baladeur

Σκέψεις και αναλύσεις με αφορμή το βιβλίο των Roger Eatwell και Matthew Goodwin «Εθνικολαϊκισμός – Η εξέγερση εναντίον της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας» (μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, εκδ. Επίκεντρο)

Του Γιώργου Σιακαντάρη

Ο Roger Eatwell Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Bath και o Matthew Goodwin καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Kent είναι δυο συγγραφείς που δεν χρειάζονται ιδιαίτερα διαπιστευτήρια. Είναι από τους σημαντικότερους μελετητές του λαϊκισμού και του εθνικισμού όπως οι δυο συγχωνεύονται στον όρο εθνικολαϊκισμός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2018 ( βιβλίο της χρονιάς κατά τους Sunday Times) πριν πέσει ο Τραμπ και πριν την πανδημία, αλλά τα πορίσματά του και το πλήθος εμπειρικών στοιχείων, κυρίως ερευνών της κοινής γνώμης, που το συνοδεύουν εξακολουθούν να μην έχουν επάνω τους τίποτα το περιττό. Και πώς να έχουν κάτι το περιττό, όταν αυτό που αναλύουν έχει διαχρονική αξία. Δεν αναλύουν απλά το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού, αλλά το γιατί αυτός έγινε τόσο ισχυρός στον 21ο αιώνα.

Ο εθνικολαϊκισμός πρωτοέκανε την εμφάνιση του στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα (το Αμερικανικό Κόμμα που φοβόταν την αλλοίωση της προτεσταντικής Αμερικής από την έλευση των καθολικών μεταναστών, όπως σήμερα άλλοι φοβούνται τους μουσουλμάνους μετανάστες) και έκτοτε συνεχώς αναπτυσσόταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποτέ όμως δεν έφτασε στην ισχύ που βρίσκεται σήμερα. Οι λόγοι αυτής της ανόδου, αλλά και το αν αυτή θα είναι παροδική εξετάζεται διεξοδικά σ’ αυτό το πολύτιμο βιβλίο.

Δυσπιστία, καταστροφή, στέρηση, αποευθυγράμμιση είναι οι τέσσερεις κομβικοί άξονες πάνω στους οποίους βασίζεται η άνοδος του εθνικολαϊκισμού. Πριν όμως αναλύσουν αυτούς τους τέσσερεις άξονες οι δυο συγγραφείς προχωρούν στην κατάρριψη ορισμένων μύθων που συνοδεύουν το φαινόμενο.

Le Pen au nom du peuple

Η Γαλλίδα πρόεδρος του «Εθνικού Συναγερμού» Μαρίν Λε Πεν μιλάει «Στο όνομα του λαού», όπως αναγράφεται πίσω της.

Τρεις μύθοι για τον εθνικολαϊκισμό

Μύθος πρώτος: Αυτοί που τον ακολουθούν είναι οι λευκοί χαμηλόμισθοι και οι άνεργοι. Τα στοιχεία που παραθέτουν δείχνουν, με διαφορές βεβαίως ανά χώρα, πως υποστηρικτές των εθνικολαϊκιστικών κομμάτων εντοπίζονται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ο Τραμπ και το Brexit πήραν ψήφους όχι μόνο από τους ανέργους και τους ανασφαλείς μη ειδικευμένους εργαζόμενους, αλλά και από σχετικά εύπορους συντηρητικούς των μεσαίων στρωμάτων. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή οι αιτίες του φαινομένου δεν είναι μόνο οικονομικές. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι αγωνίες για τις απειλές κατά της ταυτότητάς τους, όπως την αντιλαμβάνονται οι υποστηρικτές του Τραμπ και του Brexit.

