
Για το βιβλίο του Έρνστ-Βόλφγκανγκ Μπόκενφορντε [Ernst-Wolfgang Böckenförde] «Συμβολές στη θεωρία για το κράτος και την πολιτική αυτονομία» (μτφρ. Βασιλική Ε. Χρήστου, εκδ. Παπαζήση). Κεντρική εικόνα: © Global Focus.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Το τελευταίο διάστημα, καθώς πλησίαζαν οι Ευρωεκλογές, ακούγαμε πάλι να επιστρέφει στο προσκήνιο το ζήτημα της δημοκρατίας, με έμφαση στη σχέση της πλειοψηφίας με τις κάθε λογής μειοψηφίες.
Με το ζήτημα αυτό καταπιάστηκε και ο Ernst-Wolfgang Böckenförde, Γερμανός νομικός και κυρίως γνωστός από το περίφημο «δίλημμα του Böckenförde». Προς το παρόν, στην ελληνική γλώσσα δεν διαθέτουμε παρά μονάχα ένα βιβλίο του, ή μάλλον μία έκδοση με δημοσιευμένες και μεταφρασμένες δύο ολιγοσέλιδες και σημαντικές μελέτες του.
Στην πρώτη μελέτη του, με τίτλο «Δημιουργία και μεταβολή της έννοιας του κράτους δικαίου» (1976), ο σπουδαίος νομικός Ernst-Wolfgang Böckenförde αναλύει ιστορικά τον φιλελευθερισμό. Σήμερα, μας λέει, ζούμε σε κοινωνίες που λειτουργούν ως φιλελεύθερες δημοκρατίες. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι τα δύο βασικά πολιτικά τους συστατικά, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, δεν είναι ένα και το αυτό.
Ιστορικά, έχουν υπάρξει δημοκρατίες δίχως φιλελευθερισμό (π.χ. η αρχαία Αθήνα της Κλασικής περιόδου), όσο και φιλελευθερισμοί χωρίς δημοκρατική διακυβέρνηση (π.χ. ευρωπαϊκά κράτη στον 18ο αιώνα). Αν και συνδυάζονται, η φιλελεύθερη αρχή είναι διαφορετική από τη δημοκρατική, και δεν αποκλείεται κάποτε οι δύο τους να βρίσκονται ακόμη και σε αντιμαχία. Στη συνέχεια θα δούμε το ότι ακριβώς αυτή την αντιμαχία θέλει ν’ αναδείξει ο Böckenförde, με το περίφημο «δίλημμά» του.
Το κράτος δικαίου
Αρχικά, εντοπίζει τη βάση του φιλελευθερισμού στην έννοια του κράτους δικαίου. Κράτος δικαίου, εξηγεί, είναι το κράτος που αυτοπεριορίζεται νομικά, που δέχεται δηλαδή θεσμικούς φραγμούς στην εξουσία του, την οποία απαγορεύεται να μεταχειρισθεί ανεξέλεγκτα. Ήδη από την εποχή του Immanuel Kant, όταν γινόταν λόγος για «ρεπουμπλικανισμό», ως κράτος δικαίου δεν λογιζόταν αποκλειστικά το δημοκρατικό. Μπορούσε να είναι τόσο ένα μοναρχικό ή ένα ολιγαρχικό. Αυτό που δεν μπορούσε να είναι, είναι κράτος θεοκρατικό ή αυταρχικό.
Για ποιον λόγο; Διότι ο αυταρχισμός, όπως και η θεοκρατία, αψηφά τις θεσμικές δικλείδες αυτοπεριορισμού της εξουσίας. Άρα, κράτος δικαίου είναι το κράτος που διαθέτει το «απολιτικό» και βασικά νομικό στοιχείο του αυτοπεριορισμού, ανεξαρτήτως της μορφής διακυβέρνησής του (δημοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία).
Στο κράτος δικαίου, η κυριαρχία του νόμου είναι υπέρτερη της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Πιο απλά, ο φιλελευθερισμός προηγείται της δημοκρατίας. Κάθε κράτος δικαίου βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχουν μέσα του εσωτερικές «ρυθμιστικές» δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές είναι αυτορυθμιζόμενες και πηγάζουν από την ηθική ουσία του ατόμου και την ομοιογένεια της κοινωνίας (που απαιτείται για μία δημοκρατία). Από εκεί πηγάζουν και οι όποιοι θεσμοί.
