακόμη αμφισβητείται στις ΗΠΑ. Ενώ και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών σε πολλές χώρες (Γαλλία, Ελλάδα, Ελβετία) ήρθε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η περίοδος 1870-1914 ήταν η περίοδος της πρώτης παγκοσμιοποίησης, η οποία διακόπηκε απότομα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ήταν τόσο αιφνίδιος που κανένας δεν κατάλαβε πώς οδηγήθηκαν εκεί τα πράγματα. Και δεν κατάλαβε, γιατί κανένας δεν έλαβε υπόψη του τη δυναμική των εθνικισμών που διέλυσαν τις Αυτοκρατορίες μετά το 1918. Βεβαίως για να είμαι ακριβής, πρέπει να τονίσω πως ο συγγραφέας τονίζει πως η ανάπτυξη είχε επικεντρωθεί στον βορρά, πράγμα που υποδαύλιζε τα αιτήματα για το μοίρασμα των αποικιών. Οι εξηγήσεις του στο κεφάλαιο για τις Παγκόσμιες Αυτοκρατορίες για τα αίτια που η ανάπτυξη δεν επεκτάθηκε και στον νότο (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτο, Ιαπωνία), γίνεται προσπάθεια ν’ αποφύγουν τον οριενταλισμό, δεν είναι όμως πλήρως απαλλαγμένες απ’ αυτόν.
Η αναφορά στον Άνταμ Σμιθ για την απουσία ειρήνης, ήπιας φορολόγησης και ανεκτής δικαιοσύνης ως αίτια για την ανάπτυξη του βορρά και της δύσης και η απουσία αυτών των τριών στοιχείων στο νότο και την ανατολή ως αίτιο για την καχεκτική ανάπτυξη, δεν αρκεί να ερμηνεύσει αυτήν την «καθυστέρηση», αν δεν θέσουμε και την παράμετρο της στρατοκρατούμενης αποικιοκρατίας. Αυτή συνέβαλε στην άνοδο της σχετικής οικονομικής ανάπτυξης σ’ αυτές τις χώρες, δεν τούς έδωσε όμως και τη δυνατότητα μόνες τους να καθορίσουν την πορεία τους. Έτσι και αλλιώς ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος τα γύρισε όλα πίσω. Παρόλο που μετά το τέλος του φάνηκε όλα να επιστρέφουν εκεί που ήταν το 1914. Τίποτα όμως δεν είχαν διδαχτεί τα πολιτικά συστήματα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις πριν απ’ αυτό το έτος.
Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να αναλάβουν τον ρόλο του ηγεμόνα, η προοδευτική φορολογία δεν συνεχίστηκε, άρχισαν περιορισμοί στη μετανάστευση, η παγκοσμιοποίηση υποχώρησε, ο πληθωρισμός κατέλυσε την εμπιστοσύνη, η υποχρέωση της ηττημένης Γερμανίας σε υπερμεγέθεις αποζημιώσεις, ο εφησυχασμός πως οι κρίσεις τελείωσαν και άλλα πολλά συνέτειναν στην έκρηξη της κρίσης του 1929.
Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να αναλάβουν τον ρόλο του ηγεμόνα, η προοδευτική φορολογία δεν συνεχίστηκε, άρχισαν περιορισμοί στη μετανάστευση, η παγκοσμιοποίηση υποχώρησε, ο πληθωρισμός κατέλυσε την εμπιστοσύνη, η υποχρέωση της ηττημένης Γερμανίας σε υπερμεγέθεις αποζημιώσεις, ο εφησυχασμός πως οι κρίσεις τελείωσαν και άλλα πολλά συνέτειναν στην έκρηξη της κρίσης του 1929. Πριν απ’ αυτό ήταν η εποχή που τα ηνία κρατούσαν οι κερδοσκόποι και οι πολιτικοί. Κι όμως τη δεκαετία του 1920 όλοι οι Αμερικανοί είχαν δικαίωμα στην αισιοδοξία. Και πού κατέληξαν όλα αυτά; Μα φυσικά στη Μεγάλη Ύφεση του 1929.
Ποιο πάλι ήταν το μεγάλος λάθος που έγινε μετά το ξέσπασμα της Ύφεσης; Μα στ’ ότι οι τράπεζες δεν αύξησαν τα μετρητά βαθαίνοντας έτσι την κρίση, στ’ ότι συνεχίστηκαν οι αποπληθωριστικές πολιτικές που ενίσχυσαν την ανεργία, στ’ ότι ανέμεναν η αγορά να λύσει το πρόβλημα που η ίδια είχε δημιουργήσει και γι’ αυτό δεν έλαβαν κανένα μέτριο. Ο συγγραφέας επικαλείται τον Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ που έγραφε πως η προσπάθεια για να προληφθεί το βάθεμα της κρίσης στο μέλλον, την έκανε πιο βαθιά στο παρόν. Η Ύφεση δεν εξαφανίστηκε, γιατί κανείς μέχρι το 1933 δεν αποφάσισε να λάβει μέτρα για την εξαφάνισή της. Αυτά ελήφθησαν μόνο μετά το New Deal του Ρούζβελτ. Τι ήταν αυτό; Ήταν ένα ισχυρό κορπορατιστικό πρόγραμμα που το εφάρμοσαν από κοινού η κυβέρνηση με τη βιομηχανία, στο οποίο υποτάχθηκε ο γεωργικός τομέας. Αυτό ήταν ένα πρόγραμμα κρατικού ελέγχου των τιμών, δημιουργίας και λειτουργίας υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, δαπανών για δημόσια έργα, υποτιμήσεων του δολαρίου, μείωσης του ωραρίου εργασίας, αύξησης των μισθών. Ήταν με άλλα λόγια η εφαρμογή στις ΗΠΑ ενός σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος.
