Για το βιβλίο της Δέσποινας Παπαστάθη «Κική Δημουλά: «Αχθοφόρος μελαγχολίας» – Ποίηση και ποιητική του πένθους» (εκδ. Gutenberg).
Της Διώνης Δημητριάδου
Ένας πολύτιμος οδηγός στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Αυτό θα μπορούσε να είναι το πόνημα της Δέσποινας Παπαστάθη, αν δεν ήταν η διδακτορική της διατριβή (εγκρίθηκε το 2014 στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), η οποία παρουσιάζεται εδώ με την απαραίτητη φυσικά επεξεργασία, προκειμένου να αναγνωσθεί από το πλατύ κοινό και όχι μόνον από την επιστημονική κοινότητα.
Η Παπαστάθη κερδίζει τη θέα στην ποίηση της Δημουλά κάτω από το πρίσμα του πένθους, το οποίο ως αίσθηση κυριαρχεί σε όλο της τον ποιητικό λόγο.
Η Παπαστάθη κερδίζει τη θέα στην ποίηση της Δημουλά κάτω από το πρίσμα του πένθους, το οποίο ως αίσθηση κυριαρχεί σε όλο της τον ποιητικό λόγο. Το πένθος ερευνάται και ως πολλαπλή παρουσία (κυριολεκτική ή μεταφορική) στα ποιήματά της αλλά και ως αποκλειστική σχεδόν αφορμή της έμπνευσής της, ως γενικότερη ποιητική θεώρηση – γι’ αυτό και ο υπότιτλος του βιβλίου «Ποίηση και Ποιητική του πένθους». Η ποιήτρια αφήνει τον κοινωνό της ποίησής της να συλλάβει το εδώ και το εκεί. Η ίδια μεταφέρει τα μηνύματα από τον έναν κόσμο στον άλλο. Επαναφέρει τα νεκρά σώματα στη ζωή και στέκεται μετέωρη ανάμεσα στο θέλω και το φοβάμαι. Αντιλαμβάνεται ότι η απόπειρα αυτή είναι απλώς μια επίσκεψη. Έχοντας απόλυτη συνείδηση της διάρκειας της επίσκεψης, μας προσφέρει μια γέφυρα, έναν παράνομο περίπατο στον χώρο της ακινησίας. Μοναχικός ο περίπατος με γνώση της μοναξιάς του. Διαβάζουμε στον Πρόλογο: «Η ποίηση της Κικής Δημουλά, από την πρώιμη έως την ώριμη ποιητική παραγωγή της, κυριαρχείται από τον θάνατο, το κενό, την αίσθηση πως "ο χρόνος εξαντλείται", πως η "αυλαία δε θα αργήσει να πέσει", καθώς η ποιήτρια υπερβαίνει τα όρια της ιστορικής αλήθειας και πενθεί την απώλεια ως την αναπότρεπτη κατάληξη της ανθρώπινης φύσης».
every poem is an epitaph
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: 1. Στο πρώτο ερευνάται η Ποιητική του πένθους στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Εδώ ορίζεται και εξετάζεται η έννοια του πένθους από την οπτική της ποιήτριας, το εφήμερο του σώματος, τα συνακόλουθα του πένθους συναισθήματα, οι «χώροι» του πένθους (το έρημο σπίτι, το νεκροταφείο, οι κοινοί τόποι, η φύση) και η διαβρωτική δύναμη του χρόνου. 2. Στο δεύτερο ο μύθος και η λειτουργία του (η σχέση με τα θρησκευτικά στερεότυπα, η σχέση με τον αρχαιοελληνικό μύθο), καθώς και η απομύθευση του μύθου. 3. Στο τρίτο η Ποίηση και η Τέχνη – ο διάλογος μεταξύ τους, επιρροές, εμπνεύσεις.
Σημαντική θέση στο πόνημα καταλαμβάνει η εκτενής Εισαγωγή, την οποία «προλογίζει» ως προμετωπίδα ο στίχος του T.S. Eliot every poem is an epitaph (εύσχημος τρόπος για να ανοίξει ο χώρος του πένθους που έτσι κι αλλιώς ταιριάζει στην ποίηση γενικότερα, ωστόσο αποτελεί ακριβώς το πλαίσιο της εξεταζόμενης ποίησης). Εδώ δίνεται η έννοια του πένθους ως παρηγοριά/παραμυθία στην παραδοσιακή ποίηση αλλά και η διαφοροποίηση του ως «απαρηγορία» στις μοντέρνες ποιητικές εκδοχές, ώστε να φανεί η διάκριση της Ελεγείας από την «Αντιελεγεία», κατάλληλη επισήμανση προκειμένου στα κεφάλαια που ακολουθούν να καταδειχθεί η ιδιαιτερότητα της ποίησης της εξεταζόμενης ποιήτριας.
