
Για το σώμα συνεντεύξεων του Θανάση Βαλτινού «Όπως ο Έρωτας – Επιλογή συνεντεύξεων 1972-2018» (επίμετρο - επιμέλεια: Κωστής Δανόπουλος, εκδ. Εστία) και για το σώμα μελετών του Δημήτρη Παϊβανά «Περί πόθου και πάθους στην πεζογραφία του Βαλτινού» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Σώματα συνεντεύξεων δεν έχουμε πολλά στην Ελλάδα. Κι όμως, έχω την αίσθηση ότι είναι ένα προσφιλές είδος δημοσιογραφικού λόγου, αφού ο αναγνώστης θέλει να μάθει από πρώτο χέρι τις σκέψεις και τη ζωή του καλλιτέχνη. Κι αφού η συνέντευξη είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας, ένα σώμα 48 τέτοιων κειμένων, που καλύπτουν σχεδόν μισό αιώνα, δείχνει πολλά για το ποιος είναι και το πώς σκέφτεται, σταθερά ή εξελισσόμενα, ο συγγραφέας και σεναριογράφος Θανάσης Βαλτινός.
Η αλήθεια είναι ότι η συνέντευξη δεν είναι ένα αυθόρμητο είδος λόγου. Είναι η προσχεδιασμένη, λιγότερο ή περισσότερο, προσπάθεια του δημιουργού να προβάλει τον εαυτό του, να προωθήσει το έργο του και να χτίσει το προφίλ του ακόμα και ως διανοούμενου, όταν οι ερωτήσεις τον αντιμετωπίζουν ως δημόσιο πρόσωπο με «πολιτικό» λόγο. Επομένως, πρόκειται για μια δήλωση προθέσεων, ωραιοποίηση τρόπων ζωής, παροχή πληροφοριών αλλά και χειραγώγηση της σκέψης των μελετητών… Είναι, λοιπόν, μια «τεχνολογία του εαυτού» (βλ. το άρθρο των Anneleen Masschelein, Christophe Meurée, David Martens & Stéphanie Vanasten στο Poetics Today το 2014).
Έτσι, όταν τα ξέρεις όλα αυτά, διαβάζοντας τις συνεντεύξεις εν προκειμένω του Θανάση Βαλτινού, μπορεί να αγανακτήσεις. Αφενός γιατί βλέπεις την απόσταση από το έργο του, βεβαίως όχι πάντα σκόπιμη, κι αφετέρου γιατί αναγνωρίζεις αοριστίες, υπεκφυγές, εξωραϊσμούς, αδυναμίες του λογοτέχνη να εκφράσει το θεωρητικό πλαίσιο της δουλειάς του (κι ίσως δεν είναι απαραίτητο να το κάνει, αφού συχνά ο δημιουργός δεν λειτουργεί συνειδητά), αλλά και κοινοτοπίες, στερεότυπες διατυπώσεις κ.λ.π.
Ο Θανάσης Βαλτινός, δηλαδή, μιλώντας για συγκεκριμένα μυθιστορήματα και διηγήματα ή αναλύοντας γενικά την τέχνη της λογοτεχνίας, αυτοβιογραφείται, αποκαλύπτει το εργαστήριο της γραφής, εξηγεί πώς σκέφτεται και διαμορφώνει το πλαίσιο πρόσληψης των κειμένων του.
Αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να ξαναδείς ουσιαστικά –όπως είναι ο στόχος ενός τέτοιου βιβλίου– την πορεία της σκέψης του παράλληλα με την εξέλιξη του έργου του, από το Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη (1972) ως το Ημερόλογιο της Αλοννήσου (2017). Έτσι, δουλεύει το μυαλό σε μια παραλληλία ανάμεσα στο ζευγάρι της πληροφορητικότητας και της λογοτεχνικότητας κάθε βιβλίου και την προθετικότητα του δημιουργού. Ο Θανάσης Βαλτινός, δηλαδή, μιλώντας για συγκεκριμένα μυθιστορήματα και διηγήματα ή αναλύοντας γενικά την τέχνη της λογοτεχνίας, αυτοβιογραφείται, αποκαλύπτει το εργαστήριο της γραφής, εξηγεί πώς σκέφτεται και διαμορφώνει το πλαίσιο πρόσληψης των κειμένων του.
