Για το βιβλίο του Πολυμέρη Βόγλη «Δυναμική Αντίσταση – Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέκος Παναγούλης, στη δίκη του. Η αποτυχημένη βομβιστική απόπειρα κατά του δικτάτορα Γιώργου Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο του 1968, ήταν η πρώτη δυναμική ενέργεια κατά της Χούντας.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Όταν έκανα έρευνα για το μυθιστόρημά μου «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», είχα εκπλαγεί από το πόσες αντιδικτατορικές οργανώσεις, κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας και κυρίως τα πρώτα χρόνια, είχαν επιλέξει ό,τι ονομάζουμε σήμερα πολιτική βία ή και τρομοκρατία. Κάποιες λοιπόν από τις ερωτήσεις που έθετε το μυθιστόρημα μου ήταν «γιατί εκείνες οι οργανώσεις δεν χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές, όπως αυτές της Μεταπολίτευσης ή τι σημαίνει πολιτική βία, αν υπάρχουν διακρίσεις κ.λπ;». Αυτές και άλλες παρόμοιες ερωτήσεις που βασανίζουν τους ήρωές μου στο μυθιστόρημα είναι και δικές μου ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούσα ακριβώς να απαντήσω έως ότου διάβασα πρόσφατα τη μελέτη του γνωστού καθηγητή κοινωνικής ιστορίας Πολυμέρη Βόγλη «Δυναμική Αντίσταση-Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974».
Έως σήμερα, τόσο στη δημόσια σφαίρα, όσο και στην παραδομένη πια μνήμη μας, ο αντιδικτατορικός αγώνας είναι ντυμένος με την αίγλη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και όσων προηγήθηκαν εκείνη την εντυπωσιακά ανυπάκουη χρονιά. Η παλλαϊκή συμμετοχή εκείνου του τριήμερου έφτασε να νομιμοποιήσει το σχεδόν αναντίρρητο πλέον αφήγημα ότι ο ελληνικός λαός με την φοιτητική του νεολαία επικεφαλής ξεσηκώθηκε και έριξε τη χούντα. Τα τελευταία όμως χρόνια, με συμπληρωμένη την πεντηκονταετία από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ιστορικοί των νεότερων γενιών, που, είτε ήταν παιδιά τότε, είτε είχαν γεννηθεί μετά το 1974, άρχισαν να σκύβουν με περισσή επιστημονική επιμέλεια πάνω στις γραμμές αυτού του αφηγήματος και να προσπαθούν να διαβάσουν κάποιες σημαντικές «λεπτομέρειες» τις οποίες απέκρυπτε το ιριδίζον φως του. Βασικός βοηθός σε αυτές τις πρώτες εμβαθύνσεις στάθηκαν, και εξακολουθούν, οι προσωπικές μαρτυρίες όσων, ως νέοι και νέες, έζησαν εκείνη την σκοτεινή εποχή και βίωσαν από πρώτο χέρι όσα συνέβησαν. Βεβαίως, είχαν προηγηθεί, από την δεκαετία του 1980 και 1990 ήδη, αυτοβιογραφικά βιβλία πρωτεργατών του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, (π.χ Δαφέρμος, Βερνίκος, Κούλογλου κ.λ.π) περιορισμένα όμως στην διετία 1972-1973 και συνήθως με έντονη την υποκειμενική, προσωπική ματιά.
