Για το βιβλίο της Σούζαν Σόνταγκ [Susan Sontag] «Περί Γυναικών» (μτφρ. Δανάη Σιώζιου, εκδ. Gutenberg).
Γράφει η Φανή Χατζή
Η Σούζαν Σόνταγκ είναι μία από τις κορυφαίες φιλοσόφους του 20ου αιώνα, η σκέψη της παραμένει επιδραστική ακόμα και μετά θάνατον. Απόδειξη αποτελεί η επιτυχία που απολαμβάνουν οι θεματικές εκδόσεις που επιμελείται πλέον ο γιος της, Ντέιβιντ Ριφ, με σκοπό να επανασυστήσει στο αναγνωστικό κοινό τα σημαντικά κείμενα της μητέρας του. Το Περί Γυναικών (μτφρ. Δανάη Σιώζιου, εκδ. Gutenberg) που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πέρσι για πρώτη φορά προκάλεσε ανάμικτες αντιδράσεις. Η μετάφρασή του στα ελληνικά, πάντως, φέρνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων την Αμερικανίδα φιλόσοφο μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια απουσίας οποιασδήποτε έκδοσης.
Τα κείμενα της συλλογής
Η παρούσα συλλογή περιλαμβάνει δοκίμια και συνεντεύξεις της Σόνταγκ που δημοσιεύτηκαν στο διάστημα 1972-1975, το καθένα σε διαφορετικό μέσο, από το “The Partisan Review” μέχρι τη “Vogue”. Τα τέσσερα τελευταία κείμενα αποτελούν μια άτυπη ενότητα, με πρώτο το περίφημο «Η γοητεία του φασισμού», ένα κείμενο που εξηγεί τη γοητεία που ασκεί ακόμα η ναζιστική αισθητική, με πεδίο σχολιασμού τις ταινίες και ένα φωτογραφικό βιβλίο της Λένι Ρίφενσταλ. Το κείμενο αυτό προκάλεσε μια χιονοστιβάδα αντιδράσεων, ενέπλεξε τη συγγραφέα του σε έναν διάλογο με τη σύγχρονή της ποιήτρια και θεωρητικό Αντριέν Ριτς, η οποία δημοσίευσε στο “New York Review of Books” τη δριμεία κριτική της. Η Σόνταγκ απάντησε με κείμενο στο ίδιο περιοδικό αλλά και μέσω μιας μεταγενέστερης συνέντευξης στο περιοδικό “Salmagundi”. Όλα τους περιλαμβάνονται στην εν λόγω συλλογή.
Η εμβρίθεια και το εύρος της διανόησης της Σόνταγκ είναι εμφανή σε αυτά τα κείμενα, τα οποία αντανακλούν και τη δική της σταδιακή εξοικείωση με το καλπάζον τότε δεύτερο κύμα του φεμινισμού. Ωστόσο, ενέχουν και ορισμένες αμφιλεγόμενες απόψεις. Κάποιες κριτικοί στις ΗΠΑ ανέγνωσαν έναν μεμπτό εσωτερικευμένο σεξισμό, ένα κούνημα του δακτύλου που την αίρει σε ανώτερη θέση σε σχέση με τις άλλες φεμινίστριες. Πώς αξιολογούμε αυτή την κριτική; Τι κρατάμε και τι αφήνουμε από τα κείμενα αυτής της σπουδαίας διανοούμενης;
Οι επιφυλάξεις
Πιθανώς η εμβαπτισμένη στη φεμινιστική θεωρία αναγνώστρια να ενστερνιστεί τις επιφυλάξεις κάποιων γι’ αυτή τη συλλογή, να εντοπίσει σκεβρωμένες απόψεις, τις οποίες πιο σύγχρονα φεμινιστικά ρεύματα έχουν απεμπολήσει. Ίσως να ακούσει την παραίνεση της συγγραφέως και δημοσιογράφου Ρέιτσελ Κουκ, η οποία παρακινεί τις αναγνώστριες της Guardian να αφήσουν τη Σόνταγκ και να αναζητήσουν τις Μπέτι Φριντάν, Κέιτ Μίλετ και Άντρεα Ντουόρκιν, εάν θέλουν ένα δείγμα δευτεροκινηματικής φεμινιστικής γραφής.
Μέσα στον καλοπροαίρετο ζήλο να αφυπνίσει τις γυναίκες, η Σόνταγκ πράγματι αναπαράγει και η ίδια κάποια σεξιστικά στερεότυπα, όπως ότι οι γυναίκες δε σέβονται η μία την άλλη, ότι έχουν συνηθίσει ή επαναπαυτεί στην υποστήριξη των ανδρών.