Ένας δεύτερος μύθος είναι η θέση πως η άνοδος του εθνικολαϊκισμού οφείλεται στη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Μελέτες που παραθέτουν οι δυο συγγραφείς δείχνουν πως το φαινόμενο είχε ήδη αναπτυχθεί πριν απ’ αυτήν, αλλά και ότι μετά το ξέσπασμά της αυτό δυνάμωσε περισσότερο σε περιοχές που είχαν αποφύγει τις χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης.

Τα χαμηλώς μορφωμένα στρώματα υποεκπροσωπούνταν στις δημοσκοπήσεις, κι έτσι πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της πολιτικής καταγραφής. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και σχετικώς μορφωμένοι στους υποστηρικτές του εθνικολαϊκισμού.

Σύμφωνα με τον τρίτο μύθο, οι υποστηρικτές του είναι οι γεροντότεροι ενώ οι millennials τον απορρίπτουν. Κατά συνέπεια, όταν οι μεγαλύτερες γενιές ακολουθήσουν τη βιολογική τους πορεία, ο εθνικολαϊκισμός θα φθίνει και αυτός. Οι ψηφοφόροι του όμως –τονίζουν οι συγγραφείς– δεν περιορίζονται στους «θυμωμένους, ηλικιωμένους λευκούς». Ο εθνικολαϊκισμός είναι μια ανομοιογενής συμμαχία οικονομικά και πολιτισμικά ανασφαλών πολιτών. Αν υπάρχει μια κοινή συνισταμένη, κατά τους συγγραφείς, που ενώνει αυτό το ετερογενές πλήθος των υποστηρικτών του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της πλειονότητάς τους. Αυτό το μορφωτικό χάσμα δεν επέτρεψε και την πρόβλεψη για τη νίκη του Τραμπ. Τα χαμηλώς μορφωμένα στρώματα υποεκπροσωπούνταν στις δημοσκοπήσεις, κι έτσι πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της πολιτικής καταγραφής. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και σχετικώς μορφωμένοι στους υποστηρικτές του εθνικολαϊκισμού.

Πριν περάσουν στην ανάλυση των τεσσάρων αξόνων που εξηγούν την άνοδο του φαινομένου, οι δυο συγγραφείς επικεντρώνονται στα ιδεολογικά θεμέλια τους εθνικολαϊκισμού και στις διαφορές τους απ’ αυτά του φασισμού. Πολύ σημαντική παράμετρος, σε μια πνευματικά οκνηρή ατμόσφαιρα που κάθε βίαιη αλλά και πολλές μη βίαιες ενέργειες χαρακτηρίζονται «φασιστικές», μετατρέποντας έτσι τον φασισμό σε κανονικότητα. Οι δυο επιστήμονες εντοπίζουν τρία ιδεολογικά στοιχεία του εθνικολαϊκισμού: Πρώτον, οι λαϊκιστές υπόσχονται πως ακολουθούν τη λαϊκή βούληση. Δεύτερον, διατείνονται πως υπερασπίζονται τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, και, τρίτον, απορρίπτουν τις διεφθαρμένες ελίτ. Σε αυτά τα τρία στοιχεία αντιπαραθέτουν οι συγγραφείς τρία θεμελιώδη στοιχεία του φασισμού (ολιστικό έθνος, νέος άνθρωπος και αυταρχικός δρόμος) για να δείξουν την ασυμβατότητα των δυο. Εξυπακούεται πως στον φασισμό υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία, κυρίως ταξικά χαρακτηριστικά, που κάνουν την εξομοίωσή του με τον εθνικολαϊκισμό όσο και με την κομμουνιστική επαγγελία, εντελώς επιδερμική και ανεδαφική.

Στη συνέχεια η έρευνα εισέρχεται στον πυρήνα, που είναι η περιγραφή και η κριτική ανάλυση των τεσσάρων στοιχείων που εξηγούν την άνοδο του εθνικολαϊκισμού.

Polish President Andrzej Duda

Ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα μιλάει σε οπαδούς του πάνω σε στρατιωτικό όχημα.

