Για τη μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη «Μίλα, Πηνελόπη! – Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής ηρωίδας στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο από τον 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Η προβληματική του πεζογραφικού βιβλίου Εκδοχές της Πηνελόπης (εκδ. Πόλις) συνεχίζεται σε πολύ ευρύτερη κλίμακα και σε δοκιμιακό τόνο –αναφορικά με έργα πεζά, ποιητικά, θεατρικά, κάποια κινηματογραφικά, και επίσης δοκίμια και φιλοσοφία, από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική, περιλαμβάνοντας ακόμη και μεταφράσεις ποιημάτων–, στο νέο δοκιμιακό βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη με τίτλο Μίλα, Πηνελόπη! – Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής ηρωίδας στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο από τον 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας, το οποίο κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Το βιβλίο προσφέρει τη γυναικεία και φεμινιστική ματιά με τρόπο θελκτικό και τόνο διανοητικό. Είναι, κατά βάθος, άλλο ένα βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη με παρούσα τη φεμινιστική κι ερωτολογική οπτική, όπως αρκετά λογοτεχνικά έργα της. Η Καστρινάκη είναι μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη προσωπικότητα: συγγραφέας, διανοούμενη, λογοτέχνης και καθηγήτρια φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και το συνολικό, ευρύ και μεγάλο έργο της είναι ένα κράμα διεισδυτικότητας, έμπνευσης, πολύ καλής, ευέλικτης κι άμεσης γραφής, τόσο στο πεδίο της λογοτεχνίας όσο και σε αυτό του δοκιμίου.
Ειδικά τα δοκιμιακά κείμενα χαρακτηρίζονται από το φροντισμένο, άνετο κι απλό στυλ, την κοινωνικοπολιτική συνείδηση, τον δημιουργικό φεμινισμό, τον έπαινο του έρωτα και την παραγωγική πολιτικοποίηση. Το μεγάλο προσόν του γραψίματός της στα δοκίμια είναι η λιτότητα και η λειτουργικότητα της γραφής, το καταληπτό ύφος και οι τεχνικής της. Αναπτύσσει εύληπτα και με σαφήνεια τις σκέψεις της και καθιστά την ανάγνωση των δοκιμίων άνετη, απολαυστική, κατανοητή κι αφομοιώσιμη από τον αναγνώστη. Η Καστρινάκη γράφει για τα ζητήματα της ηθικής ερωτικής συμπεριφοράς:
«Ως προς το θέμα της ηθικής, οι γυναίκες συγγραφείς συχνά αυτοπεριορίζονται, προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι υπερβαίνουν τα εσκαμμένα: συχνά τείνουν να καταδεικνύουν στα κείμενά τους ότι το όριο ανάμεσα στην ερωτική απελευθέρωση και στον ηθικό κατήφορο είναι λεπτό και διαπερατό».
Όλη αυτή η τεράστια περιδιάβαση του βιβλίου στους τρεις τελευταίους αιώνες, έχει να μας δώσει για τη γυναίκα πολλά και σημαντικά δεδομένα σε σκέψεις και αισθήματα· ορισμένες φορές εκφρασμένα με τρόπο σχεδόν σωματικό κι απολύτως αισθαντικό. Ενδεικτικά τα υποκεφάλαια: «Ικανοποιημένη, αναπαυόμενη, χορτάτη από σπέρμα» [για την Πηνελόπη/Μόλλυ του Τζέιμς Τζόυς], «Πηνελόπη η σεξουαλική», «Τους εδέχθην, με κλειστά πάντοτε τα μάτια», καθώς και το υποκεφάλαιο «Θεμέλιο του γάμου είναι η απιστία».
Όλη αυτή η τεράστια περιδιάβαση του βιβλίου στους τρεις τελευταίους αιώνες, έχει να μας δώσει για τη γυναίκα πολλά και σημαντικά δεδομένα σε σκέψεις και αισθήματα...
Για ένα ερωτικό ποίημα του Γιατρομανωλάκη όπου λέει: «Γυμνόμουνη, γυμνόστηθη και ολόγυμνη στο μάτι. / Τη μέρα στεγνώνει το υφαντό τη νύχτα το ξαναποτίζει στα υγρά της», η συμπατριώτισσά του Καστρινάκη, γράφει πως η Πηνελόπη έχει «αβυσσαλέα σεξουαλικότητα» και συμπληρώνει ότι «η ελευθεριότητα των εκφράσεων συνδυάζεται με απενοχοποιημένο κέφι. Η Πηνελόπη εδώ υφαίνει γυμνή, και καλά κάνει, λέει ο ποιητής. Ενδεχομένως είναι καλλιτέχνης (αφού φτιάχνει “σχέδια πλουμισμένα”), κυρίως όμως πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό που “καλεί” με τον κλασικό, ζωώδη τρόπο, με τη μυρωδιά, επειδή όπως γράφει ο ποιητής “και του μουνιού τ’ αρώματα μες στο Νοτιά πλανιώνται”».
Η Καστρινάκη γράφει στην τολμηρή, ερωτικά φορτισμένη γλώσσα της, για το μυθιστόρημα του Νικόλαου Επισκοπόπουλου ή Νικολά Σεγκύρ: «Και τότε η Πηνελόπη ειλικρινέστατα του αφηγείται με όχι λίγες λεπτομέρειες πώς συνευρέθηκε και με τους εκατό μνηστήρες σε δύο συνεχόμενα βράδια· αν και παρά τη θέλησή της, όπως επιμένει, η εμπειρία την άφησε με ικανή ποσότητα ηδονής και ευδόκιμη πείρα». Και κατόπιν σημειώνει πως «Ο έρωτας είναι παιχνίδι ισορροπιών και εξουσίας, μας λέει ο συγγραφέας (Ν.Ε.)».