Ο Böckenförde αναζητά ό,τι θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «προ-πολιτικά» θεμέλια μίας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας, υπό τις πιεστικές κοινωνικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του διαρκώς διευρυνόμενου ατομικισμού.
Τι ακριβώς εννοεί εδώ ο Böckenförde; Αυτό θα το καταλάβουμε καλύτερα αν δούμε και τη δεύτερη μελέτη του, με τον τίτλο «Το μέλλον της πολιτικής αυτονομίας» (2000). Εκεί ο Böckenförde αναζητά ό,τι θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «προ-πολιτικά» θεμέλια μίας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας, υπό τις πιεστικές κοινωνικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του διαρκώς διευρυνόμενου ατομικισμού.
Η παγκοσμιοποίηση, ξεκαθαρίζει (παραπέμποντας και στον Ulrich Beck), συνεπάγεται τόσο την παγκόσμια διασύνδεση χάρη στην τεράστια τεχνολογική πρόοδο, όσο και την επίσης τεράστια αύξηση των υπερκρατικών οικονομικών συναλλαγών.
Τέλος, παραπέμπει και σε μία -μερική αλλά ολοένα επεκτεινόμενη- τάση προς απώλεια της κρατικής κυριαρχίας. Τα εθνικά κράτη έχουν όλο και λιγότερο έλεγχο για τα όσα συμβαίνουν και συχνά οι οικονομικές και παγκόσμιες πολιτικές μεταβολές υπερβαίνουν την εμβέλεια των παρεμβάσεών τους.
Οι συνέπειες στη δημοκρατία
Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν συνέπειες και για τη δημοκρατία. Δημοκρατία, τονίζει Böckenförde, δεν είναι η απουσία κυριαρχίας (όπως θα το ήθελε, για παράδειγμα, ένας αναρχικός), αλλά είναι ένας συγκεκριμένος τύπος κυριαρχίας, η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις και στα μέτρα, στα οποία κατόπιν ο καθένας υποτάσσεται. Δημοκρατία είναι όχι η έλλειψη διακυβέρνησης, αλλά η αυτοκυβέρνηση του λαού.
Στη σημερινή της μορφή, η δημοκρατία απέκτησε σάρκα και οστά μέσα από ένα σύνολο ιστορικών εξελίξεων, ξεκινώντας από τη Γαλλική και την Αμερικανική επανάσταση, λαμβάνοντας σχήμα στον 19ο αιώνα, και διαδιδόμενη ευρύτατα κατά τον 20ό. Όλες αυτές οι εξελίξεις ήταν άμεσα συνυφασμένες με το κράτος. Κατά συνέπεια, η δημοκρατία και κρατική ιδιότητα είναι δύο στενά αλληλοσχετιζόμενες έννοιες.
Τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και η ευρωπαϊκή ενοποίηση φαίνεται ν’ απειλούν την εξουσία του κράτους στην υπάρχουσα μορφή του. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε και την τρίτη σημαντική συνθήκη, τον ατομισμό. Όταν μιλάει για ατομικισμό, ο Böckenförde έχει κατά νου την «απελευθέρωση» του ατόμου από κοινές νοοτροπίες και, γενικότερα, από κάθε λογής κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές δεσμεύσεις. Το μοντέρνο κράτος, μας λέει, είναι μία οργάνωση της κοινωνίας ως ενότητας ειρήνης, ως ενιαία φορέα δράσης που λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις, και ως ενότητας εξουσίας. Η εξουσία, όμως, καθαυτή δεν επαρκεί.
Ελάχιστη ομοιογένεια
Δεδομένου ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται έμμεσα από τους πολίτες, για να λειτουργήσει μία δημοκρατική κοινωνία ως κράτος, πρέπει να υφίσταται μία ελάχιστη, έστω, ομοιογένεια ανάμεσα στους πολίτες. Κάθε τέτοια κοινωνία έχει ανάγκη μία προϋπάρχουσα στοιχειώδη συμφωνία στο πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και τη συμβίωση εντός της. Η συμφωνία αυτή μπορεί να στηρίζεται στην εθνότητα, τη γλώσσα, τη θρησκευτική παράδοση, τα ήθη, ή ακόμη και έναν συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων.