Τέσσερις παράμετροι για την άνοδο του εθνικολαϊκισμού

Πρώτη είναι η δυσπιστία προς τους εδραιωμένους πολιτικούς και τις οικονομικές ελίτ και κυρίως η πεποίθηση πως οι πολιτικοί και οι οικονομικά και πνευματικά ισχυροί περιφρονούν τον λόγο των απλών ανθρώπων «σαν και εμάς». Δυσπιστία των «κάτω» προς τις ελίτ υπήρχε πάντοτε, σήμερα όμως αυτή «έχει επιδεινωθεί, γιατί οι πολιτικοί μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους και αντιπροσωπεύουν όλο και λιγότερο τους ανθρώπους που τους εξέλεξαν» (σ. 137). Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων έχει στρεβλώσει τη διαδικασία χάραξης των δημόσιων πολιτικών. Πολιτικές που περισσότερο κατευθύνονται από τους μη έχοντες προς τους έχοντες και όχι το ανάποδο. Αντιθέτως με τους αφορισμούς που χαρακτηρίζουν ως εθνικιστές, ρατσιστές, φασίστες κλπ. όλους όσοι καταφεύγουν στην ακροδεξιά για να εκφράσουν την απογοήτευση τους από τα mainstream κόμματα και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι συγγραφείς καταφεύγουν στην ανάλυση των αιτιών. Η αφ’ υψηλού κατάταξη στον ρατσισμό και στον αυταρχισμό όλων αυτών δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τους ωθεί βαθύτερα στον πάτο της ακροδεξιάς. Δεν αρκεί η καταδίκη, όπως κατά κόρον συμβαίνει στα καθ΄ ημάς, χρειάζεται και η κοινωνιολογική κατανόηση. Οι περισσότεροι εξ αυτών –ισχυρίζονται οι συγγραφείς– που καταφεύγουν στην εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά δεν μισούν τη δημοκρατία. Δυσπιστούν για τον τρόπο λειτουργίας της και θέλουν να τον αλλάξουν, ψηφίζοντας ό,τι χειρότερο για να ευοδωθεί ο σκοπός τους. «Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται απογοητευμένοι για τον τρόπο που λειτουργούν οι δημοκρατίες τους, αλλά οι περισσότεροι παραμένουν σταθερά δεσμευμένοι στο δημοκρατικό σύστημα» (σ. 147). Πρώτη παρατήρησή μου εδώ: Είναι αλήθεια πως όλοι αυτοί δεν είναι a priori εχθροί των δημοκρατιών. Αν αυτές όμως δεν έχουν απαντήσεις στις ανησυχίες τους, είναι καθ’ οδόν να γίνουν. Όλοι αυτοί δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις και τα mainstream κόμματα που όλο και περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους. Όσο αυτά παραμένουν ίδια, τόσο θα τροφοδοτούν τη δυσπιστία στη δημοκρατία.