Ακόμη, παρατηρεί με διαύγεια: «Στην Ευρώπη η έννοια της ισότητας και στην απιστία, φαίνεται πως έτεινε να εμπεδωθεί στις συνειδήσεις, τουλάχιστον των διανοουμένων”. Υπογραμμίζει στοιχεία σεξουαλικά και ερωτικά, από τον Τζέιμς Τζόυς μέχρι τον Βάρναλη, ως παραστατικά παραδείγματα, φορτίζοντάς τα με την απλή και υπαινικτική, ερωτική λογοτεχνική γραφή της.
Γράφει για δύο αισθαντικά ποιήματα της Αμερικανίδας, ποιήτριας και πανεπιστημιακού Γκέιλ Χολστ-Ουώρχαφτ, η οποία έχει ζήσει στην Ελλάδα και μετά δίδαξε και στο Κορνέλ. Η Χολστ-Ουώρχαφτ έγραψε το ερωτικό ποίημα «Η Πηνελόπη αναλογίζεται την απιστία», με τον γερο-χίπι που φιλάει κρυφά το γόνατο της γυναίκας, κάτω από το τραπέζι, και η Καστρινάκη υπερασπίζεται την πράξη του –«Κάτι που εγώ θεωρούσα ένα ελκυστικό φλερτάκι»–, που δεν είναι «πολιτικά ορθή», σε σχέση με τις πιο συντηρητικές αλλά «πολιτικά ορθές» (προφανώς αριστερές και δεξιές) πράξεις των φοιτητριών της. Πρόκειται για δείγμα των καιρών, με την επανεμφάνιση, με νέες ονομασίες, ενός αριστεροδεξιού, πουριτανικού νεοσυντηρητισμού, της πολιτικής ορθότητας. Για το δεύτερο ποίημα της Χολστ-Ουώρχαφτ, «Πίστη», η Αγγέλα Καστρινάκη γράφει απελευθερωτικά: «Για ένα ασαφές μέλλον χαραμίστηκε το παρόν. Βέβαια, όλα αυτά θα πάρουν τέλος, και ίσως σύντομα. Τότε η Πηνελόπη ως ρόλος θα πάψει να υπάρχει· οι μελλοντικές γυναίκες θα αγκαλιάσουν τους εραστές που τους αξίζουν».
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Καστρινάκη, μια απελευθερωμένη ιδεολογικά δοκιμιογράφος, λογοτέχνις και φεμινίστρια, έγραψε δύο εξαιρετικά δικά της μυθιστορήματα με ηρωίδα την Ειρήνη –την ίδια, νεαρή–, με θέμα την πολιτικοποίηση των νέων της εποχής της, δηλαδή των δεκαετιών του ’70 & του ’80 και τις ερωτικές αναζητήσεις της.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Καστρινάκη, μια απελευθερωμένη ιδεολογικά δοκιμιογράφος, λογοτέχνις και φεμινίστρια, έγραψε δύο εξαιρετικά δικά της μυθιστορήματα...
Το Μίλα, Πηνελόπη διακρίνεται ακόμη για την οξυδερκή, αναλυτική σκέψη του πάνω στους εκάστοτε, ανά λογοτεχνικό έργο, συγκεκριμένους ρόλους της Πηνελόπης –συν του Οδυσσέα και των μνηστήρων– και το ιδεολογικό και φιλοσοφικό αντίκτυπο αυτών των ρόλων, τη λειτουργία τους μέσα σε ένα σύνολο σχέσεων, οικογενειακών, ερωτικών και κοινωνικών. Αποκαλυπτική αυτής της μεθόδου είναι η νουνεχής ανάλυση αυτών των λειτουργιών και ρόλων της Πηνελόπης και του Οδυσσέα στο, ας πούμε αναδρομικά, αντιφεμινιστικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη που δεν δίνει ανάσες, σημαντικό ρόλο, ούτε και χώρο στις γυναίκες. Ακόμη, στο σχετικό με την Πηνελόπη ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Επίσης, η συγγραφέας προσεγγίζει πολύ δημιουργικά τα έργα των τριών συγγραφέων που ακολουθούν. Τη μοντερνιστική Οδύσσεια του Τζέιμς Τζόυς. Το μυθιστόρημα Γέννηση της Οδύσσειας τον Ζιονό. Το ημερολόγιο της Πηνελόπης. Σατιρική μυθιστορία, του Κώστα Βάρναλη. Επιπλέον επιμένει στο σχετικό ποίημα της Δώρας Μοάτσου, συζύγου του Βάρναλη, κι αυτή αριστερή, και της Βουλγάρας ποιήτριας Μπαγκριάνα, και σε άλλα μεταπολεμικά έργα.
