Για το βιβλίο του Τέοντορ Βίζενγκρουντ Αντόρνο «Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς» (μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Νήσος) και το βιβλίο του Gershom Scholem και της Hannah Arendt «Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού» (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, εκδ. Άγρα).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Η ευπρόσδεκτη πληθώρα πολύ καλών βιβλίων που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2017 καλεί σε μια χρηστική ταξινόμηση και εν συνεχεία τοποθέτησή τους στον σάκο εκστρατείας του επίμονου αναγνώστη, ήτοι στο γραφείο του ή/και στο κομοδίνο του. Στη σειρά κειμένων με τίτλο Σάκος Εκστρατείας, λοιπόν, προτείνω παράλληλες αναγνώσεις, δίδυμες, ενίοτε και τρίδυμες, συνδυασμούς νέων κυκλοφοριών με κάποιες παλαιότερες ώστε η τέρψη της ανάγνωσης να συμβαδίσει με την καλύτερη αφομοίωση των σελίδων, μιας και πάντα τα διασταυρούμενα πυρά είναι και τα αποτελεσματικότερα. Στο πρώτο μέρος, έχουμε δύο ολιγοσέλιδα, αλλά σημαντικότατα, βιβλία.
Κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτοχρόνως και καταπιάνονται αμφότερα με τον αδιανόητο θάνατο, με το γεγονός που σημάδεψε όσο κανένα άλλο την σύγχρονη κοινωνία, τον τρόπο ζωής και σκέψης που ισχύει ακόμη. Το Άουσβιτς και η κοινοτοπία/ρηχότητα του κακού.
Με λόγο πυκνό και μεστό, ο Γερμανός στοχαστής εντοπίζει την προϋπόθεση του Άουσβιτς στην τυφλή ταύτιση με τη συλλογικότητα, στο ιδεώδες της σκληρότητας, σε ένα ολέθριο πλέγμα μαζοχισμού/σαδισμού που συγκροτείται μέσω της πειθαρχίας στα αυταρχικά εκπαιδευτικά συστήματα.
Ο Τέοντορ Βίζενγκρουντ Αντόρνο (1903-1969) στην ομιλία του Η Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς (μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Νήσος), η οποία μεταδόθηκε το 1966 από τη Ραδιοφωνία της Έσσης, καταπιάνεται με το σύγχρονο πρώτιστο μέλημα της εκπαίδευσης, με την απαίτηση να μην επαναληφθεί το Άουσβιτς. Με λόγο πυκνό και μεστό, ο Γερμανός στοχαστής εντοπίζει την προϋπόθεση του Άουσβιτς στην τυφλή ταύτιση με τη συλλογικότητα, στο ιδεώδες της σκληρότητας, σε ένα ολέθριο πλέγμα μαζοχισμού/σαδισμού που συγκροτείται μέσω της πειθαρχίας στα αυταρχικά εκπαιδευτικά συστήματα που προτάσσουν τον «ανδρισμό», στην αμφισημία του αθλητισμού, στην φετιχοποίηση της τεχνολογίας, ακόμα και στην «ψυχρότητα που διαπερνά τα πάντα».
Ο Αντόρνο επιμένει: «Οι άνθρωποι που εντάσσονται τυφλά σε συλλογικότητες μετατρέπουν τον εαυτό τους σε ένα είδος υλικού και αυτοακυρώνονται ως αυτοπροσδιοριζόμενα όντα». Επιμένει, ορθότατα, ότι οφείλουμε να γνωρίσουμε τους μηχανισμούς που μετατρέπουν τους ανθρώπους, μαζικά, σε διώκτες και αφανιστές, να εμποδίσουμε την παραγωγή τέτοιων ανθρώπων με το να εγείρουμε μια «γενική συνείδηση των εν λόγω μηχανισμών». Προτάσσει μιαν εκπαίδευση που δίνει την πρωτοκαθεδρία στον κριτικό αυτοαναστοχασμό, μιαν εκπαίδευση που οδηγεί στον αυτοπροσδιορισμό, στην αποφυγή της συμμετοχής σε συλλογικότητες που άλλο δεν κάνουν από το να αναπαράγουν ολέθρια τον αυταρχικό/χειραγωγικό αλλά και τον πειθήνιο/χειραγωγούμενο άνθρωπο, και, κάτι σημαντικότατο, μιαν εκπαίδευση που απομακρύνει οριστικά τον άνθρωπο από το να θεωρεί λανθασμένα αυτό που είναι ως φύση, «ως κάτι αμετάβλητο και δεδομένο» και όχι ως προϊόν ενός γίγνεσθαι.
Διαβάζουμε, σχεδόν παράλληλα, το πρώτο τομίδιο της σειράς «Δύο Επιστολές» που εγκαινιάζουν οι εκδόσεις Άγρα: Gershom Scholem και Hannah Arendt, Δύο Επιστολές για τη Ρηχότητα του Κακού (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας). Τρία χρόνια πριν από την ομιλία του Αντόρνο, ο Γκέρσομ Σόλεμ (1897-1982) και η Χάννα Άρεντ (1906-1975) προχώρησαν σε έναν διάλογο, ο οποίος έμελλε να δημοσιοποιηθεί με συναίνεση και των δύο, σχετικά, και πάλι, με το Άουσβιτς και το κακό, με αφορμή την δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, η οποία διήρκεσε από τις 11 Απριλίου του 1961 έως τις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, και την εκτέλεση του ναζί μαζικού εγκληματία, δι᾽ απαγχονισμού, στις 31 Μαΐου του 1962.