Μέσα στον καλοπροαίρετο ζήλο να αφυπνίσει τις γυναίκες, η Σόνταγκ πράγματι αναπαράγει και η ίδια κάποια σεξιστικά στερεότυπα, όπως ότι οι γυναίκες δε σέβονται η μία την άλλη, ότι έχουν συνηθίσει ή επαναπαυτεί στην υποστήριξη των ανδρών. Το γεγονός, όμως, ότι ψέγει πολλές φορές τις «γυναίκες» αντί να κατηγορήσει «τους άνδρες» δεν είναι τόσο ένα αποτύπωμα των πατριαρχικών καταλοίπων που καμιά μας δε μπορεί να απωλέσει στον απόλυτο βαθμό, όσο μια απόδειξη του ότι η Σόνταγκ δε θα επέλεγε ποτέ την «εύκολη λύση» της επίρριψης ευθυνών σε μια τόσο αόριστη έννοια όσο η πατριαρχία, αλλά τον δύσκολο δρόμο της κριτικής διάθεσης απέναντι στον φεμινισμό.
Ο φεμινισμός της Σόνταγκ
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας ακολουθήσουμε την ωρίμανση της φεμινιστικής σκέψης που αποτυπώνεται σε αυτή τη συλλογή. Αυτό που πρέπει να έχουμε διαρκώς στο νου μας, καταρχήν, είναι ότι η Σόνταγκ είναι φιλόσοφος, κριτικός, και όχι θεωρητικός του φεμινισμού. Κατά την ανάγνωση των δοκιμίων της «Δύο μέτρα και δύο σταθμά για την ηλικία», «Η ομορφιά της γυναίκας: Πηγή ταπείνωσης ή δύναμης;» και «Η ομορφιά: Πώς θα αλλάξει στο μέλλον;» η Σόνταγκ τοποθετείται επί θεμάτων που αφορούν το γυναικείο ζήτημα και τον γυναικείο αγώνα, ως φεμινίστρια, που το ερευνητικό της πεδίο, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο φεμινισμός.
Ξεκινάει την υπόθεσή της τοποθετώντας το ζήτημα στην καθολική του διάσταση. Στο πρώτο από τα αναφερόμενα δοκίμιο, για παράδειγμα, μελετά την ηθική φαντασιακή διαδικασία του «να μεγαλώνεις» (άλλη από τα βιολογικά, αναπόφευκτα γηρατειά), μια «κοινωνική παθολογία» απορρέουσα από το γεγονός ότι στις σύγχρονες αστικές βιομηχανικές κοινωνίες η νεότητα είναι μια «μεταφορά» για την ευτυχία, την ενέργεια, και την καταναλωτική επιθυμία. Αντίστοιχα, στο δεύτερο δοκίμιο εξετάζει την ομορφιά σαν ένα ταξικό σύστημα, που δημιουργεί πρότυπα και ανάγκες, αλλά παράλληλα μεταβάλλεται διαρκώς ανάλογα με το πολιτιστικό και οικονομικό συγκείμενο.
Η Σόνταγκ εντάσσει το έμφυλο ζήτημα μέσα στο ευρύ αυτό πλαίσιο των κοινωνικών κατασκευών που εξετάζει και έπειτα εξηγεί με πλήθος παραδειγμάτων γιατί η εκάστοτε συνθήκη καταπιέζει περισσότερο τις γυναίκες.
Η Σόνταγκ εντάσσει το έμφυλο ζήτημα μέσα στο ευρύ αυτό πλαίσιο των κοινωνικών κατασκευών που εξετάζει και έπειτα εξηγεί με πλήθος παραδειγμάτων γιατί η εκάστοτε συνθήκη καταπιέζει περισσότερο τις γυναίκες. Για παράδειγμα, το ζήτημα της ηλικίας είναι ταμπού για τις γυναίκες γιατί το «σεξουαλικό τους κεφάλαιο» έχει συντομότερη ημερομηνία λήξης από αυτό των ανδρών και γιατί τα δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάμεσα στα φύλα εκτείνονται και στη σεξουαλική επιθυμία, την εργασία, την εμφάνιση.
Οι έμφυλες διαφορές
Σε αυτά τα κείμενα, διαφαίνεται η άποψη της Σόνταγκ ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα δεν είναι βιολογικές και η διαιώνιση της άποψης περί έμφυτων βιολογικών διαφορών εφησυχάζει τα υποκείμενα, με αποτέλεσμα αυτά να αναπαράγουν στο διηνεκές τα στερεότυπα. Αυτό που διαφέρει, όμως, είναι οι απαιτήσεις, πιέσεις και υποχρεώσεις που η κοινωνία κατασκευάζει για να καταπιέσει τις γυναίκες και να διατηρήσει την υποβαθμισμένη τους θέση.