Η Καστρινάκη σχολιάζει δύο καλές και προοδευτικές Αμερικανίδες ποιήτριες του μεσοπολέμου και παραθέτει αποσπάσματα των σχετικών ποιημάτων τους, την αριστερή φεμινίστρια Ντόροθυ Πάρκερ και «τη συνομήλικη της Έντνα Σαιντ Βίνσεντ Μιλλέυ (1892-1950), επίσης φεμινίστρια, μποέμ (μέχρι πενίας) και ανοιχτά αμφοτεροφυλόφιλη, πρώτο βραβείο Πούλιτζερ για ποίηση που δόθηκε σε γυναίκα και διάσημη για τις δημόσιες αναγνώσεις της, γράφει και αυτή ένα ποίημα για τη σύγχρονη Πηνελόπη, τη γυναίκα του σπιτιού, με την ποδίτσα της για τις δουλειές και τη θλίψη της για την εγκατάλειψη από τον σύζυγο», όπως γράφει. Το βιβλίο αναφέρεται διεξοδικά στα λογοτεχνήματα του μεσοπολέμου. Στο βιβλίο γίνεται συχνή χρήση κειμένων που προάγουν τα γυναικεία ζητήματα και το γυναικείο κίνημα, των φεμινιστριών Αγγέλικας Ψαρρά και της Έφης Αβδελά, ιδίως από τη μελέτη τους Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του μεσοπολέμου.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έχει απασχολήσει διαχρονικά τη συγγραφέα, η Αγγέλα Καστρινάκη έχει γράψει πολλά σχετικά με τη σύνδεση του Καζαντζάκη με τη δυιστική, μανιχαϊστική θεώρηση των γνωστικών και με την υποδεέστερη θέση που αποδίδει στη γυναίκα και άρα τον υπολανθάνοντα μισογυνισμό του.
Μου άρεσαν ιδιαίτερα κι αυτά που η Καστρινάκη γράφει πειστικά για το θεατρικό του Πετσάλη-Διομήδη, καθώς και για τα ποιήματα του Ρίτσου.
[Υποστηρίζει η Καστρινάκη ότι] μια περιγραφή της Πηνελόπης γυμνής στο τέλος του έργου, όπου γίνεται λόγος ακόμα και για τον «πισινό» της, ρίχνει ίσως μια σεξιστική σκιά στην ενδιαφέρουσα ηρωίδα μας, όμως δεν πιστεύω πως κάθε γραπτή αναφορά στον πισινό, ως ερωτογόνο ζώνη, μιας γυναίκας στη λογοτεχνία, αποτελεί κατ' ανάγκην σεξιστική χροιά...
Γράφει μεταξύ άλλων για το ενδιαφέρον μεταπολεμικό έργο Επιστροφή στην Ιθάκη του Σουηδού Έυβιντ Γιούνσον. Σημειώνει ότι μια περιγραφή της Πηνελόπης γυμνής στο τέλος του έργου, όπου γίνεται λόγος ακόμα και για τον «πισινό» της, ρίχνει ίσως μια σεξιστική σκιά στην ενδιαφέρουσα ηρωίδα μας, όμως δεν πιστεύω πως κάθε γραπτή αναφορά στον πισινό, ως ερωτογόνο ζώνη, μιας γυναίκας στη λογοτεχνία, αποτελεί κατ' ανάγκην σεξιστική χροιά και όχι π.χ. υμνητικό, ερωτικό χρωματισμό που υπογραμμίζει το γυναικείο κάλλος και τον γυναικείο ερωτισμό, για μυθοπλαστικούς, ερωτολογικούς και δραματουργικούς λόγους· δηλαδή διαφοροποιούμαι από την κυριαρχία μιας πουριτανικής, λογοκριτικής κι αντιερωτικής ματιάς που εξοβελίζει την ηδονοβλεψία, η οποία αποτελεί ντε φάκτο συστατικό τουλάχιστον της προσέγγισης των οπτικοακουστικών έργων τέχνης και του θερμού, τρυφηλού εναγκαλισμού τους από το ανθρώπινο βλέμμα.
Η ηδονοβλεψία, η σκοποφιλία αποτελεί τη βάση των οπτικών, τουλάχιστον, τεχνών και των αναζητήσεων του περίεργου βλέμματος, δηλαδή τη βάση της απόλαυσης και της περιέργειας της όρασης, που θεμελιώνει τη σχέση με τις εικαστικές, οπτικές και παραστατικές τέχνες, ζωγραφική, σινεμά, γλυπτική, εγκαταστάσεις, περφόρμανς, θέατρο, καθώς και την επιστημονική παρατήρηση και τα οπτικά επιστημονικά πειράματα. Χώρια τη φιλοσοφική πλευρά ορισμένων φιλοσοφικών και γνωσιολογικών μεθόδων, όπως για παράδειγμα τη φαινομενολογία. Άρα η τάση να παραγκωνίσουμε την ανθρώπινη σκοποφιλία ή ηδονοβλεψία μέσω ενός ηθικοπλαστικού, πουριτανικού σκεπτικού που προέρχεται ίσως από τη χριστιανική θρησκεία, είναι μάταιη, ηθικοπλαστική κι αντιπαραγωγική.
Πολύ καλά είναι τα κείμενα για τη φεμινιστική περίοδο και τα προεόρτιά της, σε αυτή τη θεματική η Αγγέλα Καστρινάκη βρίσκεται προφανώς στο στοιχείο της. Είναι θετικό και άξιο προσοχής το ότι στέκεται και στα κείμενα ορισμένων ανδρών που δίνουν μια διαφορετική, αμφίσημη τη χαρακτηρίζει η Καστρινάκη, άποψη, στο κεφάλαιο «Επτά άνδρες τραγουδούν την αμφισημία»: μεταξύ αυτών ο κορυφαίος, αγαπημένος μου, Γάλλος, ατομιστής αναρχικός, ανυπέρβλητος, Γάλλος τροβαδούρος και τραγουδοποιός Ζωρζ Μπρασένς, στο τραγούδι του «Πηνελόπη», του 1960, στο οποίο παρακινεί την Πηνελόπη να κινηθεί και να κουνηθεί και ελπίζει πως θα αναζητήσει τελικά αλλού, έξω από τη μελαγχολική οικογενειακή εστία, τον έρωτα.
