
Ξεκινώντας από το βιβλίο του David Held «Μοντέλα δημοκρατίας» (μτφρ. Μαριάννα Τζιαντζή, Κατερίνα Κέη, Γιάννης Βογιατζής, εκδ. Πολύτροπον) και του Andrew Heywood «Εισαγωγή στην Πολιτική» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πόλις), παρουσιάζουμε και σχολιάζουμε το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα, εκδ. Αλεξάνδρεια».
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Ο όρος «δημοκρατία» είναι από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους διεθνώς, και τα βιβλία που τον έχουν στον τίτλο τους θα γέμιζαν βιβλιοθήκες ολόκληρες. Σχεδόν όλοι, Αριστεροί, Δεξιοί και Κεντρώοι, διεκδικούν για λογαριασμό τους τη δημοκρατία, ασχέτως του πόσο διαφορετικά την αντιλαμβάνονται. Επειδή, όμως, πολλές φορές οι δημοφιλείς όροι είναι και κακομεταχειρισμένοι, καλό είναι να βεβαιωθούμε ότι αναφερόμαστε όλοι στο ίδιο πράγμα.
Τι είναι δημοκρατία; Ο ακριβής και πλήρης ορισμός της είναι υπερβολικά δύσκολος. Ιστορικά, έχουν υπάρξει άνω του ενός δημοκρατικά πολιτεύματα. Πρώτη ήταν η αρχαία και άμεση δημοκρατία, που γεννήθηκε στη Χίο κατά τον 6ο αιώνα, και μέσω της Αθήνας διαδόθηκε σε διάφορες ελληνικές πόλεις-κράτη. Στη Νεωτερικότητα, αρχής γενομένης με τις ανεξάρτητες ΗΠΑ στα τέλη του 18ου αιώνα, η δημοκρατία υπήρξε φιλελεύθερη και όχι άμεση αλλά έμμεση και αντιπροσωπευτική. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες συντίθενται από δύο στοιχεία: τον φιλελευθερισμό (πολιτικό και οικονομικό) και τη δημοκρατία.
Η δημοκρατία αποτελείται από δύο κύριες αρχές, την αρχή της πλειοψηφίας και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Πίσω από τις όποιες πολιτικές αποφάσεις βρίσκεται ο κυρίαρχος λαός, ο οποίος πλειοψηφικά επιλέγει τι μέλλει γενέσθαι. Στη φιλελεύθερη δημοκρατία, έχει υποστηριχθεί, λαμβάνει χώρα σύγκρουση απέναντι στο φιλελεύθερο στοιχείο (ατομικά δικαιώματα) και στο δημοκρατικό (βούληση της πλειοψηφίας). Κατά τη Νεωτερικότητα, τα τρία μοντέλα φιλελεύθερων δημοκρατιών που έχουν εφαρμοσθεί είναι: η προστατευτική, η αναπτυξιακή και η επονομαζόμενη «δημοκρατία της εξισορρόπησης».
Βέβαια, για έναν σημερινό άνθρωπο είναι παράξενο το ν’ αναλογίζεται το πόσο έχει αλλάξει η ευρύτερη άποψη για τη δημοκρατία. Συγκεκριμένα, μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα, ο όρος είχε αρνητική σημασία και γινόταν αντιληπτή σαν το πολίτευμα όπου διοικεί η λάθος τάξη, αυτή των φτωχών και πολιτικά απαίδευτων. Η γενικευμένη αποδοχή της δημοκρατίας ως κατάλληλης μορφής για την οργάνωση της πολιτικής ζωής είναι φαινόμενο των τελευταίων εκατό, ή και λιγότερων, χρόνων γράφει εμφατικά ο David Held στο βιβλίο του Μοντέλα δημοκρατίας (μτφρ. Μαριάννα Τζιαντζή, Κατερίνα Κέη, Γιάννης Βογιατζής, εκδ. Πολύτροπον). Η αρχαία δημοκρατία, συνεχίζει, ξεκίνησε από τη Χίο τον έκτο αιώνα, εδραιώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, διακοπτόμενη από μικρές φάσεις τυραννίας, για να διαλυθεί τελικά οριστικά μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα μακεδονικά στρατεύματα.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο ισχυρισμός κάποιων ότι η δημοκρατία «εμπεριέχει» τάχα εντός της και τον φιλελευθερισμό, μάλλον δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Ο λόγος είναι επειδή, όπως φανερώνει και ο Held, η αρχαία-άμεση δημοκρατία δεν διέθετε καμία θεσμική προστασία του ατόμου, όταν αυτό έρθει σε σύγκρουση με τη βούληση της πλειοψηφίας. Με μια απλή πλειοψηφία στη συνέλευση του δήμου, μπορούσαν ν’ αρθούν τα δικαιώματα ενός πολίτη, ενώ υπήρχε και ο αντιφιλελεύθερος θεσμός του εξοστρακισμού, για όποιον λογιζόταν δυνάμει επικίνδυνος για τη διατήρηση του πολιτεύματος.
