Για την μελέτη «Ξενοκρατία: Οικονομία, κονωνία και κράτος στα Επτάνησα (1815-1964)» (επιμέλεια: Κατερίνα Πάπαρη, Γιάννης Βογιατζής) του Σάκη Γκέκα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Στην κεντρική εικόνα λεπτομέρεια από τον πίνακα του Χαράλαμπου Παχή «Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα», (1875-1880), Εθνική Πινακοθήκη, Παράρτημα Κέρκυρας, που απεικονίζει μια σκηνή αμέσως μετά το τέλος της ξενοκρατίας στα Επτάνησα.
Του Μιχάλη Σωτηρόπουλου
Η ιστορία των Επτανήσων κατά τον «σύντομο 19ο αιώνα» (από τον ερχομό των Γάλλων μέχρι την ένωση των νησιών με την Ελλάδα το 1864) έχει προσφάτως τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών ιστορικών. Ο λόγος; Ως σταυροδρόμι αυτοκρατοριών, θρησκειών, ανθρώπων, και ιδεών, τα Επτάνησα αποτελούν προνομιακό πεδίο για την επανεξέταση ενός παλαιού ερωτήματος: του πώς πήγαμε από τις αυτοκρατορίες στα έθνη-κράτη ή, με άλλα λόγια, του πώς περάσαμε στη νεωτερικότητα σε αυτήν την πλευρά του κόσμου. Σε αντίθεση με μια παλαιότερη ιστοριογραφία που έβλεπε αυτή τη μετάβαση με βάση το εθνικό κράτος (σε ένα σχήμα τελεολογικό, που συνήθως ξεκινούσε με τη Γαλλική Επανάσταση), πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αυτοκρατορίες όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά έπαιξαν και πολύ ενεργό ρόλο (αν όχι τον γενεσιουργό) στη διαμόρφωση της νεωτερικότητας. Το βιβλίο του Σάκη Γκέκα Ξενοκρατία: Οικονομία, κοινωνία και κράτος στα Επτάνησα (1815-1964) αποτελεί μια σημαντική συμβολή σε αυτή την ιστοριογραφική στροφή.
Ιόνιο Κράτος: Το πρώτο ελληνικό κράτος;
Ο συγγραφέας του βιβλίου, αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο (έδρα που συγχρηματοδοτείται από το πολύ δραστήριο Hellenic Heritage Foundation), μας έχει δώσει σειρά εξαιρετικών εργασιών γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο, τις αυτοκρατορίες, και φυσικά τα Επτάνησα υπό βρετανική κυριαρχία. Η μελέτη αποτελεί το επιστέγασμα χρόνων έρευνας σε αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «αποικιακό αρχείο» – μια έννοια με την οποία εννοεί το σύνολο των πηγών που αφορούν το Ιόνιο Κράτος στην Ελλάδα, στη Βρετανία και αλλού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και έχει προηγηθεί η αγγλική έκδοση του βιβλίου, η εξαιρετικά φροντισμένη και καλαίσθητη ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις ΕΑΠ είναι εμπλουτισμένη με νέο υλικό (συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών).
(...) ο συγγραφέας αμφισβητεί μια πάγια θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας που ταυτίζει το εθνικό κράτος με τη νεωτερικότητα και τις αυτοκρατορίες με την παράδοση.
Το βιβλίο είναι σημαντικό για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αποκεντρώνει τη μελέτη της βρετανικής αποικιοκρατίας, βάζοντας στο επίκεντρο την υβριδική περίπτωση των «Ηνωμένων Κρατών της Ιονίων Νήσων». Συνομιλώντας, μάλιστα, με άλλες μελέτες για την αυτοκρατορία —ο αναγνώστης θα μάθει πολλά για την Κεϋλάνη, τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ κ.α.— ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την φουκωικής έμπνευσης έννοια της «αποικιακής κυβερνοοτροπίας». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το βιβλίο αποκεντρώνει την μελέτη της ελληνικής κρατικής συγκρότησης. Υποστηρίζοντας ότι το Ιόνιο Κράτος ήταν το πρώτο ελληνικό κράτος και ότι οι πρώτοι νεωτερικοί κρατικοί θεσμοί στον ελληνικό κόσμο διαμορφώθηκαν στο προτεκτοράτο, ο συγγραφέας αμφισβητεί μια πάγια θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας που ταυτίζει το εθνικό κράτος με τη νεωτερικότητα και τις αυτοκρατορίες με την παράδοση. Εξίσου σημαντικό –ο τρίτος λόγος— είναι ότι ο συγγραφέας δεν αρκείται σε μια ξερή ιστορία των θεσμών. Ψάχνει τους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες πίσω από τους θεσμούς –τις στοχεύσεις τους, τις εμπειρίες τους, τις συγκρούσεις τους— συμπλέκοντας κράτος και «κοινωνία πολιτών». Στις σελίδες του βρίσκουμε Άγγλους διοικητές, Κεφαλλονίτες αγρότες, Ζακυνθινούς αρτοποιούς, Κερκυραίους ψαράδες και αριστοκράτες, Εβραίους μικρέμπορους και σταδιακά πολλούς νέους αστούς κ.ο.κ. Στο ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα, οι Επτανήσιοι δεν είναι παθητικοί δέκτες των αποικιακών πολιτικών, αλλά ενεργά υποκείμενα, που συνδιαμόρφωσαν (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο), μαζί με το υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο και τις τοπικές βρετανικές αρχές, τους θεσμούς του κράτους.