Πολύ καλά είναι τα κείμενα για τη φεμινιστική περίοδο και τα προεόρτιά της, σε αυτή τη θεματική η Αγγέλα Καστρινάκη βρίσκεται προφανώς στο στοιχείο της. Είναι θετικό και άξιο προσοχής το ότι στέκεται και στα κείμενα ορισμένων ανδρών που δίνουν μια διαφορετική, αμφίσημη τη χαρακτηρίζει η Καστρινάκη, άποψη...
Εδώ η συγγραφέας ασχολείται μεταξύ άλλων με την εργασία πάνω στην Οδύσσεια, με το μεγάλο έργο του πρώην καθηγητή και μέντορά της στο ΑΠΘ, του σπουδαίου ομηριστή Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη· επιρροή που μοιάζει δυνατότερη από ό,τι φαίνεται, γιατί μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης επεξεργάζεται τη σημαίνουσα και ενδιαφέρουσα ιδέα, ακόμη κι απ' τη σκοπιά των σπουδών φύλων (κάτι που αφορά τη φεμινιστική οπτική της Αγγέλας Καστρινάκη) πως υπάρχει όχι μόνο σύγκλιση αλλά και ταύτιση της Πηνελόπης με τον Οδυσσέα, στίχοι κατά τους οποίους η Πηνελόπη κατέχει την προτεραιότητα, το προβάδισμα στην αξία και στη βαρύτητα της χρήσης του συντακτικού.
Έχουν ακόμη ενδιαφέρον και η συγγραφέας μάς τους παρουσιάζει, ο Λατινοαμερικανός Αύγουστος Μοντερρόσο· ο τολμηρός και φεμινιστής πριν την ώρα κορύφωσης του φεμινισμού, Μανόλης Σκουλούδης, με την Οδύσσεια του, τού 1961· ο Γιώργος Φτέρης, κ.ά.
Η συγγραφέας μας γράφει σχετικά με τον φεμινισμό στη λογοτεχνία και την Πηνελόπη ως φεμινίστρια – ας ακούσουμε τη δική της γυναικεία φωνή:
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ, στο τέλος της στην Ευρώπη (λίγο μετά τον Μάη του ’68), κάποια χρόνια μετά τη μεταπολίτευση του 1974 στην Ελλάδα, ξεσπά αυτό που ονομάστηκε δεύτερο φεμινιστικό κύμα. Οι γυναίκες αμφισβητούν πλέον τις βασικές παραδοχές του πολιτισμού μέσα στον οποίο έχουν διαμορφωθεί: από τον γυναικείο τάχα χαρακτήρα των οικιακών εργασιών έως το φύλο του Θεού. Το αίτημα εξόδου από το σπίτι προβάλλεται ριζοσπαστικά –«να απορρίψουμε το σπίτι»– όπως και το αίτημα για ίσες ευκαιρίες στην εργασία και για τη δυνατότητα ανάληψης διευθυντικών θέσεων. Το δίλημμα «σπίτι ή καριέρα» καταγγέλλεται ως επιβεβλημένο από μια κοινωνία που ευνοεί μόνο την ανδρική επαγγελματική εξέλιξη. Ζητείται η αλλαγή του οικογενειακού δικαίου ώστε και η μητέρα να μπορεί να είναι κηδεμόνας του παιδιού της. Τίθεται με επιμονή το ζήτημα της διαφορετικής εκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών από τα πρώτα τους χρόνια, καθώς και του προκαθορισμού των μελλοντικών τους ρόλων. Να ξαναδομήσουμε την προσωπικότητα· καμία ιδιότητα δεν είναι φυσική και δεδομένη, η επιθετικότητα του αρσενικού και η παθητικότητα του θηλυκού δεν ανήκουν παρά στο «κοινωνικό φύλο» (gender: η χρήση του όρου εξαπλώθηκε στη δεκαετία του 1970)”. Τα φεμινιστικά συνθήματα και προτάγματα που εμφανίζονται στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη, είναι τα “Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι”, «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου», «Το σώμα μας μας ανήκει», «Η πόλη είναι και δική μας», «Να γκρεμίσουμε τη φυλακή του σπιτιού», «Σχέσεις ουσίας και όχι εξουσίας».
Η Καστρινάκη αναφέρεται με εκτίμηση και έμπνευση στη Σιμόν ντε Μποβουάρ και αναλύει συνοπτικά το κλασικό έργο της Το δεύτερο φύλο. Σημειώνει: «Το 1975 εκδίδεται στο Παρίσι το πρώτο, όσο γνωρίζω, θεωρητικό βιβλίο που αφιερώνεται εξολοκλήρου στην ηρωίδα μας και στη μοίρα της ανά τους αιώνες, από το οποίο άντλησα πληροφορίες στην αρχή αυτής εδώ της μελέτης: Μαρί-Μαντλέν Μακτού, Πηνελόπη. Παράδοση και μύθος. Η μελετήτρια επιθυμεί να αποδομήσει τη διάσημη «πίστη» της Πηνελόπης. Δίνει έμφαση στα αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς της και υποστηρίζει εντέλει πως η Πηνελόπη είναι στο ομηρικό ποίημα το ακριβές αντίστοιχο του Οδυσσέα: ικανή στον δόλο και στα τεχνάσματα. Η ιδέα της «πίστης» είναι δημιούργημα της εποχής του Αυγούστου, μια συμβατική κατασκευή που δεν αντιστοιχεί στην αρχαία ηρωίδα, η οποία ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Ισότητα, λοιπόν. Και –γιατί όχι;– άνοιγμα σε ερωτικές δυνατότητες εκτός γάμου. Ένα πνεύμα δικαιώματος στον έρωτα πλανάται στο βιβλίο. Το περιμένουμε από την εποχή».