Γιατί όμως παρασιωπήθηκαν και σχεδόν περιέπεσαν σε λήθη εκείνα τα πρώτα και πιο σκληρά χρόνια της επταετούς δικτατορίας με μοναδική ίσως εξαίρεση την απόπειρα δολοφονίας του πρωτεργάτη των Απριλιανών, Γεώργιου Παπαδόπουλου, από τον Αλέκο Παναγούλη;
Οι μελέτες των ιστορικών ήρθαν να φωτίσουν με διαφορετικό και σαφώς πιο ψύχραιμο τρόπο τον αντιδικτατορικό αγώνα. Αναφέρω παραδειγματικά «Τα παιδιά της δικτατορίας» του Κώστα Κορνέτη και του Ιάσονα Χανδρινού [εισαγωγή-σχόλια] «Όλη νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Ωστόσο, η πιο τολμηρή κρίνω ότι είναι αυτή του Πολυμέρη Βόγλη, διότι σπάει ένα πέπλο σιωπής σχετικά με τον αντιδικτατορικό αγώνα των πρώτων χρόνων της δικτατορίας 1967-1971 διευρύνοντας έτσι το κυρίαρχο αφήγημά του. Γιατί όμως παρασιωπήθηκαν και σχεδόν περιέπεσαν σε λήθη εκείνα τα πρώτα και πιο σκληρά χρόνια της επταετούς δικτατορίας με μοναδική ίσως εξαίρεση την απόπειρα δολοφονίας του πρωτεργάτη των Απριλιανών, Γεώργιου Παπαδόπουλου, από τον Αλέκο Παναγούλη;
Η κυρίαρχη απάντηση που θεωρώ ότι δίνει ο Πολυμέρης Βόγλης στο βιβλίο του, γύρω από την οποία περιπλέκονται και μια σειρά άλλες που την επεξηγούν, είναι ότι ο αντιδικτατορικός αγώνας των χρόνων 1967-1971 χαρακτηριζόταν, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των συμμετεχόντων σε αυτόν, ως «Δυναμική Αντίσταση». Τί σήμαινε όμως, πώς και από ποιους εκφραζόταν αυτή η «Δυναμική Αντίσταση»; Σύμφωνα και με τον Π. Βόγλη, υπήρχαν πολλές αντιδικτατορικές οργανώσεις που είχαν επιλέξει την, αποκαλούμενη από τις ίδιες, «δυναμική αντίσταση» με έναν μεγάλο αριθμό ενεργειών κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Ωστόσο, όπως επίσης επισημαίνει ο γνωστός ιστορικός, η επιλογή της δυναμικής αντίστασης προκάλεσε έντονο ΄προβληματισμό και συζητήσεις στον αντιδικτατορικό χώρο σχετικά με τις μορφές που αυτή θα εκδηλωνόταν", πολύ περισσότερο, προσθέτω, όταν μετά την μεταπολίτευση, είχε έρθει η στιγμή να συμπεριληφθούν αυτές οι μορφές στο συνολικό αφήγημα του αντιδικτατορικού αγώνα. Ο βασικός λόγος; Ότι αυτές οι μορφές αντίστασης που είχαν επιλέξει οι αντιδικτατορικές οργανώσεις της περιόδου 1967-1971 ήταν σαφώς προσανατολισμένες σε αυτό που θεωρείται «πολιτική βία» και που έπειτα από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, υπερκαλύφθηκε από την έννοια της «τρομοκρατίας» έτσι ώστε να δημιουργείται μία σύγχυση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα, με δυσδιάκριτα, κάποιες φορές, τα όρια τους.
Η κριτική για την έννοια της τρομοκρατίας
Ο Πολυμέρης Βόγλης, επιχειρώντας μια κριτική απέναντι σε αυτήν την τάση από την πλευρά μερίδας του διεθνούς ακαδημαικού χώρου, επισημαίνει ότι ταυτόχρονα υπήρξε και έντονη κριτική από μεγάλο μέρος κοινωνικών και πολιτικών επιστημόνων η οποία αφορούσε την έννοια της τρομοκρατίας. Μια κριτική που εμπεριείχε ερωτήματα σχετικά με την σημασία και τις χρήσεις του όρου τρομοκρατία, την εννοιολογική του ασάφεια ή την αξιολογική και ηθική κρίση του που ωστόσο εξαιρεί την κρατική βία. Ο Βόγλης υποστηρίζει ότι συχνά η χρήση του όρου τρομοκρατία είναι ανιστορική, με την έννοια ότι περιγράφει μορφές δράσης αναδρομικά παραβλέποντας τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτές εμφανίστηκαν. Μη υιοθετώντας αυτήν την ανιστορική, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, ανάγνωση, ενστερνίζεται τον όρο «πολιτική βία» για να περιγράψει κάποιες συγκεκριμένες μορφές δράσης αντιδικτατορικών οργανώσεων, θέτοντας ταυτόχρονα και το πλαίσιο της μελέτης του.