Ο Σάκης Γκέκας σπούδασε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο του Έσσεξ (Μ.Α., Ph.D.) και δίδαξε στο London School of Economics, στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο του Μάνστεστερ. Το 2009 ανέλαβε την Έδρα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Hellenic Heritage Foundation στο Πανεπιστήμιο York, στο Tορόντο, όπου διδάσκει Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία. Έχει δημοσιεύσει το βιβλίο "Xenocracy. State, Class, and Colonialism in the Iοnin Islands, 1815-1864" (Berghahn 2017), και άρθρα για την ιστορία των Επτανήσων, για την αποικιοκρατία στη Μεσόγειο και την οικονομική ιστορία του ελληνικού κράτους. Διευθύνει το Αρχείο Ελληνο-Καναδικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του York. |
Το βιβλίο θέτει όλα αυτά τα ζητήματα στην εισαγωγή. Τα επόμενα κεφάλαια τούς δίνουν σάρκα και οστά. Μετά από μια ανάλυση των ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα στα Ιόνια Νησιά μετά τη πτώση της Βενετίας (κεφ. 1), ο συγγραφέας συζητά τη μετάβαση στο υβριδικό καθεστώς του προτεκτοράτου (κεφ. 2-3). Εδώ δείχνει ότι η μελέτη συγκρότησης ενός κράτους πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα (πχ. τις διαφορές μεταξύ των νησιών, τις συνθήκες στην αγροτική ύπαιθρο) αλλά και την συγκυρία — πχ. την πανώλη που ξέσπασε στα νησιά ή τον επαναστατικό αναβρασμό της δεκαετίας του 1820.
Σταδιακά, οι βρετανικές αρχές συνειδητοποίησαν ότι για να διοικήσουν μια χώρα 200.000 περίπου κατοίκων έπρεπε να αποκτήσουν μια γνώση που δεν είχαν. Σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του βιβλίου (κεφ. 3) ο συγγραφέας δείχνει ότι, όπως και σε άλλες αποικίες, η στατιστική (τα διάσημα Blue Books) αποτέλεσε για τους Βρετανούς βασικό εργαλείο για την παραγωγή γνώσης για τα νησιά και για τα αναπτυξιακά προγράμματα που σταδιακά εφάρμοσαν. Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αναλύουν τη σχέση μεταξύ αυτής της γνώσης και της διαμόρφωσης της αποικιακής οικονομίας, των δημόσιων οικονομικών, των έργων υποδομής που άλλαξαν το αστικό τοπίο (κεφ. 4-6), αλλά και των πρώτων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (κεφ. 7-8). Αυτές τις τελευταίες ο συγγραφέας τις συνδέει με έναν πατερναλιστικό λόγο περί «προόδου», μέσω του οποίου οι αρχές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα, όπως η φτώχεια και η εγκληματικότητα (εισάγοντας μεταξύ άλλων και τους πρώτους θεσμούς εγκλεισμού).
Αν και (ο Γκέκας) θεωρεί ότι εδώ γεννήθηκαν και οι προοπτικές ρήξης με τις βρετανικές αρχές, υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα ήταν τελικά μια απόφαση που πήραν οι Βρετανοί με τους δικούς τους όρους.
Σε αυτά τα κεφάλαια, όπως και στο επόμενο (κεφ. 9), ο συγγραφέας δείχνει ότι η συγκρότηση της επτανησιακής αστικής τάξης και του επτανησιακού φιλελευθερισμού ήταν αποτέλεσμα της δράσης και της συμμετοχής των αστών στους αναδυόμενους θεσμούς του προτεκτοράτου — κρατικούς, εθελοντικούς και άλλους. Αν και θεωρεί ότι εδώ γεννήθηκαν και οι προοπτικές ρήξης με τις βρετανικές αρχές, υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα ήταν τελικά μια απόφαση που πήραν οι Βρετανοί με τους δικούς τους όρους. Αυτό φαίνεται να αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του γιατί πήραν τελικά την απόφαση αυτή, σε μια στιγμή μάλιστα (μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την πλήρη ενσωμάτωση της Ινδίας στην αυτοκρατορία) που η ηγεμονία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας γινόταν πραγματικά παγκόσμια — ερώτημα ίσως για ένα επόμενο βιβλίο; Όπως και να έχει, το παρόν βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όποιον/α ενδιαφέρεται για τη ιστορία των Επτανήσων και γενικότερα του ελληνικού κόσμου κατά την εποχή των Επαναστάσεων, για τις αυτοκρατορίες και φυσικά από όποιον/α δεν ικανοποιείται από τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ είνα μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ (ΙΦΕ) και στη Βρετανική Σχολή των Αθηνών ("1821 Fellow in Modern Greek Studies').