Η Καστρινάκη μας παρουσιάζει την Αμερικανίδα, στρατευμένη φεμινίστρια ποιήτρια Κάθα Πόλλιτ, την Αμερικανίδα ποιήτρια Μάρθα Κόλλινς, την ποιήτρια Λίντα Πάσταν και τη Βρετανίδα ποιήτρια Κάρολ Ανν Ντάφυ. Ακόμη αναφέρεται στην Κάρολυν Χάιλμπρουν, Αμερικανίδα δοκιμιογράφο, καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας και μυθιστοριογράφο, και στην Ιταλίδα φιλόσοφο και καθηγήτρια πανεπιστημίου, Αντριάνα Καβαρέρο (γενν. 1947), που έγραψε το δοκίμιο του 1990 Μολονότι ο Πλάτων.
Η Καστρινάκη γράφει με βαθύνοια για τη γυναίκα και την Πηνελόπη της μεταγενέστερης λογοτεχνίας, σκέψεις που εστιάζουν στην προσωπική έκφραση και στην καλλιτεχνική έκφραση της γυναίκας, η οποία αναλαμβάνει πλέον τον λόγο και την καλλιτεχνική πράξη.
Σημειώνουμε τις εμβριθείς παρατηρήσεις της Αγγέλας Καστρινάκη για τα περί γυναικείας διαφοράς, έκφρασης και γυναικείας γραφής, και τις διαδικασίες, τους τρόπους που ακολουθεί η γυναικεία καλλιτεχνική έκφραση, ιδέες που υιοθέτησε, έπλασε και προώθησε από τις πρώτες, η φεμινίστρια, συγγραφέας, στοχαστής και φιλόσοφος Hélène Cixous, καλή φίλη και συνεργάτις του Ντεριντά. Η Καστρινάκη γράφει με βαθύνοια για τη γυναίκα και την Πηνελόπη της μεταγενέστερης λογοτεχνίας, σκέψεις που εστιάζουν στην προσωπική έκφραση και στην καλλιτεχνική έκφραση της γυναίκας, η οποία αναλαμβάνει πλέον τον λόγο και την καλλιτεχνική πράξη.
Η συγγραφέας αναπτύσσει μεστές ιδέες για την Πηνελόπη-καλλιτέχνιδα. Επίσης για την Αγγελάκη-Ρουκ και τα σημαντικά ποιήματά της, μαχητική και άξια ποιητική προσωπικότητα, που έβρισκε τα κουράγια για σκέψη, δημιουργία και έρωτα. Παρουσιάζει τη σκέψη άλλων αναλυτών για τα εκφραστικά ποιήματα της Αγγελάκη-Ρουκ. Μιλά προσωπικά μέσω του δικού της σχολίου της. Και προσθέτει: “Γενικά, στα έργα που έχουν ως ήρωες καλλιτέχνες προς τα τέλη του 20ού αιώνα, μπορούμε να διακρίνουμε κάποια διαφοροποίηση ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες συγγραφείς που καταπιάνονται με το θέμα: στο δίλημμα τέχνη ή ζωή, οι γυναίκες κλίνουν μάλλον προς τη μεριά της τέχνης, ενώ οι άντρες τείνουν προς μια πιο καθαρή πλειοδοσία υπέρ της ζωής. Πράγματι, οι γυναίκες, οι οποίες έχουν να αγωνιστούν ακόμα για την κατάκτηση και την αναγνώριση της καλλιτεχνικής τους ιδιότητας, δεν είναι εντέλει παράδοξο που δείχνουν μεγαλύτερη εκτίμηση προς την αξία της τέχνης.”
Καλή η επιλογή να γράψει και για τις εικόνες, τον χαρακτήρα και τις αναπαραστάσεις της Πηνελόπης όπως εμφανίζονται στον κινηματογράφο, για την Οδύσσεια του Καμερίνι και την Περιφρόνηση του πρόσφατα εκλιπόντος, μεγάλου Ζ.Λ. Γκοντάρ πάνω σε σενάριο και μυθιστόρημα του 1954, του Αλμπέρτο Μοράβια, με τον οποίο συνεργάστηκε. Θα επιμείνω, κι ως κριτικός και θεωρητικός του σινεμά, στη σπουδαία, ομώνυμη ταινία του Γκοντάρ, του 1963, η οποία απασχολεί αρκετά τη συγγραφέα στο βιβλίο της. Σχετικά με τους ρόλους και ποιοι τους υποδύονται, έχουμε κατ'αρχάς το έγγαμο ζευγάρι που υποδύονται οι Πικολί και Μπαρντό, τον παραγωγό στην φιξιόν, τον “μπρούτο” κι ωμό υλιστή Τζακ Πάλανς και τον ρόλο του μισθωτού και τελικά απολυμένου, εμπνευσμένου Γερμανού σκηνοθέτη, που τον υποδύεται ο τεράστιος σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ: Ο Γκοντάρ υπαινίσσεται πως ο συγγραφέας, τουλάχιστον ανέχεται, το φλερτ του παραγωγού προς τη γυναίκα του, για να διασφαλίσει τη συμμετοχή του στην παραγωγή (ή πως η υποψία της Καμίγ ότι ο άντρας της θέλει να την πασάρει στον παραγωγό είναι βάσιμη· ή ακόμη και πως διακατέχεται από πόθο να επιδεικνύει τη γυναίκα του, ο οποίος πόθος φτάνει στη διαστροφή όταν κάποιος τελικά καταφέρνει να κοιμηθεί μαζί της, ενώ ο ίδιος αντλεί ηδονή από αυτό).