Ανατέμνοντας την ποίηση της Κικής Δημουλά η Παπαστάθη μεταφέρεται στον χώρο της υπαρξιακής ποίησης, αφού η αναζήτηση της ποιήτριας εστιάζεται στον εσωτερικό της κόσμο με διαρκείς καταδύσεις στα βάθη του εαυτού της. Οι αφορμές της σχεδόν αποκλειστικά γήινες, καθημερινές, πεζές – όσο πεζή μπορεί ποτέ να είναι μια ποιητική αφορμή.
Ανατέμνοντας την ποίηση της Κικής Δημουλά, η Παπαστάθη μεταφέρεται στον χώρο της υπαρξιακής ποίησης, αφού η αναζήτηση της ποιήτριας εστιάζεται στον εσωτερικό της κόσμο με διαρκείς καταδύσεις στα βάθη του εαυτού της. Οι αφορμές της σχεδόν αποκλειστικά γήινες, καθημερινές, πεζές – όσο πεζή μπορεί ποτέ να είναι μια ποιητική αφορμή. Η ποιήτρια ανακαλύπτει εκεί στο βάθος του πνιγμού –για να δανειστούμε ένα στίχο του Γιάννη Ρίτσου– την πραγματική ζωή, και νιώθει έτοιμη να μας τη δώσει σε ποιητική φόρμα. Αποφεύγει τον λυρισμό και δίνει τις λέξεις γυμνές από περιττά στολίδια, γεμάτες όμως από πλούσια νοήματα. Οι λέξεις της ερμηνεύονται σε πολλά επίπεδα, ανάλογα με τα είδωλα που δίνει ο καθρέπτης μέσα από τον οποίο κοιτάζουμε. Αφαιρετική η σύλληψη, δημιουργεί, όμως, ένα είδος κώδικα, τον οποίο καλείται να σπάσει ο κοινωνός της ποίησής της προκειμένου να διεισδύσει μαζί της στην κοινή εμπειρία. Αλλεπάλληλα παιχνίδια με τον στίχο μέσω μιας γλώσσας που η ποιήτρια κατέχει πολύ καλά, ώστε να την πλάθει ανάλογα με τη διάθεσή της. Ξεκινάει από κάτι συγκεκριμένο και εύκολα αναγνωρίσιμο, για να μεταβεί αμέσως μετά σ’ έναν χώρο ερμητικά κλειστό και δυσπρόσιτο σε όποιον δεν μπορεί να βρει τα κλειδιά για να εισχωρήσει. Στον ποιητικό της κόσμο τα αντικείμενα προσωποποιούνται, την ίδια στιγμή που οι άνθρωποι αποκτούν ιδιότητες υλικές. Η Παπαστάθη με πληθώρα αναφορών σε άλλους μελετητές της ποίησης της Κικής Δημουλά δίνει έτσι τα βασικά χαρακτηριστικά της, αναδεικνύει το ύφος και τη χρήση της γλώσσας και τη θεματική της ποιήτριας, η οποία παραμένει ίδια σε όλες τις συλλογές της. Επισημαίνεται, φυσικά, η καταλυτική επίδραση του θανάτου του συντρόφου (Άθως Δημουλάς) στον τρόπο της γραφής της, που την έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την εσωτερίκευση του πένθους και κατόπιν με την εξωτερίκευσή του μέσω της ποίησης.
Η ποίηση της Κικής Δημουλά ήταν πάντα μαύρη ποίηση
Όπως παρατίθενται επιλεγμένα αποσπάσματα από τις συλλογές της που ακολούθησαν το τραυματικό αυτό γεγονός, δηλαδή από το Χαίρε Ποτέ (1988) ως την πρόσφατη Άνω τελεία (2016), γίνεται φανερή και μία ακόμη παράμετρος που αφορά προσωπικά την ποιήτρια αλλά μπορεί να έχει και γενικότερο ενδιαφέρον. Η ποιήτρια στη συλλογή της Ήχος απομακρύνσεων (2001) επανέρχεται πιο ώριμη στο θέμα του βιωμένου πια θανάτου και της συντροφικής απώλειας. Έχει συνδέσει, θαρρείς, την ποιητική της δημιουργία με αυτή τη δαιμόνια θλίψη, μια θλίψη προς την οποία συμφιλιώνεται αποβάλλοντας λίγο λίγο τον θυμό της για τις παράλογες απώλειες, που χαρακτήριζε τις προηγούμενες συλλογές της Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ενός λεπτού μαζί (1998). Έρχεται πιο κοντά στην αποδοχή του τέλους; Ακουμπά τις πρότερες βεβαιότητες και τις βρίσκει σαθρές; Καταρρέει μαζί με τους ανθρώπους που φέρει μέσα της ως απώλειες; Ή μήπως πατάει γερά σε μια βεβαιότητα, ανθρώπινη κι αυτή, αλλά πιο απτή; Ασκήσεις αντοχής, λοιπόν, απέναντι σε μια βεβαιότητα, που μοιραία παραμένει πάντα επίμονη αλλά και πάντα στείρα. Και η ελπίδα δεν βρίσκεται πουθενά; Η ποίηση της Κικής Δημουλά ήταν πάντα μαύρη ποίηση. Η γοητεία της δεν βρισκόταν ποτέ στα αισιόδοξα μηνύματα (άλλωστε η πραγματική ποιητική αφορμή ποτέ δεν είναι το χαρμόσυνο) αλλά στη βίωση του σκοτεινού και απελπισμένου κόσμου.