Ωστόσο και εδώ ο Βόγλης δεν δέχεται άκριτα και αδιευκρίνιστα τον όρο «πολιτική βία», ο οποίος μπορεί να συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μορφών,, αλλά χαρακτηρίζει την πολιτική βία που ασκήθηκε κατά την διάρκεια της επταετίας από αντιδικτατορικές οργανώσεις, ως «χαμηλής έντασης», και εξηγεί ότι η μορφή δράσης ήταν συγκεκριμένη (τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος) λόγω του ότι εξαρχής αυτές οι οργανώσεις ήταν παράνομες. Άλλωστε, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες συμμετεχόντων σε κάποιες από αυτές τις οργανώσεις, η επιλογή των συγκεκριμένων μορφών αντίστασης στο δικτατορικό καθεστώς ήταν κατά βάση συμβολική και σε κάθε περίπτωση υπήρχε μεγάλη μνεία ώστε να μην υπάρξουν θύματα. Μάλιστα σε μία των περιπτώσεων το θύμα προήλθε από την ίδια την οργάνωση, όταν ο εκρηκτικός μηχανισμός εξερράγη στα χέρια του, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Ο λόγος για τον καθηγητή Σάκη Καράγιωργα, μέλους της «Δημοκρατικής Άμυνας». Συνολικά εξερράγησαν ή ανακαλύφθηκαν πριν εκραγούν 174 εκρηκτικοί μηχανισμοί (ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί τον πολυσυζητημένο όρο «βόμβες») μόνον στην Αθήνα, ενώ δεν υπάρχει πλήρης και ακριβής καταγραφή όλων των δυναμικών ενεργειών σε ολόκληρη την χώρα, άρα -συμπεραίνει ο Βόγλης- ο αριθμός πρέπει να είναι πολύ υψηλότερος.
Καταρρίπτεται δηλαδή τυχόν μύθος ότι οι οργανώσεις που είχαν επιλέξει την δυναμική αντίσταση προέρχονταν, βασικά, από τους κόλπους της Αριστεράς.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που επισημαίνει ο συγγραφέας είναι η ιδεολογική ετερογένεια αυτών των οργανώσεων, δηλαδή καλύπτουν ένα μεγάλο ιδεολογικό φάσμα εκκινώντας από την Αριστερά (ΛΕΑ, 20η Οκτώβρη, «Άρης» «Λαική Πάλη», Κ29) προχωρώντας στο Κέντρο (Δημοκρατική Άμυνα, ΕΔΚ, ΠΑΚ) και φτάνοντας έως τις παρυφές της Δεξιάς (ΕΑΝ, ΑΑΑ, «Ελεύθεροι Έλληνες»). Καταρρίπτεται δηλαδή τυχόν μύθος ότι οι οργανώσεις που είχαν επιλέξει την δυναμική αντίσταση προέρχονταν, βασικά, από τους κόλπους της Αριστεράς. Ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον στοιχείο που κομίζουν οι μαρτυρίες των συμμετεχόντων σε αυτές τις οργανώσεις είναι ότι είχαν συναίσθηση πως αποτελούσαν μειοψηφία στην ελληνική κοινωνία, η οποία, τα πρώτα και πλέον σκληρά χρόνια της δικτατορίας, παρέμενε αδιάφορη και απρόθυμη να υποστηρίξει τις όποιες αντιδικτατορικές δυναμικές ενέργειες. Έτσι, έως το 1972 που ξεκινάει το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και σταδιακά συμπαρασύρει ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, τα μέλη των δυναμικών αντιδικτατορικών οργανώσεων ένοιωθαν απομονωμένα. Σε αυτό το σημείο εισέρχεται και το ζήτημα της υποκειμενικότητας με την έννοια ότι η επιλογή να συμμετέχεις σε μία παράνομη, περίκλειστη εκ των πραγμάτων, οργάνωση που δρα μόνη και αποκομμένη από το κοινωνικό σύνολο, επαφίεται καθαρά στον υποκειμενικό παράγοντα. Δηλαδή, το άτομο επιλέγει μόνο του σχετικά το πώς θα δράσει, αντίθετα ενταγμένο μέσα σε ένα μαζικό κίνημα, όπως λίγο αργότερα, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, το εγώ μετατρέπεται στο εμείς, το ατομικό εντάσσεται στο συλλογικό, η υποκειμενικότητα «υπακούει» στην αντικειμενικότητα, αίρεται η αίσθηση της απομόνωσης και του αποκλεισμού από την κοινωνία.