Η Περιφρόνηση του Ζ.Λ. Γκοντάρ περιγράφει το σβήσιμο του έρωτα της Καμίγ για τον σεναριογράφο άντρα της, από τη στιγμή που ο ίδιος συμβιβάζεται με τον χοντροκομμένο παραγωγό του...
Ο Γκοντάρ, κατά συνέπεια, με τις λειτουργικές κι έξυπνες επεμβάσεις που κάνει στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μοράβια που διασκεύασε, κάνει πιο σύνθετη την ιστορία του ερωτικού τριγώνου, χώρια την ομορφιά που προσθέτει με τα φαντασμαγορικά πλάνα του. Η Περιφρόνηση του Ζ.Λ. Γκοντάρ περιγράφει το σβήσιμο του έρωτα της Καμίγ για τον σεναριογράφο άντρα της, από τη στιγμή που ο ίδιος συμβιβάζεται με τον χοντροκομμένο παραγωγό του και ανέχεται τα φλερτ του προς αυτή. Ο Γκοντάρ φτιάχνει μια απελπισμένη, ποιητική ταινία στοχασμού για τον έρωτα και τον κινηματογράφο και για την αλλαγή των εποχών, από τη γνήσια και αρχαϊκή, στη μοντέρνα καταναλωτική κοινωνία της μαζικής κουλτούρας.
Η ταινία αρχίζει με μια φορτισμένη, μονοχρωματική – πορφυρή – ερωτική σκηνή. Φυσικά, δεν μπορούμε να υποτιμάμε τον ερωτισμό, την δυναμική, τις διαστάσεις του και το νόημά του, σε ορισμένα ερωτικώς φορτισμένα και χρωματισμένα με έντονες σεξουαλικές ορμές έργα τέχνης (είναι καλύτερο να αποφεύγουμε, θα έλεγα, ακόμη και την, έστω φεμινιστική ηθικολογία). Φυσικά είναι λαθεμένο ο φεμινισμός να τίθεται σε αντιπαράθεση και να συγκρούεται με τον ερωτισμό και την ερωτικά φορτισμένη σεξουαλικότητα, ο φεμινισμός της διαφοράς εμπεριέχει την ανάδειξη της γυναικείας σεξουαλικότητας, της απελευθέρωσής της και της έκφρασής της. Επιπλέον έτσι υποβιβάζεται κι αδικείται η όλη σουρεαλιστική κι ανατρεπτική θεώρηση του “τρελού έρωτα” στο σινεμά, βλ. τους κορυφαίους κινηματογραφιστές Μπουνιουέλ και Γιόζεφ φον Στένμπεργκ, τη θεϊκή ηθοποιό Μαρλένε Ντίτριχ και τον συγγραφέα Πιερ Λουίς που δημιούργησαν, ο Μπουνιουέλ από τη μια (“Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου”) και οι Στέρνμπεργκ και Ντίτριχ από την άλλη (“Γαλάζιος άγγελος”), τις δύο δικές τους ταινίες με βάση το μυθιστόρημα του Π. Λουίς “Η γυναίκα και το νευρόσπαστο”.
Πληροφοριακά, έχει μεταφερθεί στο σινεμά, το 1967 η Οδύσσεια του Τζόυς από τον Άγγλο Τζόζεφ Στρικ (Joseph Strick). Yπάρχει και η αυστραλιανοκροατική Πηνελόπη, του 2007, από τον Μπεν Φέρις. Το δομινικανό φιλμ του 2019 “La otra Penelope”, όπου ο Οδυσσέας είναι μαχητής του δομινικανού εμφυλίου του 1965 και υπάρχει παραδίπλα του μία Πηνελόπη, σε σκηνοθεσία Bladimir Abud. Γυρίστηκε επιπλέον κι η ρώσικη τηλεοπτική σειρά “Penelopa” του 2009, πάνω σε μια σύγχρονη Πηνελόπη που περιμένει τον εραστή της, κ.ά.
Καλή κι αμερόληπτη η προσέγγιση της συγγραφέως, παρακάτω, στην τηλεοπτική “Οδύσσεια” του Κοντσαλόφσκι, του 1997. Επίσης ενδιαφέρουσα η προσέγγιση της “Οδύσσειας” (1954) του Καμερίνι.
Ακόμη, πολύ αξιοπρόσεχτα είναι αυτά που γράφει για τις “Συμφιλιώσεις”, τις νέες ισορροπίες και τις δυνατότητες ειρηνικής συνύπαρξης των δύο φύλων, και την ισορροπία ανάμεσα στους δύο οδυσσειακούς ήρωες, από τα τέλη του 20ού αιώνα, όπου οι φωνές που μιλούν για μια εφικτή συνύπαρξη, αυξάνονται. Η ομηρικές ηρωίδες Πηνελόπη και Ελένη αλληλοσυμπληρώνονται. Η Καστρινάκη μας ενημερώνει για τη συγγραφέα Ίνγκε Μέρκελ, τον Τάσο Ρούσο και τον “Οδυσσέα” του, τον Ντέρεκ Ουώλκοτ, τον μιγά συγγραφέα από την Καραϊβική, που πήρε το 1992 το βραβείο Νομπέλ για το έμμετρο μυθιστόρημα “Όμηρος” (1990), την συγγραφέα και δημοσιογράφο Άννα Δαμιανίδη, κ.α.