Ας δούμε τι λέει για τις διαφορές της αρχαίας με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και ο ακαδημαϊκός πολιτειολόγος Andrew Heywood, στο εγχειρίδιό του Εισαγωγή στην Πολιτική (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πόλις):
«Η άμεση δημοκρατία (μερικές φορές “συμμετοχική δημοκρατία”) βασίζεται στην άμεση, αμεσολάβητη και διαρκή συμμετοχή των πολιτών στο έργο της κυβέρνησης. Η άμεση δημοκρατία καταργεί επομένως τη διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων και μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Είναι ένα σύστημα λαϊκής αυτοκυβέρνησης. Επιτεύχθηκε στην αρχαία Αθήνα μέσω μια μορφής κυβέρνησης που βασιζόταν στις συνελεύσεις των πολιτών. Η πιο κοινή σύγχρονη έκφανσή της είναι το δημοψήφισμα» (σελ. 109).
Αντίθετα:
«Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια περιορισμένη και έμμεση μορφή δημοκρατίας. Είναι περιορισμένη επειδή η λαϊκή συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι σπάνια και σύντομη, καθώς περιορίζεται στην πράξη της ψήφου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Είναι έμμεση επειδή ο λαός δεν ασκεί ο ίδιος την εξουσία απλώς εκλέγει εκείνους που θα κυβερνήσουν για λογαριασμό του. Αυτή η μορφή εξουσίας είναι δημοκρατική μόνο στο βαθμό που η αντιπροσώπευση εγκαθιδρύει έναν αξιόπιστο και λειτουργικό σύνδεσμο μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων. Αυτό μερικές φορές εκφράζεται με την ιδέα της λαϊκής εντολής» (σελ. 109).
Οι θεωρίες της δημοκρατίας, όπου και όποτε έκαναν την εμφάνισή τους στους Νεότερους Χρόνους, είχαν γενικά έναν «ουτοπικό» χαρακτήρα, αφού οι θεωρητικοί τους προσδοκούσαν είτε ένα αταξικό σύστημα, όπου δεν θα υπάρχει ατομική ιδιοκτησία ή απλώς ένα «μονοταξικό» σύστημα, χωρίς δυνατότητες για υπερβολικό πλουτισμό και ένδεια. Από την άλλη, οι μεγάλοι φιλελεύθεροι θεωρητικοί του 17ου και του 18ου αιώνα αλλά και των αρχών του 19ου αιώνα, δεν ήταν καθόλου δημοκρατικοί και μονάχα από τα μέσα του 19ου αιώνα (και σχεδόν ως τα μέσα του 20ού), επεδίωξαν τον συνδυασμό της αποδοχής της καπιταλιστικής αγοράς με μια «ανθρωπιστική» προσέγγιση. Πολύτιμη είναι εδώ η μελέτη του Crawford MacPherson (Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ελένη Κασίμη, εκδ. Γνώση), την οποία συμβουλεύεται και ο Held.
Το κύριο πρόβλημα που επιδιωκόταν να λυθεί ήταν το πώς μπορεί να διατηρηθεί μία νόμιμη κυβέρνηση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η επιδίωξη του ίδιου συμφέροντος εκάστου εξ ημών. Τα άτομα κλήθηκαν να προωθούν τα συμφέροντά τους με τους κανόνες της αγοράς, με το κράτος ν’ αποτελεί ένα είδος «διαιτητή» και επόπτη όλης αυτής της διαδικασίας.
Όπως μας διευκρινίζει ο Held, η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος στη σύγχρονη εποχή έγινε προϋποθέτοντας μίαν απαισιόδοξη ανθρωπολογία. Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο πρόβλημα που επιδιωκόταν να λυθεί ήταν το πώς μπορεί να διατηρηθεί μία νόμιμη κυβέρνηση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η επιδίωξη του ίδιου συμφέροντος εκάστου εξ ημών. Τα άτομα κλήθηκαν να προωθούν τα συμφέροντά τους με τους κανόνες της αγοράς, με το κράτος ν’ αποτελεί ένα είδος «διαιτητή» και επόπτη όλης αυτής της διαδικασίας.