Με μια σκέψη πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής της, εμμένει στις ιδιότητες που αποδίδονται κοινωνικά στις κατασκευές της «θηλυκότητας» και της «αρρενωπότητας», χαρακτηριστικά που διαμοιράζονται αυστηρά από πολύ νεαρή ηλικία. Το πεδίο εργασίας της Σόνταγκ είναι στην αρχή υποθετικό, όμως πολύ σύντομα υποστηρίζεται από υπαρκτά παραδείγματα που αφορούν τους συγχρόνους της, συχνά από το χώρο των Τεχνών και δη του Σινεμά.
Σύγχρονα επιχειρήματα
Πολλά επιχειρήματα της Σόνταγκ είναι τόσο σύγχρονα, που μοιάζει να ανταποκρίνονται σε μεταγενέστερα ρεύματα του φεμινισμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που εξετάζει ένα ζήτημα με διαθεματική ματιά, σε συνάρτηση με τη γεωγραφία, την τάξη και κοινωνική θέση μιας γυναίκας. Επίσης, κάποια επιχειρήματά της θα μπορούσαν να ανήκουν στον φεμινισμό της κατάργησης που διαμορφώθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Ο καταργητικός φεμινισμός, εν ολίγοις, ορά με επιφύλαξη τους θεσμούς καταστολής και δικαιοσύνης, ισχυριζόμενος ότι το πρόβλημα δε λύνεται όταν τιμωρείται το έγκλημα, η κακοποίηση, η βία, αλλά όταν αλλάξει ο ορισμός και η αντιμετώπισή τους.
Για τη Σόνταγκ, δεν αρκεί να διεκδικούν οι γυναίκες χώρο στην εξουσία αλλά ευκταίο θα ήταν να αλλάξουν τη ίδια την έννοια της εξουσίας· δεν αρκεί να αποκτήσουν πρόσβαση στην εργασία, αλλά να αποδομήσουν τον σεξισμό με τον οποίο δομείται η εργασία.
Για τη Σόνταγκ, δεν αρκεί να διεκδικούν οι γυναίκες χώρο στην εξουσία αλλά ευκταίο θα ήταν να αλλάξουν τη ίδια την έννοια της εξουσίας· δεν αρκεί να αποκτήσουν πρόσβαση στην εργασία, αλλά να αποδομήσουν τον σεξισμό με τον οποίο δομείται η εργασία. Η διεκδίκηση της σεξουαλικής τους ελευθερίας δε θα σημαίνει τίποτα αν δεν αλλάξουν την έννοια της σεξουαλικότητας από αυστηρά ετεροφυλόφιλη προς μια σεξουαλικότητα πιο ρευστή και αμφιφυλόφιλη.
Στο πλαίσιο ανατροπής των μηχανισμών εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο δομούνται η φιλία, η αγάπη, ο πόλεμος, η Σόνταγκ διακηρύσσει και την ανάγκη διάλυσης της κλασικής, πυρηνικής οικογένειας, της καταπιεστικής αυτής δομής που υποτάσσει τη γυναίκα σε νοικοκυρά, μαγείρισσα, νοσοκόμο, βοηθό. Ο αγώνας των γυναικών για την Αμερικανίδα φιλόσοφο «απαιτεί μια πολιτιστική επανάσταση που θα επιτεθεί στις αξίες και στις πνευματικές αντιλήψεις».
Αποαποικιοκρατία των γυναικών
Από όλα τα κείμενα της συλλογής, το μόνο διακηρυκτικού χαρακτήρα είναι το κείμενο «Ο τρίτος κόσμος των γυναικών», που περιλαμβάνει απαντήσεις σε ερωτήσεις που τέθηκαν σε αυτή και άλλες διανοούμενες της εποχής από το μαρξιστικό περιοδικό “Libre”. Θυμίζοντας σε σημεία ένα φεμινιστικό μανιφέστο, αυτό μοιάζει να είναι το αποκορύφωμα της συγγραφικής της εμπλοκής με τον φεμινισμό.
