
Για το δοκίμιο των Ζοζέφ Αντράς (Joseph Andras) και Καουτάρ Αρσί (Kaoutar Harchi) «Λογοτεχνία και επανάσταση» (μτφρ. Γιώργος Θ. Καράμπελας, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου). Στην κεντρική εικόνα, ο Τζορτζ Όργουελ, έργα του οποίου εξετάζονται στη συγκεκριμένη μελέτη.
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Στο άκουσμα του συνδυασμού «λογοτεχνία και επανάσταση» ο Ναμπόκοφ θα μόρφαζε αποδοκιμαστικά και θα εκτόξευε μία από τις καυστικές του κριτικές ρήσεις, ο Φλωμπέρ θα χασμουριόταν επιδεικτικά εκδηλώνοντας την περιφρόνησή του, ο Ουάιλντ θα σήκωνε ειρωνικά το φρύδι του και ο Προυστ θα στοίβαζε όλους τους τόμους του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο στο τραπέζι εν είδει αντεπιχειρήματος.
Η ιδέα μιας πολιτικής λογοτεχνίας, μιας «λερωμένης» με πολιτικό λόγο τέχνης, φέρει -ίσως δικαιολογημένα, μιας και έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για προπαγανδιστικούς σκοπούς- αρνητική χροιά. Ωστόσο, ο όρος «επανάσταση», ξέχωρος από την πολιτική του σημασία, είναι ίσως λιγότερο κίβδηλος ή ακόμα και καλοδεχούμενος. Μιλάμε πολλές φορές για ένα «επαναστατικό βιβλίο» -συχνά μάλλον με αμετροέπεια, παρά κυριολεκτώντας- χωρίς να εννοούμε μια πολιτική πράξη, αλλά μια ρήξη με τις παραδεδομένες αξίες.
Ωστόσο, σύμφωνα τουλάχιστον με τους δύο συνδιαλέγοντες, Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί, στο βιβλίο Λογοτεχνία και επανάσταση, πρόκειται εξαρχής για μια πλαστή κατηγοριοποίηση. Όταν ομαδοποιούνται συγγραφείς ως «στρατευμένοι», συνήθως ο όρος στέκεται προσδιοριστικά προς καλλιτέχνες που εκφράζουν αποκλειστικώς την αριστερή ιδεολογία. Όπως σημειώνει και η Αρσί (σελ. 133): «Ο Μισέλ Ουελμπέκ ή ο Σιλβάν Τεσόν, γράφοντας τα βιβλία που γράφουν, στρατεύονται κι αυτοί, υπερασπίζονται κι αυτοί μια θεώρηση του κόσμου. Βιβλίο το βιβλίο, υπάρχουν σ’ αυτούς αξίες που τις υπερασπίζονται ολοένα και πιο θερμά. Αξίες εθνικιστικές, σεξιστικές, αντιδραστικές. Δεν λέει όμως κανείς γι' αυτούς ότι είναι στρατευμένοι συγγραφείς. Είναι, λέει, απλώς συγγραφείς. (...) Τους αποδίδεται μιντιακή, εμπορική και συμβολική νομιμότητα» ενώ λίγο παρακάτω (σελ. 136) συμπληρώνει ο Αντράς: «στις μέρες μας, οποιοσδήποτε αποφεύγει έστω και λίγο να υμνήσει απροκάλυπτα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι "στρατευμένος" (...) Η λέξη έχει χάσει κάθε συγκρουσιακή έννοια».
Έχουμε λοιπόν συγγραφείς που εκφράζουν κοινούς τόπους και δεξιά ιδεολογήματα μέσω της γραφής τους χωρίς όμως να χαρακτηρίζονται ως «στρατευμένοι», αλλά απλώς «συγγραφείς», αφού δεν έρχονται σε ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία και τον επικρατούντα μιντιακό λόγο. Κατά τους δύο συγγραφείς, η πολυπλοκότητα του κόσμου αποτυπώνεται έτσι κι αλλιώς μέσα από την πολιτικοποιημένη λογοτεχνία, γιατί αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι, όπως αναφέρει συγκεκριμένα η Αρσί, μια «απάντηση» στην υπάρχουσα αδικία. Είναι, λοιπόν, λες και η «καθαρή» λογοτεχνία να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα ή να την παρουσιάζει μόνο μέσω από τους φακούς των απολιτικών ή της άρχουσας τάξης.