Ο δεύτερος άξονας που εξηγεί την άνοδο του εθνικολαϊκισμού είναι η αίσθηση της καταστροφής του κόσμου όπως τον ξέραμε. Η μετανάστευση και ο φόβος της εθνικής αλλοίωσης, ή έστω αλλαγής, συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας αγωνίας για το μέλλον της ταυτότητας, των τρόπων ζωής των κοινοτήτων που δέχονται τη μετανάστευση. Παρατήρηση δεύτερη: Οι δυο συγγραφείς αν και δεν συμμερίζονται τον φόβο της καταστροφής και της εθνικής αλλοίωσης, αν και ορθώς επισημαίνουν πως ο εθνικολαϊκισμός δεν είναι καταφύγιο μόνο ρατσιστών, σε πολλά σημεία της ανάλυσης τους δείχνουν «ανοχή» στις αντιμεταναστευτικές φοβίες και υπεραπλουστεύσεις. Φοβίες που εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι ακροδεξιοί, όχι μόνο η Δεξιά, αλλά ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες. Σωστά επισημαίνουν τους πολιτισμικούς και δημογραφικούς φόβους, δεν τονίζουν όμως εμφατικά πως οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορούν και οφείλουν να τους καταστέλλουν με τις δημόσιες πολιτικές τους υπέρ των κατά Rawls «λιγότερο ευνοημένων» και όχι απλά να τις κατανοούν και στη συνέχεια να τις υποθάλπουν. Εξάλλου, όπως δείχνουν και οι μελέτες που παραθέτουν, η υποστήριξη στην άποψη «η μετανάστευση έχει θετική επίδραση», αν και μειοψηφική, δεν είναι αμελητέα. Έχουν δίκιο όταν υποστηρίζουν ότι τα αίτια της απόρριψης της μετανάστευσης είναι κυρίως πολιτισμικά και δευτερευόντως οικονομικά, παραβλέπουν όμως το γεγονός πως αν υπήρχαν οικονομικές πολιτικές ενίσχυσης «των λιγότερο ευνοημένων», ίσως και τα πολιτισμικά αίτια να ατονούσαν περισσότερο απ’ όσο δείχνουν οι ποσοτικές μελέτες.

Όπως δείχνουν και οι μελέτες που παραθέτουν, η υποστήριξη στην άποψη «η μετανάστευση έχει θετική επίδραση», αν και μειοψηφική, δεν είναι αμελητέα.

Η τρίτη παράμετρος για την άνοδο του εθνικολαϊκισμού είναι η αίσθηση της στέρησης και όχι η στέρηση αυτή καθαυτή. Πριν οι δυο συγγραφείς αναλύσουν αυτή την αίσθηση κάνουν μια πολύ κατατοπιστική αναδρομή στη νομιμοποίηση του πρώιμου καπιταλισμού, στις εξελίξεις κατά τη διάρκεια του προνοιακού καπιταλισμού και τη Χρυσή Εποχή του για να προσγειωθούν στο σήμερα στην άνοδο της «Νέας Δεξιάς» και του νεοφιλελευθερισμού και στις δημόσιες αντιδράσεις που προκαλεί αυτή η άνοδος μαζί με την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία δυναμώνει την πεποίθηση πως οι ανισότητες αυξάνονται. Δυστυχώς όμως –τρίτη παρατήρηση– η αύξηση των ανισοτήτων δεν είναι μόνο πεποίθηση, αλλά και πραγματικότητα. Οι δυο συγγραφείς δείχνουν να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην πεποίθηση και την πραγματικότητα. Αν και μιλούν καθαρότατα και παραθέτουν στοιχεία (συντελεστής Gini) για τις αυξανόμενες ανισότητες, δεν δίνουν προτεραιότητα σ’ αυτές στην εξήγηση της ανόδου του εθνικολαϊκισμού, αλλά επιμένουν στις πολιτισμικές διαστάσεις της αίσθησης στέρησης. Στον οικονομικό τομέα αναφέρονται ως σχετική στέρηση. Γι’ αυτό και όταν τονίζουν την οικονομική διάσταση της οικονομικής στέρησης, είναι επειδή αυτή «επηρέασε έντονα τα αντιληπτά επίπεδα σεβασμού, αναγνώρισης και στάτους σε σχέση με άλλους στην κοινωνία» (σ. 228). Περισσότερο, κατά τους συγγραφείς, στην άνοδο του εθνικολαϊκισμού συμβάλει η αίσθηση της πολιτισμικής από την αίσθηση της οικονομικής καταστροφής.