Το πώς αντέδρασε βέβαια η δικτατορία όταν τα μέλη αυτών των οργανώσεων συλλαμβάνονταν είναι ακριβώς ότι χαρακτηρίζονται στην εποχή μας «ιδιαίτερα σκληρές εικόνες». Για τα απάνθρωπα βασανιστήρια έχουμε ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αρκετές προσωπικές καταθέσεις, με προεξάρχουσα τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, και βέβαια περιλαμβάνονται και στο βιβλίο του Πολυμέρη Βόγλη. Επίσης, ο συγγραφέας αναφέρεται και στην σκληρότητα των ποινών τις οποίες επέβαλλαν οι στρατοδίκες -τα στρατοδικεία και όχι τα αστικά δικαστήρια «εκδίκαζαν» αυτές τις υποθέσεις- που έφταναν έως την επιβολή της θανατικής ποινής, όπως στις περιπτώσεις των πανεπιστημιακών Σάκη Καράγιωργα και Γ.Α. Μαγκάκη, μελών της «Δημοκρατικής Άμυνας». Η ποινή των τελευταίων μετατράπηκε σε ισόβια έπειτα από την πανευρωπαική κατακραυγή και το μεγάλο κίνημα συμπαράστασης που εκδηλώθηκε στο εξωτερικό υπέρ αυτών. Στο σημείο αυτό, ο Βόγλης ανοίγει την όχι και τόσο γνωστή αλλά εξαιρετικά σημαντική, θα πρόσθετα, σελίδα του αντιδικτατορικού αγώνα, των πρώτων χρόνων της επτάχρονης δικτατορίας: Εκείνης των πέρα των ελληνικών συνόρων.
Η ελληνική αντίσταση στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο είχε, κυρίως, ως πυρήνα της τις κοινότητες των Ελλήνων φοιτητών που σπούδαζαν σε ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά πανεπιστήμια, αλλά και τις κοινότητες των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία και στο Βέλγιο.
Ενδιαφέρον είναι -αν και απογοητευτικό αναφορικά με τις πεποιθήσεις και προσδοκίες της Αριστεράς- το γεγονός ότι, ενώ οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης κινητοποιήθηκαν αμέσως, εναντιώθηκαν στην δικτατορία των συνταγματαρχών, και έδειξαν την αλληλεγγύη τους προς τους Έλληνες που αντιστέκονταν, αυτές του σοσιαλιστικού μπλοκ, με προεξάρχουσα την τότε ΕΣΣΔ, όχι μόνον δεν διέκοψαν τις σχέσεις τους με το δικτατορικό καθεστώς αλλά και τις... βελτίωσαν! Η ελληνική αντίσταση στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο είχε, κυρίως, ως πυρήνα της τις κοινότητες των Ελλήνων φοιτητών που σπούδαζαν σε ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά πανεπιστήμια, αλλά και τις κοινότητες των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Δημιουργήθηκε έτσι μια μεγάλη βεντάλια αντιδικτατορικής αντίστασης με επίκεντρο, από όσο μας πληροφορεί ο Π. Βόγλης, την Δυτική Γερμανία όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος Ελλήνων, μεταναστών και φοιτητών, στη διάρκεια της δικτατορίας και υπήρξε μεγάλη υποστήριξη του ελληνικού αντιδικτατορικού αγώνα από τα γερμανικά κόμματα, τις νεολαίες, τα συνδικάτα, μέσα από διάφορες μορφές, όπως με την έκδοση πολλών -εξήντα τον αριθμό!- αντιδικτατορικών εντύπων.
