
Για το δοκίμιο του Δημήτρη Μουρούλη «Η τέλεια αντιλόπη – Αναζητώντας τον Θεό μετά τον θάνατό του» (εκδ. Αρμός).
Γράφει ο Νίκος Προσκεφαλάς
Το βιβλίο του Δημήτρη Μουρούλη Η τέλεια αντιλόπη ξεκινά στην πρώτη του σελίδα με μια προτροπή του Ρίλκε. Συμβουλεύει ο Ρίλκε τον αναζητητή της αλήθειας να δείχνει υπομονή απέναντι σε ό,τι ως τώρα παραμένει άλυτο, πολύ δε περισσότερο να αγαπήσει τα ίδια τα ερωτήματα όσο κι αν παραμένουν αναπάντητα. Αυτή ακριβώς είναι και η αφετηριακή βάση του συγγραφέα, καθώς επιχειρεί να αναμετρηθεί βιωματικά, ειλικρινά, και τίμια με το αιώνιο ερώτημα της παρουσίας, της αναζήτησης, ακόμα και του θανάτου του Θεού σε έναν αποϊεροποιημένο κόσμο, όπου μάλλον όλα επιτρέπονται με ή δίχως Θεό.
Αγνωστικιστής ο ίδιος από τα νιάτα του, όπως αποκαλύπτει, και έχοντας βουτήξει βαθιά στα νερά των φυσικών επιστημών και της κβαντομηχανικής, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως είχε έναν επιπλέον λόγο να αρνείται τον κόσμο της μεταφυσικής στον οποίο τα αποδεικτικά στοιχεία είναι μάλλον δυσεύρετα ή και εντελώς ανύπαρκτα. Εντούτοις, τίμιος με τον εαυτό του και την επιστήμη του, ο συγγραφέας προτιμά εκείνη την επιστήμη που τελεί εν απορία, που είναι έτοιμη να αναιρέσει τα δόγματα και τα θεωρήματα της, όταν μια νέα αποκάλυψη, ή μια νέα αλήθεια λάμψει στο φως της συνειδητότητας. Την ίδια ωστόσο λογική απαιτεί εμφαντικά και από τον θεολογικό στοχασμό. Γιατί είναι αλήθεια πως όσο απτή και αναγνωρίσιμη είναι η γύρω μας πραγματικότητα, τόσο ακατάληπτη και βαθιά ανυπόταχτη συχνά στην εμπειρία είναι η υποκειμενική αίσθηση της παρουσίας του Θεού στο πεδίο της συνείδησης. Αν μάλιστα θεωρήσουμε πως η γνώση του Θεού στην πραγματικότητα είναι σχέση μαζί Του, τότε η η γνησιότητα του βιώματος, παραμένει ακόμα πιο απροσπέλαστη, ακόμα πιο αόριστη.
Παρόλο που γνωρίζει καλά ο συγγραφέας τον παλαμικό λόγο περί ουσίας και ενέργειας του Θεού, κτιστού και ακτίστου, προσπαθεί ωστόσο να διαφύγει από ξύλινους, γυμνούς από βίωμα ορισμούς και προτιμά να χειραγωγηθεί στα μονοπάτια του θεολογικού στοχασμού μέσα από το άλμα της πίστης, όπως περίπου μας το προτείνει ο Κίρκεγκωρ, ή μέσα από έναν γνήσιο και ταπεινό αποφατισμό, καθώς διαπιστώνει την απεραντοσύνη του εγχειρήματος, απεραντοσύνη που διαπιστώνεται βέβαια και στις φυσικές επιστήμες, όσο και να θεωρείται το πεδίο τους απτό και μετρήσιμο.
«Γι αυτό κι όταν αναφερόμαστε στις άκτιστες ενέργειες του Θεού αγνοώντας για τι πράγμα μιλάμε, ρουφάμε το αίμα από τις λέξεις και τις καθιστούμε ένα κουφάρι. Οι άκτιστες ενέργειες εμφανίστηκαν σαν παρομοίωση στην σκέψη του Αγίου Γρηγορίου ως αποτύπωση της ζωντανής του εμπειρίας. Αναγκαστικά για να απευθυνθεί σε μας τους τυφλούς χρησιμοποίησε κατηγορίες της καθημερινής μας γλώσσας αφού δεν έχουμε λέξεις για πράγματα που αγνοούμε».