Έρχεται πιο κοντά στην αποδοχή του τέλους; Ακουμπά τις πρότερες βεβαιότητες και τις βρίσκει σαθρές; Καταρρέει μαζί με τους ανθρώπους που φέρει μέσα της ως απώλειες; Ή μήπως πατάει γερά σε μια βεβαιότητα, ανθρώπινη κι αυτή, αλλά πιο απτή;
Ήταν, όμως, ποίηση, χωρίς παρεκκλίσεις από τη γνήσια κατάθεση του ποιητή προς τον αναγνώστη του, χωρίς ευκολίες και προχειρότητες. Η ποιήτρια εσίγησε, τουλάχιστον ως προς την έκδοση ποιημάτων της, και επανήλθε το 2005 με τη συλλογή Χλόη θερμοκηπίου. Η συλλογή συγκρινόμενη με τις προηγούμενες αποδεικνύεται πτωχότερη στην έμπνευση. Στην προηγούμενη συλλογή της προσπάθησε για πρώτη φορά να ξεπεράσει τον Άθω Δημουλά στη γραφή της και εδώ συνεχίζει την αποδέσμευση. Προκύπτει ένα ερώτημα: μήπως ο θάνατος, ως βίωση της κοινής και αναπόφευκτης αλήθειας, ήταν ο μοναδικός τροφοδότης της ποίησής της; Αφήνει, νομίζω, να δούμε ότι και η ίδια αναγνωρίζει την αμηχανία της μπροστά στο λευκό χαρτί. Η ποιήτρια ξέκοψε από τον ομφάλιο λώρο της προσωπικής της συντριβής. Οι περίφημοι και εμπνευσμένοι κάποτε συνδυασμοί λέξεων, τώρα λες και φτιάχνονται με κυρίαρχη την τεχνική, όχι όμως πάντα και την τέχνη.
Ο Χάρης Βλαβιανός στο δοκίμιό του «Η πραγματικότητα της ποίησης» καταθέτει μια σκληρή αλήθεια: «Με συγκινεί η στάση των ποιητών, που, όταν νιώσουν ότι η τέχνη τους αποκόπτεται από όσα την τροφοδοτούσαν, έχουν το σθένος να την εγκαταλείψουν… απορρίπτοντας έγκαιρα αυτήν την τόσο κοινή χειρωνακτική εργασία, όπως ονόμασε κάποτε την ποίηση ο Γέιτς».
Και μια μάλλον αυτονόητη διευκρίνιση: Η παραπάνω παρατήρηση ας θεωρηθεί μια αναγνωστική παρέμβαση (με το θάρρος και την αυθαιρεσία ίσως που συνοδεύουν –ευτυχώς– τις αναγνώσεις της λογοτεχνίας και πολύ μάλλον της ποίησης), η οποία προέκυψε ακριβώς επειδή το συγκεκριμένο πόνημα της Παπαστάθη μεταπηδά από τον αρχικό του σκοπό ως διδακτορική διατριβή και προσφέρεται μέσα από την πληρέστατη και αισθητικά άψογη έκδοση του Gutenberg στο ευρύ κοινό ως ένας ερμηνευτικός οδηγός στην ποίηση της Δημουλά και ως μια πλούσια πηγή πληροφοριών για το έργο της. Η οποιαδήποτε, επομένως, αναγνωστική προσέγγιση αφενός νομιμοποιείται να υπάρχει αλλά αφετέρου σε τίποτα δεν μειώνει την εξαίρετη εργασία της Δέσποινας Παπαστάθη. Οι ποικίλες αναγνώσεις άλλωστε είναι αφορμές για διάλογο.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Ο βιωμένος χρόνος» (εκδ. ΑΩ).