Στο δοκίμιο αυτό παραλληλίζει τις γυναίκες με αυτόχθονες σε έναν αποικιοκρατικό κόσμο όπου άποικοι είναι οι άνδρες και παρομοιάζει τον αγώνα των γυναικών στις ΗΠΑ με την απελευθέρωση των μαύρων υποκειμένων. Κάνει λόγο για ψυχολογική, πολιτική και πολιτιστική υπανάπτυξη, για αλυσίδες εξάρτησης από τους άνδρες και προτείνει ως τρόπο χειραφέτησης την πολιτική οργάνωση σε ομάδες τις οποίες θα καθοδηγούν οι ίδιες, όπως οι Αφροαμερικανοί για τον δικό τους αγώνα. Σε αντίθεση όμως με τον μαύρο αγώνα, είναι κατά του αυτονομισμού, όπως θα διαπιστώσουμε και αργότερα.
Η Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά μεγάλωσε στο Tuscon της Αριζόνα και πήγε γυμνάσιο στο Λος Άντζελες. Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο του Σικάγο έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη θεολογία στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στο κολέγιο Saint Anne's του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων, αρκετά θεατρικά έργα και οκτώ δοκίμια. Άρθρα και πεζά της εμφανίστηκαν τακτικά στα περιοδικά “New Yorker”, “The New York Review of Books”, “The Times Literary Supplement”, “Art in America”, “Antaeus”, “Parnassus”, “The Threepenny Review”, “The Nation”, “Granta”, και πολλά άλλα, ενώ τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί, μέχρι σήμερα, σε 32 γλώσσες. Γύρισε, επίσης, τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους και σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία το “Περιμένοντας τον Γκοντό”, το καλοκαίρι του 1993, στο πολιορκημένο Σεράγεβο, όπου πέρασε πολυ καιρό στο διάστημα μεταξύ 1993-1996 και ανακηρύχθηκε επίτιμη δημότης. Πολιτική ακτιβίστρια στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα για πάνω από δύο δεκαετίες, υπήρξε πρόεδρος του Αμερικανικού PEN Club μεταξύ 1987-1989 και έλαβε μέρος σε εκστρατείες για την ελευθερία της έκφρασης και την απελευθέρωση πνευματικών δημιουργών που διώχθηκαν για τις απόψεις τους. Πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2004 στη Νέα Υόρκη.” |
Θεατρικές πράξεις αντίστασης
Η Σόνταγκ ανήκει στη γενιά των καμένων σουτιέν, στη γενιά όπου τα σύμβολα της καταπίεσης είχαν μεγάλη σημασία και ο αγώνας στον οποίο παροτρύνει είναι τέτοιος (π.χ. επιδρομή σε κέντρα αισθητικής, δημιουργία κέντρων απεξάρτησης από το μακιγιάζ κλπ). Αυτό που δεν πρόλαβε να ζήσει η Σονταγκ είναι η επανοικειοποίηση αυτών των συμβόλων και η θέαση αυτών όχι σαν καταπιεστικές συνθήκες υπηρέτησης του προτύπου ομορφιάς, αλλά ως επιθυμητή αυτοφροντίδα. Αυτό δε σημαίνει ότι τα επιχειρήματά της δε μπορούν να σταθούν σήμερα. Ας διαβάσουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ακόμα κι αν εκτελούνται από μια μικρή πλειοψηφία, οι θεατρικές πράξεις αντίστασης αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους να γίνουν αμυντικοί απέναντι σε σεξιστικές πρακτικές, σχεδόν ασυνείδητες μέχρι τώρα και τους αναγκάζουν να σκεφτούν ότι αυτές οι πρακτικές τουλάχιστον δεν είναι αυτονόητες».
Μας θυμίζει τίποτα; Μήπως τον ατελείωτο αντίλογο κατά του pride κάθε Ιούνιο και μια ανεξήγητη «άμυνα» που εκκολάπτει ομοφοβικές αντιδράσεις;
Στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης, η Σόνταγκ καλείται να απαντήσει για το πώς βιώνει τη συμπεριφορά των ανδρών ως απελευθερωμένη γυναίκα. Η ίδια δεν αποδέχεται τον όρο, παρόλο που υπήρξε σε όλη της τη ζωή φεμινίστρια. Παντρεύτηκε κρατώντας το όνομα της, μορφώθηκε, και χώρισε αρνούμενη εμφατικά το δικαίωμα σε διατροφή. Όταν, όμως, μπήκε στο κίνημα συνειδητοποίησε ότι το να είναι αυτή η φωτεινή εξαίρεση ανάμεσα σε εκατομμύρια καταπιεσμένων γυναικών δεν έχει τόση σημασία:
«Αυτό που έμαθα τα τελευταία πέντε χρόνια –με τη βοήθεια του γυναικείου κινήματος– είναι να τοποθετώ την προσωπική μου εμπειρία σε μια πολιτική προοπτική. Η καλή μου τύχη είναι άσχετη με το θέμα. Τι αποδεικνύει; Τίποτα».