Είναι επόμενο, λοιπόν, για τον συγγραφέα πως ο επιστημονισμός δεν είναι καθόλου ασφαλής οδός για τη διερεύνηση μεταφυσικών ζητημάτων, καθώς εξ ορισμού αποκλείει άλλους τρόπους πρόσληψης μιας γνώσης, οι οποίοι είναι μεν απολύτως απαραίτητοι, αλλά στο πεδίο της μεταφυσικής δεν επαρκούν. Το cogito του Ντεκάρτ δεν φτάνει, μοιάζει εδώ λειψό. Εντούτοις, ο συγγραφέας παραδέχεται και αποδέχεται, δίχως αμφισβήτηση καμιά, τον ρόλο της επιστήμης και της φιλοσοφίας, την απαραίτητη συνδρομή τους και στον θεολογικό στοχασμό, για να μην καταλήξει ο τελευταίος ένα κενό και ρηχό ιδεολόγημα, ένας στείρος συναισθηματισμός, ασθένεια που ταλαιπωρεί συχνότατα τον θεολογικό και εκκλησιαστικό λόγο. Νομίζω μάλιστα πως αυτό το πάντρεμα, αυτή η συμπόρευση του σύγχρονου επιστημονικού λόγου και των εκπληκτικών ανακαλύψεών του (κβαντομηχανική, υποατομικά σωματίδια, τρισδιάτατος ή πολυδιάστατος κόσμος) με την απορία από τη μια, αλλά και την αναγκαιότητα παράλληλα της μεταφυσικής, είναι το καινούριο που επιχειρεί και κομίζει το βιβλίο του Δημήτρη Μουρούλη.
Σαφής εδώ η διάκριση ανάμεσα στον προσωπικό Θεό και στην σχέση μαζί του και στον ειδωλοποιημένο ανθρωπομορφικό θεό, τον οποίο σωστά προφανώς αρνείται ο ανατολικός μυστικιστικός βουδισμός.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Προχωρώντας στην ανάγνωση, ο αγνωστικισμός, παραχωρεί σταδιακά την θέση του στον χώρο και τη διάσταση εκείνη που ξεπερνά τις εγκεφαλικές δυνατότητες πρόσληψης και κινείται πέραν του «είναι» ή αλλιώς που ψάχνει την ρίζα του. Με οδηγούς και συνοδοιπόρους τις μορφές και τα κείμενα των John Butler και James Finley, αναψηλαφεί και στοχάζεται πάνω στα πιο ουσιώδη υπαρξιακά ζητήματα. Το ζήτημα του εαυτού μπαίνει εδώ, αλλά και του πυρηνικού υποστρώματός του, τόσο με την φροϋδική σημασία όσο και με τη διερεύνηση ενός βάθους, το οποίο στην αντίληψη του συγγραφέα συνιστά την άπειρη κλήση του προσωπικού Υπέρτατου Όντος, που κυοφορείται μέσα στα βάθη της ανθρώπινης συνειδητότητας. Σαφής εδώ η διάκριση ανάμεσα στον προσωπικό Θεό και στην σχέση μαζί του και στον ειδωλοποιημένο ανθρωπομορφικό θεό, τον οποίο σωστά προφανώς αρνείται ο ανατολικός μυστικιστικός βουδισμός. Ψυχή, προαίρεση, σώμα στην ανάκρασή τους με αυτόν τον πυρήνα της θεϊκής κλήσης συναποτελούν για τον συγγραφέα την αυτοπαράδοση του εαυτού στο θεϊκό νεύμα ως σχέση ελευθερίας.
Οι λέξεις δεν αρκούν
«Το να βρεις τον Θεό σημαίνει πάντοτε να τον αναζητάς» γράφει στα Ασκητικά του ο Ισαάκ ο Σύρος. Λόγος βαθύς, ουσιαστικός, αποφατικός. Λόγος που ασπάζεται κι ο Δ. Μουρούλης όταν καταπιάνεται με το άθλημα της προσευχής, όπου η σιωπή ή αλλιώς η γλώσσα του Θεού είναι το πρώτο και το έσχατο εμπόδιο. Μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου γίνεται αντιληπτό πως σίγουρα η προσευχή δεν ταυτίζεται με έναν φορμαλιστικό τυπικό τρόπο επικοινωνίας, ο οποίος εξαντλείται σε λέξεις μόνο, αλλά είναι πολύ περισσότερο μια υπαρξιακή περιπέτεια με ρίζα τη διαρκή αναζήτηση και σταθμό βέβαιο και συχνό την απελπισία. Απαιτείται πολύ περισσότερο η αποκαθήλωση φανταστικών ειδώλων, η απομάκρυνση από φανταστικές ψευδαισθητικές εμπειρίες, η διακοπή της ροής των λογισμών, η επανεύρεση της απολεσθείσας σχέσης με τη φύση, η οποία με την εύλαλη δοξολογική σιωπή της αποτελεί έναν ακόμα συνοδοιπόρο στην επίπονη διαδρομή που περιγράφει ο συγγραφέας. Οι «λόγοι των όντων», γνωστοί από τη θεολογική εμπειρική γλώσσα του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, είναι εκεί για να αποκαλυφθούν και να αποκαλύπτονται διαρκώς ως διαχρονικοί καταλύτες της φθοράς, αυτού του αποκρουστικού κοσμικού ενδύματος, αυτού του μόνιμου εχθρού της νιότης μας.