Η Αγγέλα Καστρινάκη μας μαθαίνει πολύ ωφέλιμα στοιχεία για τους προβληματισμούς της θεωρητικού Έντιθ Χωλλ “που γράφει ένα σημαντικό έργο για την πρόσληψη της Οδύσσειας στον δυτικό κόσμο από την ύστερη αρχαιότητα έως τις μέρες μας”, το The Return of Ulysses (2008).
Οι αναζητήσεις και το σκεπτικό της Καστρινάκη για την εποχή της “Συμφιλίωσης”, σχετικά με τις χαρακτηριστικές για την εποχή, ιδιαίτερες ιδέες της αξιόλογης, Γαλλίδας, φεμινίστριας και στοχαστού Αννί Λεκλέρ, πρώην συνεργάτιδος της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, μας αφορούν όλους. Η Αννί Λεκλέρ γράφει:
«Θα ήθελα να τον περιφρονεί, τον άντρα, και να τον καταφρονεί, σ’ όλα τα μεγαλεία του και τα παράσημά του, την ευφυΐα του, τον ηρωισμό του, τη δύναμη και την τιμή του, να τον παρατήσει στην αυτοϊκανοποίησή του, στον αυτοερωτισμό του και στο αυτοκίνητό του. Θα ήθελα να τον αγαπά, τον άντρα, μέσα στη γύμνια του. Όπως ξέρει κάποτε ν’ αγαπάει αλλά μόνο τα παιδιά της. Θα ήθελα να μάθει να τον αγαπάει, τον άντρα – σαν διασκεδάζει, σαν επινοεί, σαν χορεύει».
Στο κεφάλαιο «Ταξιδιώτισσα», η επίσης ταξιδιώτισσα Καστρινάκη αναζητά ποιο είναι το νόημα του όρου, του χαρακτηρισμού, αναφορικά με τη γυναίκα. Τι σηματοδοτεί η ανάληψη του ενεργού ρόλου της ταξιδιώτισσας από τη γυναίκα; Η τάση αυτή παρουσιάζεται σε ποίημα του Γ. Χουλιάρα, στην Κουβανή φεμινίστρια Χουάνα Ρόσα Πίτα, στην Γερμανίδα συγγραφέα (γενν. 1926) Ντάγκμαρ Νικ, στην 35χρονη Κάριν Μπιόρνεμπυ, στην Αμερικανίδα Μελίσσα Τζέιμς Γκίμπσον (γενν. γύρω στο 1970) και στο ίδιο το έργο της Καστρινάκη, στο τολμηρό βιβλίο της υπέρ της χειραφετημένης γυναικείας συμπεριφοράς, ερωτικής και κοινωνικής, Εκδοχές της Πηνελόπης.
Η Καστρινάκη μας μεταφέρει και διαφορετικούς γυναικείους προβληματισμούς για το ταξίδι, που ορισμένες συγγραφείς εννοούν ως περισσότερο εσωτερικό, από την άποψη πως τα αντρικά εξωστρεφή ταξίδια ταιριάζουν περισσότερο με την κατάκτηση, που δεν είναι γυναικείο χαρακτηριστικό, όπως λένε. Η Καστρινάκη εντοπίζει κάποια σχετική τάση αυτοεγκλεισμού στις συγγραφείς Αντριάνα Καβαρέρο, στην Ιταλίδα δοκιμιογράφο Μπριτζιντίνα Τζεντίλε και στην Ιταλίδα Μόνικα Φαρνέττι.
Πολύτιμα είναι όσα γράφει και εκθέτει για τις νεότερες Ελληνίδες ποιήτριες και τους άντρες ποιητές στον 21ο αιώνα. Η επιμονή της στην ποίηση, στα πλαίσια της μελέτη της μας προσφέρει πολλά καλούδια και μας εμπλουτίζει αληθινά.
Πολύτιμα είναι όσα γράφει και εκθέτει για τις νεότερες Ελληνίδες ποιήτριες και τους άντρες ποιητές στον 21ο αιώνα. Η επιμονή της στην ποίηση, στα πλαίσια της μελέτη της μας προσφέρει πολλά καλούδια και μας εμπλουτίζει αληθινά. Η συγγραφέας κάνει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις για την επιδραστική Μάργκαρετ Άτγουντ και την “Πηνελοπιάδα. Ο μύθος της Πηνελόπης και του Οδυσσέα”, την οποία έγραψε. Aκόμη, και για τη σημαίνουσα “ανάδυση των θεραπαινίδων”. Η Α.Καστρινάκη συνδέει αυτή την εποχή με το τρίτο φεμινιστικό κύμα. Γράφει σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο για την Ιωάννα Παπαδοπούλου-Belmehdi, την Αυστριακή Ίνγκε Μέρκελ, την Ισραηλινή συγγραφέα Αντέλ Γκέρας, την Ποθητή Χαντζαρούλα που έγραψε για τις σημερινές οικιακές εργάτριες (το σημερινό αντίστοιχο των θεραπαινίδων) και την Αυστραλή ελληνίστρια και ποιήτρια Γκέιλ Χολστ-Ουώρχαφτ.