Και δεν θα αναφέρω εδώ τους πρόδηλους «στρατευμένους» συγγραφείς, είτε από το αριστερό είτε από το δεξιό πεδίο, όπως για παράδειγμα τον Πάουντ, τον Σελίν ή τον Σαρτρ, αλλά συγγραφείς που δεν αναλύεται επαρκώς το ιδεολογικό τους υπόβαθρο στην προσέγγιση ενός έργου
Το δεύτερο σημείο, αυτό που τονίζει ο Αντράς, δηλαδή η ευκολία που χαρακτηρίζεται κάποιος σήμερα ως «στρατευμένος» φανερώνει ίσως την άγνοια των μίντια που αποδίδουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς - άγνοια των κοινωνικοπολιτικών συνδηλώσεων παλαιότερων και σπουδαίων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και δεν θα αναφέρω εδώ τους πρόδηλους «στρατευμένους» συγγραφείς, είτε από το αριστερό είτε από το δεξιό πεδίο, όπως για παράδειγμα τον Πάουντ, τον Σελίν ή τον Σαρτρ, αλλά συγγραφείς που δεν αναλύεται επαρκώς το ιδεολογικό τους υπόβαθρο στην προσέγγιση ενός έργου, τουλάχιστον στην Ελλάδα: ο Ντ. Χ Λόρενς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέα που ενσωμάτωσε στα βιβλία του την προσωπική του ιδεολογία και την αντίθεσή του στις πρώτες φεμινιστικές συσπειρώσεις της εποχής του. Παρόλα αυτά, σχεδόν ποτέ, τουλάχιστον στην χώρα μας, ο Λόρενς δεν προσδιορίζεται ως ένας στρατευμένος συγγραφέας, που μάλιστα έχει γράψει συνειδητά πολιτικό λόγο εντός των βιβλίων του.
Η περίπτωση του Τζορτζ Όργουελ
Το ίδιο ισχύει και για τον Όργουελ, που βέβαια τον διεκδικούν πλέον πολλές πολιτικές ομάδες, μιας και η δημοφιλία των έργων του τον έχει ανάγει σε μια από τις πιο οικειοποιημένες μορφές της λογοτεχνίας, μάλλον για τους λάθος λόγους. Σπανίως πλέον ο Όργουελ διαβάζεται με τον τρόπο που προτείνει ο Αντράς (σελ. 93), δηλαδή ως ένα «μεγάλο μάθημα» αυτοκριτικής εντός του σοσιαλισμού. Αντιθέτως, παραβλέπεται εντελώς ο δημοκρατικός σοσιαλισμός του και οι περισσότεροι τον διαβάζουν ως έναν αντικομμουνιστή, ενώ στην πραγματικότητα ο Όργουελ ήταν κυρίως αντισταλινιστής. Φυσικά, παρατηρείται και η ένθερμη υιοθέτησή του από δεξιούς και ακροδεξιούς όσον αφορά στο ζήτημα της γλώσσας - πάλι παρερμηνεύοντας.
O Όργουελ με τη «νεογλώσσα» εξέφραζε τον φόβο του για την απλουστευτικότητα της σκέψης στην οποία μπορεί να οδηγήσει η περιχαράκωση της ανθρώπινης εμπειρίας εντός των απολυταρχικών συστημάτων. Η μετάφραση αυτού του μυθοπλαστικού ευρήματος ως προοικονομία της «woke αντζέντας», όπως την χαρακτηρίζουν οι συντηρητικοί, καθώς και του σεβασμού των επιθυμητών αντωνυμιών ανάλογα με την ταυτότητα φύλου του κάθε ατόμου, είναι μάλλον ανεδαφική και απλουστεύει την σκέψη του Όργουελ. Η γλώσσα είναι έτσι κι αλλιώς μια κατασκευή, μια ανθρώπινη τεχνολογία η οποία μέσω πρόσθετων περιχαρακώσεων, όταν δηλαδή αυτή απομακρύνεται από την άμεση ατομική εμπειρία και προσβάλλεται από εξωτερικά ρυθμιστικά συστήματα, χάνει την αυθεντικότητά της και παύει να εκφράζει το υποκείμενο.