Τακτικές εκλογές, μυστική ψηφοφορία και ανταγωνισμός υποψήφιων ηγετών και κομμάτων βάσει του κανόνα της πλειοψηφίας, αυτές ήταν οι θεσμικές βάσεις της Προστατευτικής δημοκρατίας, οι κύριοι θεωρητικοί της οποίας στάθηκαν οι ωφελιμιστές φιλόσοφοι Bentham και James Mill (ο πατέρας του John Stuart Mill). Η κρατική εξουσία εθεωρείτο πως έπρεπε να είναι απρόσωπη και διαιρούμενη, μία διαίρεση που είχε εισηγηθεί ο Montesquieu, σε τρεις τομείς: εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική.
Το δεύτερο μοντέλο δημοκρατίας, η Αναπτυξιακή δημοκρατία προτάθηκε από τον John Stuart Mill, με τους νόμους του 1830 και 1831, υπέρ της καθολικής ψηφοφορίας στη Βρετανία (για τους άρρενες, ή μάλλον για ένα μικρό τμήμα αυτών). Η πολιτική συμμετοχή κρινόταν πλέον απαραίτητη για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου.
Ένα ακόμη μοντέλο δημοκρατίας, καθιερωμένο στη δεκαετία 1940, είναι η λεγόμενη Ανταγωνιστική δημοκρατία των ελίτ (γνωστή και ως δημοκρατία της εξισορρόπησης). Αυτή στηρίχθηκε στις θεωρίες του Max Weber και προ πάντων του Joseph Schumpeter, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν ως βάση μία πεπειραμένη και εξειδικευμένη ελίτ, η οποία θα παίρνει τις αποφάσεις (με ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας), αποφεύγοντας τις πιθανές υπερβολές των πολιτών, που σ’ ένα μεγάλο βαθμό είναι αδαείς και πολιτικά απερίσκεπτοι.
Να σημειωθεί ότι οι Held και Heywood πραγματεύονται, στα συγγράμματά τους, τις θεωρίες περί άμεσης δημοκρατίας, κυρίως στον μαρξιστικό και στον αναρχικό χώρο, ωστόσο αυτά παραμένουν θεωρητικά μοντέλα. Έχουμε, λοιπόν, μέχρι στιγμής τέσσερα ιστορικά εφαρμοσμένα μοντέλα δημοκρατικής διακυβέρνησης: την αρχαία-άμεση, την προστατευτική, την αναπτυξιακή, και τέλος, την ανταγωνιστική δημοκρατία.
Έχουμε, λοιπόν, μέχρι στιγμής τέσσερα ιστορικά εφαρμοσμένα μοντέλα δημοκρατικής διακυβέρνησης: την αρχαία-άμεση, την προστατευτική, την αναπτυξιακή, και τέλος, την ανταγωνιστική δημοκρατία.
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, τα αυταρχικά/δεσποτικά κράτη και τα «υβριδικά» μοντέλα διακυβέρνησης, τα οποία δεν ανήκουν πλήρως σε καμία από τις δύο ομάδες, διότι έχουν τυπικά δημοκρατικούς θεσμούς, όμως έχουν και σημαντικά ελλείμματα φιλελευθερισμού. Ακριβέστερα, σύμφωνα και πάλι με τον Heywood, υπάρχουν πέντε πολιτεύματα στον σύγχρονο κόσμο: οι δυτικές πολυαρχίες, οι νέες δημοκρατίες, τα καθεστώτα της νοτιοανατολικής Ασίας, τα ισλαμικά καθεστώτα, και τέλος, τα στρατιωτικά καθεστώτα.
Στα τέλη του εικοστού αιώνα, η πολιτική επιστήμη γνωρίζει τον καινοφανή όρο «ανελεύθερη δημοκρατία» («illiberal democracy»). Σ’ ένα πολύκροτο άρθρο, ο Fareed Zakaria υποστήριξε πως χωρίς τον φιλελευθερισμό, δηλαδή χωρίς μια στοιχειώδη κατοχύρωση του ατόμου (και, συνακόλουθα, των κάθε λογής μειονοτήτων) από την πολιτική εξουσία, η δημοκρατία μπορεί αργά ή γρήγορα να καταλήξει σε ωμή τυραννία.