Ο Σόλεμ εγκαλεί, με οξείς τόνους, την Άρεντ για έλλειψη ευαισθησίας, ακόμα και για απουσία αγάπης για τον εβραϊκό λαό, για αποκοπή από τις ρίζες του εβραϊσμού.
Η Άρεντ έγραψε το πασίγνωστο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες), προχωρώντας σε μια ρηξικέλευθη ανάλυση, σύμφωνα με την οποία το κακό δεν είναι «ριζικό», δεν έχει βαθύτητα ούτε δαιμονική διάσταση. Αυτή η θέση εξόργισε κάμποσους Εβραίους διανοούμενους, μάλιστα και κάποιους παλαιούς στενούς φίλους της Άρεντ, όπως ο Σόλεμ, οι οποίοι την κατηγόρησαν ότι αποστασιοποιείται από τον εβραϊσμό, ότι διατηρεί μια κακόβουλη στάση απέναντί του, επηρεασμένη μάλλον από την μαρξιστική της παιδεία. Ο Σόλεμ εγκαλεί, με οξείς τόνους, την Άρεντ για έλλειψη ευαισθησίας, ακόμα και για απουσία αγάπης για τον εβραϊκό λαό, για αποκοπή από τις ρίζες του εβραϊσμού. Η Άρεντ απάντησε με ψύχραιμη ένταση, διευκρίνισε ότι αγαπάει «αποκλειστικά και μόνο» τους φίλους της, και ότι δεν γνωρίζει άλλη μορφή αγάπης παρά μόνον αυτήν προς τα πρόσωπα.
Εμμένει στη θέση της για το αβαθές του κακού, υποστηρίζει ότι δεν οφείλεται στη «δαιμονική διάσταση» του κακού το ότι εξαπλώνεται αδυσώπητα και καταστροφικά, αλλά, απεναντίας, στο ότι «διασπείρεται σαν μύκητας». Ένας αξιοθρήνητος ορνιθολόγος μπορεί έτσι, υπηρετώντας νομοταγώς, δίχως να σκέφτεται, ανίκανος για τον παραμικρό αυτόνομο στοχασμό, να εξοντώσει, πιστός στο ρολίσκο του τυπικού υπαλληλίσκου ενός μηχανισμού καταστροφής, εκατομμύρια ανθρώπους.
Όσο κυλούν οι δεκαετίες τόσο πιο σθεναρή γίνεται η πεποίθηση πολλών μελετητών, στοχαστών, ακόμα και δημιουργών (λαμπρό παράδειγμα ο σκηνοθέτης László Nemes τόσο στην πολυσυζητημένη μεγάλου μήκους ταινία του Ο Γιος του Σαούλ όσο και στο συνταρακτικό μικρού μήκους φιλμ With a Little Patience) ότι ήταν σοφός ο συνδυασμός ανάλυσης και διαίσθησης της Άρεντ και ότι το κακό συνίσταται στο έλειμμα μύχιας ηθικής διάστασης, στην επιβεβλημένη από ένα αυταρχικό σύστημα, όπως θα επέμενε ο Αντόρνο, ανημπόρια επεξεργασίας σημασιών και νοημάτων, στην απόλυτη αποσύνδεση του ανθρώπου από έναν αυτόνομο τρόπο σκέψης και στην πρόσδεσή του στα οχήματα του ετεροκαθορισμού και της χειραγώγησης. Ναι, το κακό είναι αβαθές, ρηχό, κοινότοπο. Το κακό είναι η ισοπέδωση του πολύπτυχου πλούτου κάθε ανθρώπου από τα βομβαρδιστικά των άκαμπτων πεποιθήσεων και της τυφλής ένταξης σε συλλογικότητες.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή αφηγημάτων «Συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» (εκδ. Gutenberg).
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Ακριβώς η ετοιμότητα να πάει κανείς με την εξουσία και να υποκλιθεί σε ό,τι είναι ισχυρότερο, ανάγοντάς το σε κανόνα, είναι ο τρόπος αντίληψης που διακρίνει τον τυραννικό άνθρωπο, ο οποίος δεν θα πρέπει να εμφανιστεί ξανά. Γι᾽ αυτόν τον λόγο η συμβουλή υπέρ των δεσμεύσεων είναι μοιραία. […] Η μόνη αληθινή δύναμη εναντίον της αρχής του Άουσβιτς θα ήταν η αυτονομία, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω την καντιανή έκφραση, η δύναμη για αναστοχασμό, για αυτοπροσδιορισμό, για μη συμμετοχή» Αντόρνο, σ. 25
«Το κακό "προκαλεί τη σκέψη", γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του και, από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει. Εδώ έγκειται η "ρηχότητά" του. Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό» Άρεντ, σ. 61
Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς
Τέοντορ Βίζενγκρουντ Αντόρνο
Μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης
Νήσος 2017
Σελ. 56, τιμή εκδότη €4,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ THEODOR W. ADORNO
Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού
Gershom Scholem, Hannah Arendt
Μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας
Άγρα 2017
Σελ. 96, τιμή εκδότη €8,90