Εκεί που –κατά τη γνώμη του γράφοντος– απογειώνεται το βιβλίο είναι στον τέταρτο άξονα, στην περιγραφή της «αποευθυγράμμισης». Αυτή σηματοδοτεί τον «τρόπο με τον οποίο οι παραδοσιακοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων και των παραδοσιακών κομμάτων έχουν εξασθενήσει με την πάροδο του χρόνου, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο έχουν αλλάξει οι υποκείμενες διαχωριστικές γραμμές στην πολιτική» (σ. 241). Καμία παρατήρηση εδώ. Αντιθέτως, είναι αυτή η ελιτίστικη κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών, η κατάργηση δηλαδή της διαφοράς της Αριστεράς από τη Δεξιά που ρίχνει πετρέλαιο αντί νερού στη φωτιά του εθνικολαϊκισμού. Η αποευθυγράμμιση καταγράφει την υψηλή αποχή, τη μείωση των ποσοστών των δυο μεγάλων κομματικών πόλων και κυρίως την ευμεταβλητότητα της ψήφου των πολιτών. Αφού και εδώ οι δυο συγγραφείς περιγράψουν πρώτα την «Κλασική Εποχή της Ευθυγράμμισης», όπου η διάκριση Αριστερά-Δεξιά χαρακτήριζε τα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα, με τη χριστιανοδημοκρατία στα δεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία στα αριστερά – κι όχι όπως κάποιες αβαθείς –και σκοπιμότητας– στα καθ’ ημάς αναλύσεις τοποθετούν τη σοσιαλδημοκρατία στο Κέντρο (sic).

epikentro eatwell goodwin ethnikolaikismosΟ δρόμος προς μια «σιωπηλή αντεπανάσταση»

Από τη δεκαετία του 1960 κάποιοι μελετητές άρχισαν να παρατηρούν πως τα κομματικά συστήματα της Δύσης είχαν παγώσει. Αυτή η τάση επιτάθηκε μετά το 1980 και απογειώθηκε την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της λεγόμενης «πολιτισμικής σύγκρουσης». Οι baby boomers της δεκαετίας του 1960 είχαν εξασφαλισμένα δικαιώματα όπως η πλήρης απασχόληση, η ανοδική κινητικότητα, ο ελεύθερος χρόνος, η πρόσβαση στη μόρφωση. Και την ίδια περίοδο δεν υπήρχε καμία αγωνία για την πιθανότητα εθνοτικής αλλοίωσης. Πώς όμως τότε εξηγείται η λεγόμενη «Σιωπηλή Αντεπανάσταση» των Ρέηγκαν και Θάτσερ κατά τη δεκαετία του 1980; Εδώ χρειάζεται να προστεθεί πως δεν ήταν μόνο η αμφισβήτηση των οικονομικών κεκτημένων που φούντωσε αυτήν την «Αντεπανάσταση», αλλά κι οι συγκρούσεις αξιών που επιτάθηκαν από το 1980 και ύστερα. Αυτές έσπασαν τους δεσμούς των ψηφοφόρων με τα παραδοσιακά κόμματα και οδήγησαν μερικά απ’ αυτά, όπως το Αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, τους Βρετανούς Συντηρητικούς, και όχι μόνο, σε πιο εθνικολαϊκιστικές θέσεις.

Το σημαντικότερο όμως είναι η ύπαρξη αυτής καθαυτής της αποευθυγράμμισης, όπου στην Ευρώπη το «2009 το ποσοστό των ανθρώπων που δεν αισθάνονταν κοντά σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα είχε αυξηθεί στο 45%» (σ. 252). Αυτή η αύξηση της μεταβλητότητας δεν επέτρεψε την πρόβλεψη για τη νίκη Τραμπ, το Brexit, ούτε καν την άνοδο των Ευρωπαίων εθνικολαϊκιστών. Σημαντικό τμήμα στην ανάλυσή τους αφιερώνεται στην κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν θα έλεγα όμως ότι εδώ είναι το πιο δυνατό στοιχείο της ανάλυσής τους. Εδώ είναι περισσότερο διαπιστωτικοί παρά αναλυτικοί και κυρίως πρωτότυποι.