Στην πράξη, λίγο-πολύ όλα τα δημοκρατικά κράτη έχουν θεσπίσει κάποιους θεσμικούς περιορισμούς, αν όχι και αποκλεισμούς, στο τι θεωρείται «λαϊκή εξουσία». Όπως μας θυμίζει ο Heywood, η πλήρης καθολική ψηφοφορία καθιερώθηκε σε Βρετανία και Ελβετία με την καθιέρωση της γυναικείας ψήφου, στα 1928 και 1971 αντίστοιχα (στη χώρα μας, το 1952), ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι Αφροαμερικανοί πολίτες αναγνωρίσθηκαν συνταγματικά ίσοι με τους υπόλοιπους.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα καλό υπόβαθρο για να παρακολουθήσουμε τους συλλογισμούς που καταθέτει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σιακαντάρης στο νέο του βιβλίο Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; (εκδ. Αλεξάνδρεια). Όσα θίγονται εκεί, με τον εκτεταμένο διάλογο που γίνεται με θεμελιακές παλιές και νέες έννοιες (μεταξύ άλλων, αναφέρεται και το προαναφερθέν βιβλίο του Held), είναι επίκαιρα και αποτελούν καρπό της πολυετούς πείρας του συγγραφέα, καθώς και της στέρεας ιστορικής του γνώσης των πολιτικών τεκταινομένων. Όπως και ο MacPherson που αναφέραμε πριν, ο Γιώργος Σιακαντάρης οραματίζεται δημοκρατίες με περισσότερη και ενεργότερη συμμετοχή των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία και ο ρεπουμπλικανισμός είναι θεμελιώδεις και η εναρμόνισή τους παρατίθεται ως σημαντική πρόκληση.
«Για τον φιλελευθερισμό η αυτονομία και η αυτοτέλεια του ατόμου υπέχουν θέση προτεραιότητας. Ο ρεπουμπλικανισμός, αντιθέτως, υποτάσσει αυτές τις δύο έννοιες στην ανάγκη συμμετοχής στα κοινά. Στον φιλελευθερισμό η ελεύθερη και αυτόνομη προσωπικότητα παραμένει στη σφαίρα της ιδιωτικότητας, αντιθέτως στον ρεπουμπλικανισμό η αποστολή και η ολοκλήρωση της αυτόνομης προσωπικότητας γίνεται μόνο μέσα από τη συμμετοχή της στα κοινά. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι φοβική, η ρεπουμπλικανική μαχόμενη. Με τη γνώση βεβαίως πως φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς ρεπουμπλικανισμό και ρεπουμπλικανική χωρίς φιλελευθερισμό είναι “ατελείς” δημοκρατίες». (σελ. 81) «Η ταυτόχρονη συνύπαρξη δημοκρατίας, φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού είναι αναγκαία για τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και για τη δημοκρατία γενικότερα». (σελ. 66).
Οι κύριοι αντίπαλοι με τους οποίους μάχεται το βιβλίο είναι η «μεταπολιτική», η «μεταδημοκρατία» και η υπέρβαση του ιδεολογικού δίπολου Αριστεράς και Δεξιάς στο όνομα μίας ευρείας συναίνεσης στο πολιτικό κέντρο. Η άποψη ότι το παλιό δίπολο έχει χάσει το νόημά του τη σήμερον ημέρα, μας λέει, είναι στον πυρήνα της αντιπολιτική, αντιδημοκρατική και αντιφιλελεύθερη. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι είναι και ιστορικά ανύπαρκτη: απεναντίας, ο συγγραφέας παραδέχεται πως η υπέρβαση αυτή δεν είναι απλή θεωρητικολογία, αλλά περιγράφει κάτι που έχει συντελεσθεί εδώ και αρκετά χρόνια στον πολιτικό στίβο της Ευρώπης.
Ομολογουμένως, με την έλευση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, η σοσιαλδημοκρατία έκανε το μοιραίο (για την επιβίωσή της) σφάλμα της συνθηκολόγησης, αφήνοντας έτσι κενό τον χώρο της διεκδίκησης προοδευτικών αιτημάτων (οικονομική εξίσωση). Οι ανισότητες αυξήθηκαν και η Παγκοσμιοποίηση άρχισε να γεννά ηττημένους και περιθωριακούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν πια πού να στραφούν.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης ισχυρίζεται πως είναι άστοχο και πολιτικά παρακινδυνευμένο να καταδικάζουμε συλλήβδην κάθε μορφή λαϊκισμού. Όταν το κάνουμε αυτό, στην πραγματικότητα αποξενώνουμε τον λαό, ματαιώνουμε τα προοδευτικά του αιτήματα...