Συνεπώς, η πρόθεση του Όργουελ αφορά περισσότερο τον τεχνοκρατικό τρόπο με τον οποίο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα -ή ακόμα και η ηπιότερη εκδοχή τους στη μεταμοντέρνα κοινωνία- επεξεργάζονται τη γλώσσα
Προς επίρρωση αυτής της θέσης, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στο βιβλίο From cliche to archetype στο οποίο οι Marshall McLuhan και Wilfred Watson ερμηνεύουν τον όρο που εισάγει ο Όργουελ ως αντίθεση στην υπερεξειδίκευση και την κανονιστική φύση του επιστημονικού και ακαδημαϊκού λόγου που οδηγούν την γλώσσα σε μια διαδικασία αποστείρωσης (σελ. 57 στο βιβλίο From cliche to archetype). Συνεπώς, η πρόθεση του Όργουελ αφορά περισσότερο τον τεχνοκρατικό τρόπο με τον οποίο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα -ή ακόμα και η ηπιότερη εκδοχή τους στη μεταμοντέρνα κοινωνία- επεξεργάζονται τη γλώσσα και την απομακρύνουν από την βιωμένη εμπειρία του κάθε ατόμου. Αυτό δεν σχετίζεται με τον σεβασμό της ταυτότητας φύλου ούτε η εξέλιξη της γλώσσας ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπων οδηγεί στη «νεογλώσσα», όπως την εννοούσε ο Όργουελ – το αντίθετο μάλλον.
Είναι σαν να γράφεις και με την ίδια κίνηση να σβήνεις τη γραφή
Την ίδια εμπειρία με την αποϋποκειμενοποίηση στην οποία οδηγεί η ακαδημαϊκή γλώσσα μάλιστα φαίνεται να έχει και η Αρσί: «Η ακαδημαϊκή γραφή, έτσι όπως διδάσκεται στον πανεπιστημιακό χώρο, σου το μαθαίνει αυτό, να τυποποιείς τη γραφή, να καταργείς την ιδιαιτερότητα, το ύφος, Είναι σαν να γράφεις και με την ίδια κίνηση να σβήνεις τη γραφή» (σελ 57). Και οι δύο συγγραφείς άλλωστε έχουν επιλέξει κυρίως την αυτοβιογραφική αφήγηση και γενικότερα το α’ πρόσωπο, της βιωμένης εμπειρίας είτε των ίδιων είτε άλλων υπαρκτών προσώπων. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα πρόσωπα στα βιβλία τους σταματούν να είναι χαρακτήρες, αλλά είναι ακριβώς αυτό, «πρόσωπα». που απλώς δεν έτυχε να συναντήσει το μέσο αναγνωστικό υποκείμενο.