Η Πηνελόπη της είναι ως μάλλον ένα βαθμό η Καστρινάκη, όπως είχαμε εικάσει για τις εξαιρετικές Εκδοχές της Πηνελόπης (ή ίσως η μητέρα της στην οποία αφιερώνει το πόνημά της); Στο μυαλό γεννιούνται τα ερωτήματα: Τι την έχει κάνει να ταυτιστεί τόσο πολύ με την Πηνελόπη και τις εκδοχές της; Και τι είναι για την προσωπικότητα της συγγραφέως της η Πηνελόπη, τι είναι αυτό που κάνει την προσοχή της να εστιαστεί σ' αυτήν; Γιατί την Πηνελόπη; Τι, ποια είναι η Πηνελόπη για την Αγγέλα Καστρινάκη, εκτός από σύμβολο της διαχρονικής γυναικείας υπόστασης;
Η Πηνελόπη είναι κατ' αρχήν η εγκαταλειμμένη από τον σύζυγό της γυναίκα, ο οποίος τριγυρνά στον κόσμο. Η νέα, σύγχρονη Πηνελόπη, όμως, προχωρά, απελευθερώνεται και κινείται όπως η ίδια κρίνει σωστότερο. Θα μπορούσαμε ίσως να εικάσουμε πως τείνει, μερικώς, να συγκλίνει προς τη μητέρα της Νέλλη Χατζιδάκη στην οποία η Καστρινάκη αφιερώνει το βιβλίο της –καθοριστική συμβολική κίνηση– μια από τις πρώτες χημικούς μηχανικούς του Πολυτεχνείου που αντέδρασε με νεωτερική χειραφέτηση στις εξελίξεις και προκλήσεις της σύγχρονης ζωής. Η έγγαμη Πηνελόπη βρέθηκε αρκετές φορές ως παντρεμένη μπροστά στα επανερχόμενα διλήμματα να απιστήσει, να κάνει εξωσυζυγικό έρωτα με τους μνηστήρες ή όχι; Αυτό είναι ουσιατικά το καθοριστικό πρόβλημα και δίλημμα της Πηνελόπης: θα μείνει “πιστή” ή θα “απιστήσει”, θα κάνει εξωγαμιαίο έρωτα ή όχι; Έχει ένα ψυχολογικο-υπαρξιακό ερώτημα ανάλογο του Άμλετ, “να απιστεί κανείς ή να να μην απιστεί;”
Εκφερόμενο από γυναίκα σηματοδοτεί και χαρακτηρίζει ακόμη περισσότερο μια εξέγερση. Τα ζητήματά της είναι η εγκατάλειψη από τον άνδρα Οδυσσέα και το δίλημμα σεξουαλικής πράξης/επιλογής μοιχείας ή όχι. Εδώ παρατηρούμε κάτι σημαντικότατο: Το πιο κοντινό σε απόντα Πατέρα πρόσωπο είναι πασιφανώς ο φευγάτος Οδυσσέας, που έχει εξίσου απασχολήσει τη συγγραφέα. Τελικά η Πηνελόπη μοιάζει πολύ με τη σύγχρονη, μοντέρνα εργαζόμενη, μητέρα και νοικοκυρά της σημερινής δυτικής κοινωνίας, όλα μαζί, η οποία ξεκινά το μακρύ, επίπονο και επίμονο ταξίδι της ψυχολογικής, κοινωνικής, διανοητικής, επαγγελματικής, σεξουαλικής και φεμινιστικής, ιδεολογικής απελευθέρωσής της κι της απεξάρτησης από τον άντρα (ενώ πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα την άσχημη και μειονεκτική θέση της, με λίγα δικαιώματα, στον αναπτυσσόμενο, τρίτο κόσμο και δη τον ισλαμιστικό). Η νέα Πηνελόπη, στη Δύση, δίνει τον αγώνα της αυτονόμησής της, με επιτυχία σήμερα, στη ζωή, στην κοινωνία, στην έκφραση και ιδιαίτερα στις τέχνες, μας λέει το βιβλίο Μίλα, Πηνελόπη!.
Η αποκωδικοποίηση που μπορεί ενδεχομένως να γίνει του συνολικού έργου είναι πως η συγγραφέας έχει εστιάσει την προσοχή της στο πρόσωπο της παρατημένης Πηνελόπης, που είναι κατ'ουσίαν παρατημένη από έναν εξαφανισμένο Οδυσσέα/κακό Πατέρα. Η Πηνελόπη της Καστρινάκη τον ψάχνει συνέχεια, μα δεν επαναλαμβάνει τη στατική, συντηρητική κι ακινητοποιημένη στάση της Πηνελόπης της ομηρικής παράδοσης, αλλά επιδιώκει, σεξουαλικά ενεργητική, επιθετική & ταξιδεύτρια από τόπο σε τόπο, από διανοητικό πεδίο σε άλλο διανοητικό, πνευματικό πεδίο και από αντρικό κορμί σε κορμί, να τον αντικαταστήσει κάνοντας σεξ με πολλούς μνηστήρες.
Η συγγραφέας τοποθετεί την απιστία ως βάση του γάμου και γενικεύει αυτή την ηθική κι ερωτικοσεξουαλική αρχή με μοντέρνο κι εκσυγχρονισμένο τρόπο, αρχή συντονισμένη με την εποχή και τα νέα ήθη της. Το αγαπημένο θέμα της λογοτέχνιδος Αγγέλας Καστρινάκη συναντά κι εκφράζει τα θέματα της ερωτική συμπεριφοράς και των σεξουαλικών ηθών των ανθρώπων της κοινωνίας της εποχής. Το ενδιαφέρον και η έφεση της Πηνελόπης προς το λογοτεχνικό ταξίδι σχετίζεται τόσο με τα ταξίδια του αναζητούμενου Οδυσσέα, όσο και με τα σχετικά κι αντίστοιχα, διανοητικά, συγγραφικά, καλλιτεχνικά και υλικά, πραγματικά ταξίδια της συγγραφέως.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, το πεζογράφημα – πολιτική μαρτυρία «Ο Βασίλης –ψευδώνυμο Γιάννης– στην αριστερά (1971 - 2008)» (εκδ. Επίκεντρο).