Όπως και άλλοι σύγχρονοι θεωρητικοί του Αριστερού λαϊκισμού (π.χ. η Chantal Mouffe), ο Γιώργος Σιακαντάρης ισχυρίζεται πως είναι άστοχο και πολιτικά παρακινδυνευμένο να καταδικάζουμε συλλήβδην κάθε μορφή λαϊκισμού. Όταν το κάνουμε αυτό, στην πραγματικότητα αποξενώνουμε τον λαό, ματαιώνουμε τα προοδευτικά του αιτήματα και, σε τελική ανάλυση, τον σπρώχνουμε στην αγκάλη του αντιδραστικού Δεξιού και Ακροδεξιού λαϊκισμού, είτε αυτός καλείται Ντόναλτ Τραμπ, είτε Μπόρις Τζόνσον, είτε Μαρί ΛεΠεν.
Κάθε αφ’ υψηλού καταδίκη του λαϊκισμού γίνεται συνήθως εκ μέρους των κερδισμένων και ευνοημένων της Παγκοσμιοποίησης κύκλων, που επιχειρούν να προστατεύσουν με κάθε τίμημα τα ιδιαίτερα προνόμιά τους, επιμένοντας ν’ απαιτούν χαμηλή φορολόγηση και περαιτέρω κέρδη σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος. Στόχος των επιθέσεων μιας Αριστερής προοδευτικής πολιτικής, λοιπόν, γραμμής πρέπει να είναι πρωτίστως ο νεοφιλελεύθερος ελιτισμός των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών συστημάτων.
Στον αιώνα μας, η πολιτική μετατρέπεται σε ζήτημα διαχείρισης προβλημάτων από έμπειρους τεχνοκράτες και όχι τολμηρή απόπειρα αλλαγής του κόσμου, όπως το ήθελε ο Marx (τον οποίον, σημειωτέον, θεωρεί ολοκληρωτιστή) και οι άλλοι επαναστάτες. Οι ιδεολογίες και οι «μεγάλες αφηγήσεις» εξέλιπαν. Εκτός αυτού, θίγεται και το ζήτημα του θεατρινισμού της πολιτικής που, μαζί με την εκτεχνίκευσή της, είναι το άλλο άκρο διολίσθησης.
Ο Σιακαντάρης τοποθετείται εναντίον της ψήφου εξωκομματικών μελών στις εσωκομματικές εκλογές ανάδειξης κομματικών υποψηφίων, επισημαίνοντας ότι τέτοιες πρακτικές παραπέμπουν σε μία μάλλον ασόβαρη ενασχόληση με την πολιτική, όπου η τελευταία έχει εκτραπεί σ’ ένα είδος θεάματος ελαφριάς ψυχαγωγίας του κοινού.
Ενδεικτικά, ο Σιακαντάρης τοποθετείται εναντίον της ψήφου εξωκομματικών μελών στις εσωκομματικές εκλογές ανάδειξης κομματικών υποψηφίων, επισημαίνοντας ότι τέτοιες πρακτικές παραπέμπουν σε μία μάλλον ασόβαρη ενασχόληση με την πολιτική, όπου η τελευταία έχει εκτραπεί σ’ ένα είδος θεάματος ελαφριάς ψυχαγωγίας του κοινού.
Στο ζήτημα των δικαιωμάτων και της political correctness, o Σιακαντάρης τηρεί μία μάλλον μετριοπαθή στάση. Από τη μια μεριά καταδικάζει τις πρακτικές που θεωρεί ακρότητές της (π.χ. λογοκρισία συγγραφέων), επειδή περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, αλλά και επειδή αποπροσανατολίζουν την Αριστερά από τον παραδοσιακό ταξικό της προσανατολισμό. Από την άλλη, επικρίνει όσους είναι πρόθυμοι ν’ απορρίψουν την ευαισθησία για τα δικαιώματα του ανθρώπου, στο όνομα μίας άτσαλης επίθεσης κατά του «δικαιωματισμού».