Αντράς εναντίον Φλωμπέρ και Ουάιλντ
Ο Αντράς αναφέρει πως δεν βρίσκει το λόγο να γράψει μυθοπλασία όταν υπάρχει το ενδεχόμενο μιας λιγότερο κακής πραγματικότητας. Γιατί να μην μιλήσει για αυτόν τον κόσμο, αναρωτιέται. Δεν βρίσκει λόγο ύπαρξης στον στεγνό φορμαλισμό. Αναφέρει μάλιστα μια φράση του Ουγκώ: «Η τέχνη για την τέχνη μπορεί να είναι ωραία, αλλά η τέχνη για την πρόοδο είναι ακόμα ωραιότερη». Ο ίδιος παρόλα αυτά αντιστέκεται στη λέξη πρόοδος. Προτρέχει παράλληλα να απορρίψει και κάποιους «αφόρητους», όπως τους χαρακτηρίζει δεικτικά, συγγραφείς, που ήταν -κατά τη γνώμη του πάντα- «καθάρματα». Και με αυτό δεν εννοεί τον Σελίν αλλά τον Φλωμπέρ (σελ. 192), περιγράφοντας με αποτροπιασμό τον ελιτισμό του μεγάλου συγγραφέα. Ωστόσο, ο Αντράς μάλλον τον αδικεί, αφού οι ρήσεις του Φλωμπέρ που αναφέρει αντλούνται από την αλληλογραφία του και όχι από τα έργα του. Ο Φλωμπέρ άλλωστε ακόμα και στο πιο «πολιτικό» έργο του, δηλαδή την Αισθηματική αγωγή, βλέπουμε πως δεν ήταν αδίκως επικριτικός απέναντι στη δύναμη της λαϊκής συσπείρωσης: το μυθιστόρημά του είναι μια εναργής αποτύπωση της αποτυχίας της επανάστασης του 1848 και του καιροσκοπισμού που επικράτησε σε πολλές φάσεις της Β’ Γαλλικής Δημοκρατίας. O Φλωμπέρ διείδε τις διαχρονικές αντιφάσεις και απογοητεύσεις όχι απλώς της εποχής του, αλλά και ολόκληρης της μετανεωτερικότητας.
Άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο Αντράς συμφωνεί με τον ξερό διδακτισμό: «μου αρέσει όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με το να εκλεπτύνει τα βαριά υλικά που συνθέτουν την ύπαρξή μας. Δεν λέω ότι πρέπει να κάνει κατήχηση ή κήρυγμα. (...)
Παρόμοια υπερασπιστική γραμμή οφείλουμε να ακολουθήσουμε και για τον Ουάιλντ, που μπαίνει επίσης στο κριτικό στόχαστρο του Αντράς: παραβλέπει και πάλι ο συγγραφέας πως παρά την εξύμνηση του ανώφελου ως ευγενούς, ο Ουάιλντ έγραψε σπουδαία κείμενα, εκ των οποίων ένα, αυτό που έγραψε μέσα στην φυλακή (το αυτοβιογραφικό De profundis), ακόμα στέκεται ως παράδειγμα της κοινωνικής αδικίας και βίας που υπέστησαν ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα όσο η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικοποιημένη, αλλά και ως πανανθρώπινο παράδειγμα ενός αθώου που οδηγείται στο μαρτύριο: ένας gay Ιώβ σχεδόν. Άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο Αντράς συμφωνεί με τον ξερό διδακτισμό: «μου αρέσει όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με το να εκλεπτύνει τα βαριά υλικά που συνθέτουν την ύπαρξή μας. Δεν λέω ότι πρέπει να κάνει κατήχηση ή κήρυγμα. Λέω: ο σιωπηλός χρόνος της γραφής και της ανάγνωσης επιτρέπει πρόσβαση σε τόπους της σκέψης που δύσκολα τους αγγίζει κανείς διαφορετικά» (σελ 34-35).
Οι όροι «woke» και «cancel culture»
Σημαντικές είναι οι αποσαφηνίσεις που κάνουν και οι δυο τους, Αρσί και Αντράς, σε σχέση με τις ορολογίες «cancel culture» και «woke». Η Αρσί εξηγεί πως το ξαφνικό ενδιαφέρον δήθεν για τη διάσωση της λογοτεχνίας, υποκρύπτει στην πραγματικότητα έναν ηθικολογικό πανικό. Οι μιντιακές γενικεύσεις και η δεξιά προπαγάνδα οδηγούν τεχνηέντως σε ένα κίνημα συλλογικής απόρριψης συγκεκριμένων τάσεων, χωρίς αυτές οι τάσεις να φέρουν τον κίνδυνο που τους καταλογίζεται. Όλα αφορούν την τακτική της άκρας δεξιάς να χειραγωγεί τις συλλογικές αφηγήσεις μέσω εισαχθέντων συμβόλων που υποτίθεται πως είναι απειλητικά για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τον όρο «woke». Η Αρσί εξηγεί αναλυτικά και με συγκεκριμένα παραδείγματα πώς μικρές αλλαγές στα κείμενα, όπως για