Τελικά το συμπέρασμα των δυο επιστημόνων από την ανάλυση των τεσσάρων λόγων ανόδου του εθνικολαϊκισμού είναι πως αυτός δεν θα υποχωρήσει σύντομα. Το μόνο που φαίνεται πιθανότερο να γίνει είναι είτε αυτός να μετακομίσει στην παραδοσιακή Δεξιά και να γίνει ένας «μετριοπαθής εθνικολαϊκισμός», είτε ως τέτοιος να συνεχίσει στους σημερινούς εθνικολαϊκιστικούς σχηματισμούς. Προσωπικά δεν νομίζω πως αυτό αποτελεί λύση.

Ανεξαρτήτως των όποιων παρατηρήσεών μου το βιβλίο αποτελεί οδηγό στην ανάλυση του φαινομένου και είναι ακριβώς αυτό το αμφιλεγόμενο κάποιων θέσεών του που το κάνει απαραίτητο ανάγνωσμα γι’ όποιον ανησυχεί για το μέλλον των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Πολύ καλή η μετάφραση του Ηρακλή Οικονόμου. Άλλο ένα συν στην προσπάθεια των Εκδόσεων Επίκεντρο και του εκδότη και συγγραφέα Πέτρου Παπασαραντόπουλου για ερμηνεία σύνθετων κοινωνικών φαινομένων σε εποχές κυριαρχίας της συνωμοσιολογίας, από τη μια, και της πολιτικής υπεραπλούστευσης (όλα είναι Κέντρο) από την άλλη.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

politeia link more

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Λογοτεχνία και επανάσταση» των Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί (κριτική) – Η «στρατευμένη» λογοτεχνία, οι θιασώτες της, τα όριά της

«Λογοτεχνία και επανάσταση» των Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί (κριτική) – Η «στρατευμένη» λογοτεχνία, οι θιασώτες της, τα όριά της

Για το δοκίμιο των Ζοζέφ Αντράς (Joseph Andras) και Καουτάρ Αρσί (Kaoutar Harchi) «Λογοτεχνία και επανάσταση» (μτφρ. Γιώργος Θ. Καράμπελας, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου). Στην κεντρική εικόνα, ο Τζορτζ Όργουελ, έργα του οποίου εξετάζονται στη συγκεκριμένη μελέτη. 

...

«Το τέλος των ψευδαισθήσεων» του Αντρέας Ρέκβιτς (κριτική) – Η κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού και πιθανές εναλλακτικές

«Το τέλος των ψευδαισθήσεων» του Αντρέας Ρέκβιτς (κριτική) – Η κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού και πιθανές εναλλακτικές

Για το δοκίμιο του Αντρέας Ρέκβιτς (Andreas Reckwitz) «Το τέλος των ψευδαισθήσεων - Πολιτική, οικονομία και κουλτούρα στην ύστερη νεωτερικότητα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση της Ευαγγελίας Τόμπορη. 

Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης ...

«Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία» του Αντονί Γκαλουτσό (κριτική) – Η πραγματικότητα πίσω από το θρυλικό «γκαράζ» του Στιβ Τζομπς

«Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία» του Αντονί Γκαλουτσό (κριτική) – Η πραγματικότητα πίσω από το θρυλικό «γκαράζ» του Στιβ Τζομπς

Για το δοκίμιο του Αντονί Γκαλουτσό [Anthony Galluzzo] «Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία - Αποδομώντας το φαντασιακό της Σίλικον Βάλεϊ» (εκδ. Μάγμα, μτφρ. Νίκος Ν. Μάλλιαρης).