«Εντέλει μεταπολιτική είναι εκείνη η αδυναμία της πολιτικής που οδηγεί στην κυριαρχία των εξωθεσμικών και ιδιωτικών συμφερόντων. Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν αποδοχή ως τετελεσμένου της οριστικής ήττας της πολιτικής από τη μεταπολιτική. Το αντίθετο μάλιστα. Η μεταπολιτική είναι κρυφός νεοφιλελευθερισμός» (σελ. 279).
Το βιβλίο είναι γόνιμο και μοιάζει πως γράφτηκε για να προκαλέσει διάλογο, μέρος του οποίου πιθανώς θα είναι και κριτικό. Τι θα έλεγε για όλα αυτά, λόγου χάρη, ένας «αντιδραστικός», ένας πολιτικά συντηρητικός ας πούμε, δηλαδή ένας ιδεολογικός αντίπαλος του σοσιαλδημοκρατικού οράματος; Πρώτα πρώτα, αυτός θα επεσήμαινε ότι το μόνο που καταλογίζει ο Σιακαντάρης στους Αριστερούς είναι ότι αυτοί, στην πλειονότητά τους, συντάχθηκαν με νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, δεν έχει όμως να πει σχεδόν τίποτα για την «υλιστική» κοσμοθεωρία τους (οικονομισμός), την απόρριψη του έθνους, της θρησκείας και των χριστιανικών παραδόσεων, στο όνομα ενός εκσυγχρονισμού και μιας Παγκοσμιοποίησης ως επί το πλείστον υπολογισμένων με αυστηρά οικονομικούς όρους.
Υπό το πρίσμα τούτης της συλλογιστικής, η μομφή για ανέντιμες συνεργασίες θα παρέμενε στους σοσιαλδημοκράτες, ανεξαρτήτως του αν αυτοί θα επιλέξουν να ριζοσπαστικοποιήσουν περαιτέρω τα οικονομικά τους αιτήματα. Ένας συντηρητικός θα κατήγγελλε επίσης την Ευρώπη για τη σταδιακή εγκατάλειψη του ηθικού (χριστιανικού) της νομιμοποιητικού θεμελίου, μια εγκατάλειψη που συντελέσθηκε ως περήφανη απέκδυση από ένα περιττό κουρελιασμένο μανδύα.
Τέλος, ο Σιακαντάρης καταγγέλλει απερίφραστα τον ελιτισμό, αλλά σε ορισμένα σημεία επαναλαμβάνει την κριτική του, ιδίως όταν επικρίνει σαν «νεοαντίδραση» τις σκέψεις που διατυπώνει για τη μετανάστευση ο Bruckner, σκέψεις ουκ ολίγων καθημερινών ανθρώπων στη χώρα μας και αλλού.
Αν όμως ο λαός παρουσιάζεται «συντηρητικός», γεγονός που θα μπορούσε να τεκμαρθεί και από πρόσφατα γεγονότα (όπως, ενδεικτικά, οι λιτανείες των θρησκευτικών εικόνων ή η καχυποψία εναντίον της χορήγησης επιπλέον δικαιωμάτων στα μέλη που προασπίζεται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα), θα πρέπει η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά να τον ακολουθήσει σ’ αυτό ή μήπως είναι αναγκασμένη να του θέσει όρια; Και πώς θα μπορούσε τότε ν’ αποφευχθεί η αυτοκατάργησή της; Ας σημειωθεί ότι η αναφορά στο φυσικό δίκαιο είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και προκλητικά σημεία του βιβλίου:
«Οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, του φυσικού δικαίου, της ελευθερίας, της συμμετοχής και της αντίστασης, αρχές δηλαδή του ρεπουμπλικανικού πνεύματος, πρέπει να διατηρηθούν στη ζωή. Η απαξίωσή τους δεν συνιστά προοδευτική πράξη. Οι προοδευτικοί άνθρωποι χρειάζεται να τολμήσουν να υπερασπιστούν την πολιτική σε εποχές που κάποιοι θεωρούν πως πολιτική είναι οι χειραψίες των εχόντων επικοινωνιακό χάρισμα ή έστω πως πολιτική σημαίνει να μοιράζεις κουπόνια» (σελ. 123)
Σε τελική ανάλυση, θα έλεγε και πάλι ο συντηρητικός, ίσως το πιο φλέγον ερώτημα να μην είναι το αν η διάκριση ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά» έχει κάποιο νόημα, αλλά το από πού θα καθορισθεί το νόημά της και το περιεχόμενο των αλληλοσυγκρουόμενων όρων της.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.