Και μετά; «Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή»;
Με τον στίχο αυτό του στιχουργού-ποιητή Άλκη Αλκαίου για το τραγούδι «Ρόζα», σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, ο Πολυμέρης Βόγλης σχολιάζει τον Επίλογο του βιβλίου του, καθόλου τυχαία. Ο ίδιος ο Αλκαίος, φοιτητής Νομικής στη διάρκεια της δικτατορίας, συλλαμβάνεται το καλοκαίρι του 1972 για την αντιδικτατορική του δράση, κρατείται πέντε μήνες, βασανίζεται άγρια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας έως τον πρόωρο θάνατό του, το 2012. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Τι απέγιναν όσοι υιοθέτησαν μορφές δυναμικής αντίστασης στη χούντα, μετά την κατάρρευση της; Και το σπουδαιότερο τι είδους κατάρρευση ήταν αυτή, πώς προήλθε και τι συνέβαινε ακριβώς τα δύο πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια;
Ο Βόγλης απαντάει με τόλμη σε αυτά τα ερωτήματα, ανοίγοντας έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο για εκείνη την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο αφενός, αλλά και για την ταυτόχρονη εμφάνιση της ένοπλης βίας, ή έστω γενικώς της πολιτικής βίας. Το πολύ σημαντικό επιπλέον είναι ότι οι περισσότερες απαντήσεις βασίζονται σε μαρτυρίες -παραδοχές συμμετεχόντων σε κάποιες από τις αντιδικτατορικές οργανώσεις, οι οποίες ήδη αναφέρθηκαν. Ο Βόγλης δεν αμφισβητεί μεν ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ροκάνισε τα θεμέλια της δικτατορίας, επισημαίνει όμως -όπως και άλλοι ιστορικοί και πολιτικοί αναλυτές- ότι το τελειωτικό και θανατηφόρο χτύπημα το έδωσε στην χούντα, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και οι τεράστιες ευθύνες της για αυτήν (σ.σ αλήθεια πότε θα ανοίξει αυτός ο περίφημος Φάκελος της Κύπρου;).
Οι ελαφρές ποινές με τις οποίες (δεν) τιμωρήθηκαν διαβόητοι αστυνομικοί-βασανιστές προκάλεσαν έντονο αίσθημα αδικίας.
Ωστόσο η κατάρρευση της χούντας και το σχετικά «βελούδινο» πέρασμα στον Κοινοβουλευτισμό και στη δημοκρατία που επισφραγίζεται και με το δημοψήφισμα για την κατάργηση της βασιλείας, και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δεν δημιούργησαν αμέσως και αυθωρεί συναισθήματα πολιτικής ασφάλειας, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις χουντικές δομές εξακολουθούσαν να υπάρχουν, παρά την προσπάθεια αποχουντοποίησης. Οι, κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητες φήμες, για νέα εκτροπή στις αρχές του 1975, συνέτειναν ακόμη περισσότερο στη δημιουργία πολιτικής ανασφάλειας. Οι ελαφρές ποινές με τις οποίες (δεν) τιμωρήθηκαν διαβόητοι αστυνομικοί-βασανιστές προκάλεσαν έντονο αίσθημα αδικίας. Αλλιώς όμως είχαν ονειρευτεί και προσδοκούσαν αυτές τις στιγμές κάποιοι από τους συμμετέχοντες στις δυναμικές αντιδικτατορικές οργανώσεις, συν το γεγονός ότι η αντιδικτατορική τους δράση προσέδιδε σ’ αυτούς ένα σπουδαίο και υψηλής τάσης νόημα ζωής.
Σε κάποιους λοιπόν γρήγορα ήρθε η απογοήτευση, η πολιτική παραίτηση, σε ορισμένες περιπτώσεις η εκ των υστέρων αμφισβήτηση του τότε αγώνα τους ή και ο εκούσιος ενταφιασμός του, σε κάποιους άλλους, τους λιγότερους, το εντελώς αντίθετο. Από αυτούς θα προέλθουν ο Επαναστατικός Λαικός Αγώνας (ΕΛΑ) και η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. Και τελικά; Αντιγράφω τον Πολυμέρη Βόγλη: «Η ένοπλη πολιτική βία μετά το 1974, και ιδιαίτερα οι πολιτικές δολοφονίες, δεν επισκίασε μόνο την πολιτική ζωή της Ελλάδας αλλά επηρέασε και τον τρόπο μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι που είχαν συμμετάσχει στην δυναμική αντίσταση στο πέρασμα των χρόνων άρχισαν να αντιμετωπίζουν το παρελθόν τους. Εάν η αντίσταση κατά της δικτατορίας μετατράπηκε σε ιδρυτικό μύθο της Μεταπολίτευσης, η δυναμική αντίσταση σταδιακά έγινε ένα παρελθόν που ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της προτιμούσαν να ξεχαστεί».
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).