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός 

Όταν...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό» της Σώτης Τριανταφύλλου (κριτική) – Έλληνες στου Μέμφις τα στενά

«Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό» της Σώτης Τριανταφύλλου (κριτική) – Έλληνες στου Μέμφις τα στενά

Για το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό - Χρονικό σε πόλεις με ποτάμι» (εκδ. Πατάκη). Η κεντρική φωτογραφία, που κοσμεί το εξώφυλλο, είναι του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...
Πολίνα Μπαρσκόβα: «Σε στιγμές πίεσης, οι άνθρωποι αντιδρούμε κάνοντας τέχνη»

Πολίνα Μπαρσκόβα: «Σε στιγμές πίεσης, οι άνθρωποι αντιδρούμε κάνοντας τέχνη»

Η Πολίνα Μπαρσκόβα (Polina Barskova), Ρωσίδα συγγραφέας και ποιήτρια, μιλά με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής αφηγημάτων της «Ζωντανές εικόνες» (μτφρ. Γιούλη Σταματίου, εκδ. Βακχικόν).

Στη Βίκυ Πορφυρίδου

Το βιβλίο σας ...

«Stella Maris» του Κόρμακ ΜακΚάρθι (κριτική) – Όλη η Αμερική του 20ού αιώνα σε ένα ψυχιατρείο

«Stella Maris» του Κόρμακ ΜακΚάρθι (κριτική) – Όλη η Αμερική του 20ού αιώνα σε ένα ψυχιατρείο

Για το μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι (Cormac McCarthy) «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «God's Crooked Lines» του Oriol Paulo.

Γράφει ο Γιάννης Χατζηκρυστάλλης

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο σπορέας» του Ζαν Νταρό (προδημοσίευση)

«Ο σπορέας» του Ζαν Νταρό (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Ζαν Νταρό [Jean Darot] «Ο σπορέας» (μτφρ. Ελένη Γ. Γύζη), το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Στίξις.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Δεν γνωρίζαμε τίποτα. Δεν γνωρίζαμε αν οι εξόριστοι...

«Μια τρίχα που γίνεται άλογο» της Λίλας Κονομάρα (προδημοσίευση)

«Μια τρίχα που γίνεται άλογο» της Λίλας Κονομάρα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Λίλας Κονομάρα «Μια τρίχα που γίνεται άλογο», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κι όμως κάποτε ήμασταν εμείς, ψιθυρίζει κι αμέσως σκέψεις κα...

«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης), το οποίο κυκλοφορεί στις 7 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στην πραγματικό...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τι διαβάζουμε τώρα; Δέκα πρόσφατα βιβλία γόνιμου στοχασμού

Τι διαβάζουμε τώρα; Δέκα πρόσφατα βιβλία γόνιμου στοχασμού

Η εξέλιξη της τεχνολογίας, η δίκη του Γαλιλαίου, η αποδοχή του θανάτου, αλλά και οι προκαταλήψεις μας για τους τσιγγάνους. Δέκα βιβλία που θα μας γεννήσουν πολλά ερωτήματα και θα μας δώσουν απαντήσεις.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 10 φεμινιστικά βιβλία ξένης πεζογραφίας

Τι διαβάζουμε τώρα; 10 φεμινιστικά βιβλία ξένης πεζογραφίας

Δέκα πρόσφατα βιβλία πεζογραφίας από όλον τον κόσμο, γραμμένα από γυναίκες, με πρωταγωνίστριες θηλυκότητες, που απευθύνονται σε όλους. Ιστορίες για τις ηχηρές ή σιωπηρές επαναστάσεις των γυναικών εντός και εκτός των έμφυλων ρόλων τους, τις εκφάνσεις της αυτενέργειας και χειραφέτησής τους. Μυθιστορήματα και διηγήματα...

Τι διαβάζουμε τώρα; 6 πολύ καλά βιβλία για την επιστήμη και τον άνθρωπο

Τι διαβάζουμε τώρα; 6 πολύ καλά βιβλία για την επιστήμη και τον άνθρωπο

Τι γνωρίζουμε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο; Τι γνωρίζουμε για την κλιματική κρίση στην Ελλάδα; Πώς καταπολεμούμε το ψυχικό τραύμα; Έξι βιβλία που προσφέρουν γνώσεις, αλλά και ελπίδα.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2024

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα

ΦΑΚΕΛΟΙ