![]() |
Ο Ernst-Wolfgang Böckenförde (19 Σεπτεμβρίου 1930 – 24 Φεβρουαρίου 2019) ήταν Γερμανός συνταγματικός επιστήμονας. Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και συγγραφέας περισσότερων από 20 βιβλίων και 80 άρθρων που αφορούσαν τη νομική και συνταγματική θεωρία, καθώς και την πολιτική θεωρία, την πολιτική φιλοσοφία και την καθολική πολιτική σκέψη. Ο Böckenförde θεωρήθηκε μέλος της Σχολής Ritter. |
Είναι, δηλαδή, απαραίτητες κάποιες βασικά προ-ορθολογικές (αν και όχι ανορθολογικές, συμπληρώνει ο Böckenförde) αντιλήψεις, για ν’ αποτελούν αυτές το θεμέλιο της πολιτικής τάξης και της κοινωνικής συνύπαρξης. Ο φιλελεύθερος πλουραλισμός είναι συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας, αν όμως αυξηθεί από ένα σημείο και πέρα δεν απειλεί να υπονομεύσει τα ίδια της τα θεμέλια; Οι διαφωνίες, για να μη λειτουργήσουν διαλυτικά, δεν προϋποθέτουν άραγε και την ύπαρξη πρωταρχικών συμφωνιών πάνω στα στοιχειώδη;
Το πρόβλημα που επισημαίνει ο Böckenförde είναι η υπερβολική επέκταση του ατομικισμού (φιλελευθερισμός), στις συνθήκες της πολύπτυχης υπέρβασης του εθνικού κράτους, σε βάρος των ομογενοποιητικών κοινωνικών μας δυνάμεων (δημοκρατία).
Το πρόβλημα, λοιπόν, που επισημαίνει ο Böckenförde είναι η υπερβολική επέκταση του ατομικισμού (φιλελευθερισμός), στις συνθήκες της πολύπτυχης υπέρβασης του εθνικού κράτους, σε βάρος των ομογενοποιητικών κοινωνικών μας δυνάμεων (δημοκρατία). Οι δύο αρχές, δημοκρατική και φιλελεύθερη, συγκρούονται και πρέπει να βρίσκονται τρόποι εξομάλυνσής τους. Ιδίως σήμερα, που οι προβλέψεις του Marx επιβεβαιώνονται. Ζούμε την παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλισμού, με τα κράτη να υποχωρούν σταδιακά, αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, τίποτα δεν μοιάζει έτοιμο να πάρει τη θέση τους:
«Για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά του Hobbes: Ο Λεβιάθαν, η ελάχιστη προϋπόθεση για την εξωτερική ειρήνη, την ασφάλεια και την πραγματοποίηση της ελευθερίας, καταρρέει, χωρίς ταυτόχρονα να συγκροτείται ένας άλλος Λεβιάθαν σε ένα άλλο επίπεδο» (σελ. 111).
Σήμερα, υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που (θεωρητικά) περιορίζουν τα κράτη και υπερισχύουν των δικών τους αποφάσεων, ενώ σε ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνονται απόπειρες ενοποίησης. Όσο για την ευρωπαϊκή ενοποίηση:
«Για την ώρα οι Ευρωπαϊκές κοινότητες αποτελούνται από λαούς και έθνη. Ακόμη και αν ενδυναμωθούν οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν μπορεί αυτό το Κοινοβούλιο –όπως ακριβώς έχει διατυπωθεί–, να αντιπροσωπεύσει, κάτι το οποίο ακόμη δεν υπάρχει: Τον ευρωπαϊκό λαό. Ούτε να δημιουργήσει από το μηδέν κάτι το οποίο δεν υπάρχει: μια ευρωπαϊκή πολιτική δημόσια σφαίρα στην οποία θα διατυπώνονται θέσεις για τα αποφασιστικά ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής πέραν των συνόρων του κράτους» (σελ. 122).
Παραμερίζοντας και οριοθετώντας το υπερκόσμιο-θεολογικό, το νεωτερικό φιλελεύθερο κράτος αξίωνε τη νομιμοποίησή του πάνω σε αμιγώς κοσμικά θεμέλια.
Στην περίπτωση των αξιών δεν διαφαίνεται πώς μπορεί να υπάρξει ένα σύστημα ορθολογικής και εναρμονισμένης θεμελίωσής τους (σελ. 81).
Σήμερα, όπου παρατηρείται πανσπερμία αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων και τρόπων ζωής, πώς μπορούν να διατηρήσουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μας ένα minimum προ-πολιτικών θεμελίων και ομογενοποιητικών παραγόντων, που θα εξασφαλίζει την επιβίωσή τους στο μέλλον; Ίσως αυτό να είναι το μεγάλο πολιτικό «στοίχημα» του 21ου αιώνα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.