παράδειγμα στο Δεν έμεινε κανένας της Άγκαθα Κρίστι, δεν είχαν σκοπό στην παραχάραξη του λογοτεχνικού έργου. Η αλλαγή στο έργο της Κρίστι έγινε συγκεκριμένα από την ίδια την Κρίστι, έναν μόλις χρόνο μετά από την έκδοση του βιβλίου. Απλώς κάποιοι εκδοτικοί μετέφρασαν ή επανέκδωσαν το μυθιστόρημα με τον αρχικό τίτλο («Ten Little Niggers»), παρά την αλλαγή στην οποία είχε προβεί η συγγραφέας, με την επιλογή του τίτλου «And Then There Were None». Στη Γαλλία, δηλαδή, μεταφράστηκε και επανεκδόθηκε για χρόνια με τον πρώτο τίτλο που περιείχε τον προσβλητικό όρο για τους μαύρους. Στην πρόσφατη επανέκδοση ο δισέγγονος της συγγραφέως που κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα, θέλησε να αλλάξει ο τίτλος, εντάσσοντας τη διόρθωση που είχε κάνει η Κρίστι. Από αυτό το απλό περιστατικό ξεκίνησε ο κινδυνολογικός λόγος των μίντια σχετικά με την καταστροφή της λογοτεχνίας που ασπάστηκαν πολλά άτομα, ακόμα και στη χώρα μας.
Από το κείμενο βεβαίως αφαιρέθηκε και η επίμαχη λέξη που όμως πρακτικά δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την πλοκή. Η επιλογή αυτή δεν αλλάζει επουδενί τη ροή και την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Η Αρσί άλλωστε αναρωτιέται για ποιο λόγο τελικά να διαιωνίζονται αυτές οι λέξεις βίας. Ο Αντράς, από την άλλη, διαφωνεί στο κομμάτι αυτό με μια οπτική που θεωρώ πως είναι περισσότερο εύστοχη: για εκείνον δεν έχει νόημα η αλλαγή μερικών λέξεων, αλλά η κριτική τους επανεξέταση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως αξίζει να αναφερθεί πως η Κρίστι δεν χρησιμοποίησε τους όρους αυτούς ρατσιστικά, αλλά βάσισε την πλοκή (τη σταδιακή δολοφονία των καλεσμένων στο απομονωμένο νησί Soldier) σε ένα παιδικό τραγούδι του Septimus Winner.
Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου, οι δύο συγγραφείς μιλάνε για την δημοσιότητα και τις αρνητικές επιπτώσεις της. Η άρνηση του Βραβείου Γκονκούρ από τον Αντράς για το βιβλίο του Για τα πληγωμένα μας αδέρφια θα ήθελε να είναι η στάση της πλειοψηφίας, να φτάσουν δηλαδή οι συγγραφείς να αναρωτιούνται όχι γιατί κάποιος δεν δέχτηκε τη βράβευση, αλλά για ποιο λόγο τη δέχτηκε. Η καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα που ελλοχεύει στην πρακτική των βραβεύσεων είναι κατά τη γνώμη του άκρως επιζήμια.
Η Αρσί θέτει το ζήτημα των σόσιαλ μίντια που οδηγούν το συγγραφικό υποκείμενο σε μια λογική εμπορευματοποίησης του εαυτού του, αλλά και μιας επίπλαστης σκηνοθεσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο είναι και ευκολότερο για τον Τύπο να αγνοήσει το περιεχόμενο ενός βιβλίου όταν αυτό κουβαλά αντιδραστικό λόγο, αφού επικεντρώνει στον συγγραφέα. Υπό μία οπτική, δηλαδή, ένα βιβλίο που τα μίντια το αποδέχονται και το προβάλλουν καταλήγει ένα βιβλίο «κατασπαραγμένο» από την ουσία του. Την ίδια στιγμή η ίδια, ως αράβισσα συγγραφέας, έρχεται αντιμέτωπη με τις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει το λογοτεχνικό είδος της «καταπιεσμένης μουσουλμάνας» (όπως το έχει ονομάσει ο κοινωνιολόγος Αμπντελαλί Χατζάτ), δηλαδή βιβλίων που κυκλοφόρησαν εντός των δεκαετιών 1980 και 1990, στα οποία και περιγράφονταν συγκεκριμένα μοτίβα, κυρίως απόδρασης, από τον αραβικό κόσμο, συχνά γραμμένα από λευκούς συγγραφείς (χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα βιβλίο που έκανε μεγάλη επιτυχία και στην χώρα μας, το Ποτέ χωρίς την κόρη μου). Τα βιβλία αυτά δημιουργούν συγκεκριμένες αναπαραστάσεις και καταλήγουν να φυλετικοποιούν τους συγγραφείς αλλά και να ριζοσπαστικοποιούν το μουσουλμανικό υποκείμενο.