Δε θα μπορούσε αυτό να είναι μια απάντηση στο ρηχό επιχείρημα κάποιων γυναικών που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν βιώσει ποτέ παρενόχληση ή σεξιστική συμπεριφορά, υπονοώντας πολλές φορές ένα συντρέχον πταίσμα αν όχι υπαιτιότητα των ίδιων των θυμάτων; Τι αποδεικνύει αυτή η τύχη τους; Τίποτα, όπως θα έλεγε και η Σόνταγκ.
Η ίδια δεν αποδέχεται τον όρο, παρόλο που υπήρξε σε όλη της τη ζωή φεμινίστρια. Παντρεύτηκε κρατώντας το όνομα της, μορφώθηκε, και χώρισε αρνούμενη εμφατικά το δικαίωμα σε διατροφή.
Με αυτή την έννοια, όπως η Σόνταγκ παραλληλίζει τον φεμινιστικό αγώνα με τον μαύρο αγώνα, εμείς θα μπορούσαμε αναλογικά να χρησιμοποιήσουμε τα επιχειρήματα της Σόνταγκ για νέους ή διαχρονικούς αγώνες σχετικά με το έμφυλο ζήτημα και όχι να τα απομονώσουμε χρονικά (δεκαετία 1970) και τοπικά (ΗΠΑ).
Ιδεολογία και φεμινισμός
Μόνο σε αυτό το κείμενο που ξεχωρίσαμε επιτρέπει η Σόνταγκ στην ιδεολογία να έρθει σε δεύτερη μοίρα και παραδέχεται ότι ο φεμινιστικός αγώνας προηγείται του σοσιαλιστικού ταξικού αγώνα. Ήδη, όμως, από το κείμενο «Η γοητεία του φασισμού», ο φεμινισμός έχει μπει στο παρασκήνιο. Στο τελευταίο κείμενο, μάλιστα, η Σόνταγκ, δηλώνοντας μια «παθιασμένη αισθητίστρια» και «εμμονική ηθικολόγος», που διατηρεί μια «στιβαρή αντίληψη του ιστορικού πλαισίου» αρνείται μια τέτοια προτεραιοποίηση.
Η Ριτς την επέκρινε γι’ αυτό και συγκεκριμένα για το ότι, μιλώντας για την αισθητική του ναζισμού, αμέλησε να αναφέρει ότι αυτή ήταν πρωτίστως πατριαρχική και έτσι δεν κατάφερε να καταδείξει τις σχέσεις πατριαρχίας-ναζισμού. Η Σόνταγκ απάντησε ειρωνικά τονίζοντας τον κίνδυνο του να παραβλέπει κανείς τον ρατσισμό των Ναζί, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πατριαρχική τους καταδυνάστευση.
Η απαραίτητη κριτική
Είναι σε αυτό το άρθρο-ανταπάντηση στην Ριτς που η Σόνταγκ προβαίνει σε μια εκ των έσω κριτική του φεμινιστικού κινήματος. Ούσα η ίδια εντός του, και όχι ως ένας κακοπροαίρετος εξωτερικός επικριτής, ψέγει τον αυτοαναφορικό και μυωπικό φεμινισμό, που θεωρεί τον αγώνα του τον πιο σημαντικό παραγνωρίζοντας εντελώς παράγοντες όπως η φυλή, η Ιστορία, η πολιτική.
Αυτό υπονοεί και δομικά αυτή η συλλογή, ότι, δηλαδή, ένας προσωπικός κύκλος-αναμέτρηση με τον φεμινισμό θα είναι ημιτελής, εάν δεν περάσει και από το στάδιο της αυτοκριτικής. Η Σόνταγκ ξεκίνησε από το άγουρο στάδιο των πρώτων παρατηρήσεων, έφτασε σε αυτό μιας καλά εμπεριστατωμένης επιχειρηματολογίας για τη συνθήκη των γυναικών και, από εκεί, σε μια αναγκαία κριτική του σύγχρονού της φεμινισμού. Είτε συμφωνούμε με την κριτική καθαυτή είτε όχι, αυτή η σε βάθος διείσδυση στις περίπλοκες σχέσεις του κινήματος είναι το καλύτερο μάθημα που μας παραδίδει η Σόνταγκ, ακόμα και είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό της.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.