Μακριά από φανταστικές ψευδαισθητικές αντιλήψεις περί θρησκείας με οπαδούς, εχθρούς, σημαίες και λάβαρα, προτιμά σαν πιο ασφαλή οδηγό τον Άγιο Πορφύριο, που διδάχτηκε από ένα αηδόνι τι είναι η προσευχή.
Οι λέξεις ποτέ δεν είναι αρκετές. Παρόλο που άλλο τρόπο δεν έχουμε να ντύσουμε τις αγωνίες μας, να διοχετεύσουμε τις πλημμύρες μας, θα είναι πάντα λίγες, πάντα λειψές, πολύ περισσότερο όταν θα προσπαθούν να αγγίξουν τα κράσπεδα της μεταφυσικής πάλης. Ενίοτε δε, θα αστοχούν. Μόνο φορτισμένες και φορτωμένες με το αγιασμένο βίωμα της σιωπής γίνονται κάποτε ικανές να μιλήσουν για ό,τι κατάβαθα δονεί την ψυχή μας και τον κόσμο της. Το γνωρίζει αυτό καλά ο Δ. Μουρούλης και αποφεύγει τις κηρυγματικές αποφάνσεις, τούς εύκολους κι ανέξοδους διδακτισμούς. Στέκεται με απορία απέναντι στο θαύμα, βαδίζει με σιωπή μπροστά στο μυστήριο. Και μοιάζει να αγωνιά για τα καίρια: Τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τι είναι χρυσάφι και τι άχυρο, τι είναι μάταιο και τι αυτό που μένει στο νυν και στο αεί, τι είναι εν τέλει αυτό που νικά την μοναξιά μας σε έναν άφιλο και ανοίκειο κόσμο; Μακριά από φανταστικές ψευδαισθητικές αντιλήψεις περί θρησκείας με οπαδούς, εχθρούς, σημαίες και λάβαρα, προτιμά σαν πιο ασφαλή οδηγό τον Άγιο Πορφύριο, που διδάχτηκε από ένα αηδόνι τι είναι η προσευχή. Γιατί τραγωδία ξέρουμε όλοι λίγο πολύ τι είναι. Μας το έμαθαν καλά οι άτεγκτοι νόμοι της ιστορίας, μας το διδάσκει κάθε μέρα η απρόβλεπτη ζωή με τις εκπλήξεις της, μας το υπενθυμίζει το κοσμικό κακό με την φαινομενική τουλάχιστον παντοκρατορία του, με τους ποταμούς του αίματος και του ανθρώπινου πόνου που διαρκώς γεννά. Την υπέρβαση της τραγωδίας αναζητούμε, πλάι σε ένα Θεό που καθώς φαίνεται επιλέγει τον σταυρό, αντί του κεραυνού.
Κλείνω. Απέναντι στο αιώνιο ποιητικό ερώτημα του Σεφέρη «τι είναι θεός τι μη θεός και τ’ ανάμεσό τους», ο Δημήτρης Μουρούλης δεν δογματίζει. Σιγοψιθυρίζει μόνο αναστοχαζόμενος: «Όπως ένας αλγόριθμος δεν μπορεί να παράξει αυθεντική τέχνη, έτσι και η υπαρξιακή αλήθεια δεν αναγνωρίζεται με συνταγές. Κριτήρια υπάρχουν, αλλά μοιάζουν με αυτά της τέχνης. [..] Χρειάζεται το αισθητήριο του καλλιτέχνη. Στα υπαρξιακά θέματα, αισθητήριο είναι το να υπερβαίνεις την «αχρωματοψία» σου και να καταδύεσαι στην θάλασσα. Είναι το να ακούς την κουκουβάγια ή να φτιάχνεις τον πρωινό σου καφέ και, μέσα σου, να φανερώνεται ο Θεός».
*Ο ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΣ είναι φιλόλογος.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Δημήτρης Μουρούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Από το 1978 ως το 1983 έζησε στον Καναδά, όπου πέρασε και τα πρώτα σχολικά του χρόνια, αποκτώντας εμπειρία από δύο διαφορετικές «πατρίδες». Σπούδασε φυσική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακό στον τομέα «Φυσικών Επιστημών, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος» του Π.Τ.Δ.Ε. όπου κατευθύνθηκε προς την επιστημολογία, κάνοντας διπλωματική εργασία στις ερμηνείες της κβαντομηχανικής.
Για 15 χρόνια συντόνιζε μια άτυπη παρέα φίλων (methexi.gr) που πραγματοποιούσε, μεταξύ άλλων, συναντήσεις προβληματισμού και συζήτησης για θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα και εξέδιδε κι ένα έντυπο δελτίο/περιοδικό με τίτλο «Στον Άγνωστο Θεό». Είναι παντρεμένος και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη τεχνολογιών της πληροφορίας.