Οι αποτυχημένες ουτοπίες και η σοσιαλδημοκρατική εξαίρεση
Πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχαμε την αποτυχία του σοβιετικού υπαρκτού σοσιαλισμού και της ανόδου και συντριβής του φασισμού και του ναζισμού. Οι ολοκληρωτισμοί οφείλονταν σε πέντε αποτυχίες του ημιφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως τον ονομάζει ο ΝτεΛόνγκ.
- Αποτυχία των μακροοικονομικών μεγεθών (απασχόληση, ρυθμοί ανάπτυξης),
- αποτυχία της αναδιανομής,
- αποτυχία της ηθικής
- αποτυχία της αλληλεγγύης και
- αποτυχία των κυβερνήσεων, των κοινοβουλίων, των κομματικών και πολιτικών συστημάτων.
Όλα αυτά οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ποια όμως ήταν η κύρια αιτία που τον προκάλεσε; Μα πάλι ο εθνικισμός. Και ποιο το μέσον της; Μα το αίτημα για επαναχάραξη των συνόρων, στο οποίο δεν απαντούσε με ορθό τρόπο η πολιτική του κατευνασμού. Μετά ήρθε ο Ψυχρός Πόλεμος, ο οποίος κατά τον συγγραφέα δεν ήταν ούτε τόσο Ψυχρός όπως παρουσιάστηκε, ούτε τόσο επικίνδυνος. Αντιθέτως η πολιτική της «ανάσχεσης» απέτρεψε τα χειρότερα. Και όχι μόνο αυτό. Συνέβαλε και στην άνοδο των 30 ένδοξων χρόνων της σοσιαλδημοκρατίας. Σ’ αυτά τα χρόνια με τον πιο καθαρό τρόπο η αναδιανομή προηγούνταν της παραγωγής, η απασχόληση της ισοτιμίας, τα συνδικάτα αποτελούσαν πυλώνα της ανάπτυξης, το μεγάλο κράτος ήταν κοινή αντίληψη. Πάντως, προσωπικά, επαναλαμβάνω, με ξενίζει η θέση του συγγραφέα πως ο Χάγιεκ και ο Πολάνυι καλούνται να συμβιώσουν κάτω από την επιστασία του Κέινς και της σοσιαλδημοκρατίας. Νερό και λάδι δεν αναμειγνύονται, όσο και να το θέλει ο «παραγωγός» λαδιού. Η καθολική αναδιανομή της τότε σοσιαλδημοκρατίας δεν ταιριάζει με το «η αγορά δίνει και η αγορά παίρνει. Ευλογημένο ας είναι το όνομά της».
Και αυτό φάνηκε με την ολοκληρωτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, όταν οι πρώτες καθυστερήσεις της ανάπτυξης μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδήγησαν στο να επικρατήσουν στους μεσαίους οι αντιλήψεις του κοινωνικού αυτοματισμού περί «τζαμπατζήδων» του Κοινωνικού Κράτους. Μόνο που αυτοί οι μεσαίοι στη συνέχεια με πίκρα διαπίστωσαν πως η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι χρήσιμη μόνο για τους φτωχούς «τζαμπατζήδες» αλλά και για τους ιδίους. Πριν όμως το διαπιστώσουν, Δεξιά και σοσιαλδημοκρατία συμφωνούσαν πως η αγορά και όχι το κράτος πρέπει να καθοδηγούν την ανάπτυξη.
Ο Τζέι Μπράντφορντ ΝτεΛoνγκ [J. Bradford DeLong] είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ). Επί προεδρίας Κλίντον κατείχε σημαντική θέση στο Υπουργείο Οικονομικών. Ζει στο Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια. Αρθρογραφεί σε οικονομικού περιεχομένου ιστολόγια, ενώ πλέον δημοσιεύει τα κείμενά του στον ιστότοπο. |
Ο συγγραφέας μάλιστα φτάνει να μιλά –υπερβολή, θα έλεγα– για κεντροαριστερό νεοφιλελευθερισμό και κεντροαριστερούς νεοφιλελεύθερους. Θα του απαντούσα πως αν και δέχονταν πλέον οι σοσιαλδημοκράτες την προτεραιότητα της αγοράς όσον αφορά την ανάπτυξη, ούτε για μια στιγμή δεν απεμπόλησαν την υποχρέωση της αναδιανομής μετά απ’ αυτή την ανάπτυξη. Για τον Χάγιεκ όμως και τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνική δικαιοσύνη και η αναδιανομή διαστρέφουν την αγορά, άρα και πρέπει να εξοβελιστούν. Δεν μπορείς σύμφωνα με αυτόν και τους νεοφιλελεύθερους να φέρεσαι με ίσο τρόπο σε ανθρώπους που δεν είναι ίσοι. Μα δεν είχε πει το ίδιο και ο Μαρξ, θα μου αντιτείνετε; Δεν ήταν αυτός που στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα έλεγε πως ο καπιταλισμός δεν ήταν ένα άδικο αλλά ένα άνισο σύστημα; Και θα έχετε δίκιο, μόνο που γι’ αυτόν αυτό ήταν ταξική πρόκληση και όχι κάτι το ευκταίο.
Ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε κι αυτός στη συνέχεια. Η απόσταση μεταξύ υποσχέσεων και πραγματικότητας, η αποτυχία στην τιθάσευση του πληθωρισμού παρόλο που η ανεργία αυξήθηκε, η επενδυτική άπνοια παρά τα φορολογικά κίνητρα και τις φοροαπαλλαγές του μεγάλου πλούτου, ακόμη και η μη μείωση του κράτους ήταν το αποτέλεσμα των λανθασμένων οικονομικά αλλά πολύ πετυχημένων ταξικά πολιτικών του. Γιατί όμως ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί ακόμη;
Σύμφωνα με τον ΝτεΛόνγκ ο νεοφιλελευθερισμός δεν υποχωρεί λόγω του παραδείγματος που έφερε η ήττα του σοβιετικού μοντέλου οικονομίας. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Γιατί οι φτωχότεροι πίστεψαν πως όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά και αυτοί θα ωφελούνταν από την ασύδοτη αγορά που κάποια στιγμή θα έδινε κάτι και σ’ εκείνους.
Ο συγγραφέας θέτει το ίδιο ερώτημα που τη δεκαετία του 2010 έθεσε ο Κόλιν Κράουτς. Σύμφωνα με την ανάλυση του Κόλιν Κράουτς η συνέχιση της ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού οφείλεται στο ότι παρόλη την κατάρρευση των δυτικών οικονομιών, τα κράτη και η πολιτική/οι δεν επέτρεψαν να καταρρεύσουν τα κοινωνικά και ταξικά στηρίγματα των νεοφιλελεύθερων ιδεών, δηλαδή οι μεγάλες εταιρείες και κυρίως οι τράπεζες. Σύμφωνα με τον ΝτεΛόνγκ ο νεοφιλελευθερισμός δεν υποχωρεί λόγω του παραδείγματος που έφερε η ήττα του σοβιετικού μοντέλου οικονομίας. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Γιατί οι φτωχότεροι πίστεψαν πως όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά και αυτοί θα ωφελούνταν από την ασύδοτη αγορά που κάποια στιγμή θα έδινε κάτι και σ’ εκείνους. «Και οι περισσότεροι το έχαψαν» (σ. 484) αυτό το παραμύθι του trickle down economy.
Ό,τι όμως και να φταίει, ο συγγραφέας, με μια πολύ γλαφυρή και συναρπαστική γλώσσα που ξεφεύγει από τα κουτάκια του στεγνού λόγου της πολιτικής οικονομίας, αναζητεί τους δρόμους μιας αναπροσαρμοσμένης στην παγκοσμιοποίηση σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Την ανάγκη της εκ νέου ανακάλυψης στη σύγχρονη εποχή αυτής της σοσιαλδημοκρατίας δείχνουν οι αρχικές αποτυχίες στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας νέας μεγάλης ύφεσης και κρίσης του 2007-2008. Αποτυχίες που φάνηκαν ανάγλυφα και στην ελληνική κρίση. Βεβαίως, ο οικονομολόγος δεν αποφεύγει τον «αμερικανικό τρόπο σκέψης» που προτιμούσε την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Ευτυχώς που αυτό το σενάριο δεν έγινε πραγματικότητα.
Μήπως τελικά χρειαζόμαστε ένα New new deal; Και μόνο η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, κάνει απαραίτητη την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, το οποίο μας παρέδωσε η άψογη μετάφραση του έμπειρου Κωστή Πανσέληνου.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; - Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Επειδή όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήθελε η Ελλάδα να φύγει από την ευρωζώνη (πράγμα που θα αποτελούσε μεγάλο πολιτικό πισωγύρισμα για την Ευρώπη), το λογικό θα ήταν να προσφερθεί στην Ελλάδα αρκετή βοήθεια, διαγραφή χρέους και συνδρομή στην αποπληρωμή του, προκειμένου να αντισταθμιστεί κάθε πλεονέκτημα που πιθανώς θα απολάμβανε εάν της είχε επιτραπεί να φύγει από το ευρώ. Αντ’ αυτού, οι πιστωτές της Ελλάδας αποφάσισαν να πλαταγίσουν το μαστίγιο. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα σε χειρότερη θέση από ό,τι αν είχε εγκαταλείψει το ευρώ το 2010». (σ. 547).