Ο μιντιακός λόγος καλλιτεχνικά συχνά στέκεται φιλικά προσκείμενος στην «ανατρεπτικές αφηγήσεις», ωστόσο αυτό αφορά μονάχα επιφανειακές αναπαράστασεις. Ενδιαφέρεται δηλαδή για την αφήγηση της ανατροπής και όχι την ίδια την ανατροπή.
Με τον ίδιο τρόπο, το ΛΟΑΤΚΙ+ ζήτημα, ο φεμινισμός, ο αντιρατσισμός, είναι φαινομενικά θεματικές που έχουν ενσωματώσει πολλά δεξιά ή μετριοπαθή κόμματα στην πολιτική διαλεκτική τους και κατ’ επέκταση τα μίντια και μια μεγάλη βιβλιακή παραγωγή. Παρόλο όμως που αυτά τα κόμματα, οι εκδοτικοί οίκοι και τα μίντια οικειοποιούνται μέρος της ταυτότητας και του αγώνα αυτών των κοινοτήτων, παραμένουν ουσιωδώς αντίθετοι ή ουδέτεροι στις διεκδικήσεις των καταπιεσμένων. Όλα αυτά μένουν φαινομενικές επιδιώξεις γιατί δεν εντάσσονται σε ένα αγώνα με ρεαλιστικό στόχο, αντιθέτως υιοθετούνται αορίστως μέσω ενός καπιταλιστικού «ξεπλύματος». Απέχουν, επίσης, από τον οραματισμό μιας δίκαιης και ισοκρατικής κοινωνίας, αφού η αριστερή ιδεολογία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται διαχρονικά ως η πηγή του κακού. Ο μιντιακός λόγος καλλιτεχνικά συχνά στέκεται φιλικά προσκείμενος στην «ανατρεπτικές αφηγήσεις», ωστόσο αυτό αφορά μονάχα επιφανειακές αναπαράστασεις. Ενδιαφέρεται δηλαδή για την αφήγηση της ανατροπής και όχι την ίδια την ανατροπή.
Όπως γίνεται, λοιπόν, φανερό από όλα τα παραπάνω, παρά το ότι στον διάλογο αυτό ίσως να εκφράζονται απόψεις με τις οποίες πολλά άτομα θα διαφωνήσουν, ο Ζοζέφ Αντράς και η Καουτάρ Αρσί θέτουν ενδιαφέροντα ζητήματα και φέρνουν για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο την λογοτεχνία ως μια εμπειρία πολλαπλότητας που μπορεί -και οφείλει- να διαφέρει από άτομο σε άτομο.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και αρθρογράφος.
Δυο λόγια για τους συγγραφείς
O Ζοζέφ Αντράς (Joseph Andras) είναι συγγραφέας. Το Λογοτεχνία και επανάσταση είναι το όγδοο βιβλίο του. Συνεχιστής της σοσιαλιστικής, επαναστατικής και αντιαποικιοκρατικής παράδοσης, γράφει αφηγήματα, έρευνες, ποίηση και δημοσιογραφικά άρθρα. Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Η Καουτάρ Αρσί (Kaoutar Harchi) είναι συγγραφέας και κοινωνιολόγος. Το Λογοτεχνία και επανάσταση είναι το έκτο βιβλίο της. Με λογοτεχνικά μέσα και από κοινωνιολογική σκοπιά, καταπιάνεται με τις κοινωνικές σχέσεις της φυλής, της τάξης και του φύλου.