Προσπερνώντας τα σχόλια του πεζογράφου για κάθε λογοτεχνικό έργο ξεχωριστά, μπορούμε να σταθούμε σε ευρύτερα θέματα και μοτίβα, που απασχολούν τον ίδιο και την κριτική. Το βασικότερο φυσικά είναι η Ιστορία και πώς αυτή μετατρέπεται σε λογοτεχνία. Ο Θανάσης Βαλτινός πιστεύει ότι η Ιστορία, είτε πρόκειται για τα εθνικά γεγονότα, είτε για την καθημερινότητα, μετασχηματίζεται όταν ο συγγραφέας φορτίζεται από αυτήν και έχει την ανάγκη να γράψει πρώτα για τη δική του προσωπική ιστορία. Κι ανάλογα τον ενδιαφέρει πώς το βαρύ χέρι της πλήττει τους απλούς ανθρώπους που τη ζουν τραγικά.
![]() |
![]() |
Μέσα σ’ αυτήν, πρωτεύουσα θέση έχει ο Εμφύλιος: αφενός στην Κάθοδο των εννέα κι αφετέρου στην Ορθοκωστά οι ποικίλες μικροϊστορίες των ανθρώπων, αριστερών και δεξιών, αναδεικνύουν τη βία που υφίστανται και τις συνθήκες που τους έχουν καθορίσει. Όλοι, πιστεύει ο Θανάσης Βαλτινός, υπήρξαν θύτες και θύματα, σε έναν διχασμό που κρατάει έως σήμερα. Κι επιπλέον, οι ιδεολογικές τοποθετήσεις, που είχαν εγκαθιδρύσει μια αριστερή ματιά, αναθεωρούνται ήδη από τους ιστοριογράφους, κάτι στο οποίο συντέλεσε και ο ίδιος, όπως επισημαίνει. Έτσι, θεωρεί ένα μέρος της αριστερής κριτικής, που του επιτέθηκε για την Ορθοκωστά, ιδεολογικά εγκλωβισμένη («νεοζντανοφική»), που κρίνει και καταδικάζει με εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Ο ίδιος, μάλιστα, χωρίς να είναι κομματικός, δηλώνει αριστερός, αφού δίνει στη λέξη τη σημασία της ελευθεροφροσύνης και της συνέπειας σε αξίες· από την άλλη, όμως, πιστεύει ότι η Αριστερά των τελευταίων σαράντα χρόνων δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κοινωνική κατάρρευση με τη συμμετοχή της στους θεσμούς, έστω κι αν δεν κυβερνούσε πάντα.
Η λογοτεχνία ως γλωσσικό παιχνίδι
Κι αν η Ιστορία είναι το θέμα, η γλώσσα είναι η μορφή. Σε πολλές συνεντεύξεις του ο πεζογράφος μιλά για τη λογοτεχνία ως γλωσσικό παιχνίδι, ως ανάδειξη του αυθεντικού λαϊκού λόγου, ως μεταφορά μιας χυμώδους προφορικότητας. Αυτή όμως η γλώσσα χάνεται, καθώς έχουμε αποκοπεί από τις εξωαστικές ρίζες μας, που αποτελούν τη μήτρα του λαϊκού ανθρώπου. Πρόκειται για τον γνήσιο φορέα μιας παράδοσης, τον οποίο ο συγγραφέας πιστεύει, ένα σύνολο απλών ανθρώπων, που αφηγούνται με λιτότητα και δεξιοτεχνία ιστορίες, ζουν την καθημερινότητα, φεύγουν μετανάστες, πλάθουν τα δημοτικά τραγούδια…
![]() |
|
Στο κέντρο ο Θανάσης Βαλτινός με τον Στρατή Τσίρκα στο Quartier Latin, στις 10 Ιανουαρίου 1972. Αριστερά του Θανάση Βαλτινού η Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδη-Τσουκαλά. |
Μορφή, όμως, είναι και η ανορθόδοξη δομή, πειραματική (όπως ο πεζογράφος την ονομάζει το 1972), αγραμμική, που στηρίζεται εν πολλοίς στα τεκμήρια, σε ένα διακειμενικό κολλάζ, πιο κοντά στην «ουδέτερη» δημοσιογραφική γλώσσα. Αυτή η έντεχνη απουσία του συγγραφέα, καθώς τα ένθετα κειμενικά ντοκουμέντα μιλούν από μόνα τους, κινητοποιεί τον αναγνώστη, τον οποίο ο Θανάσης Βαλτινός επιθυμεί ενεργό και δραστήριο, έστω κι αν σήμερα τέτοιοι αναγνώστες περιορίζονται σε αριθμό.
Πέρα από τις σκέψεις του για τα έργα του, ο λογοτέχνης ρωτήθηκε πολλές φορές για τη γενικότερη πνευματική κίνηση. Πιστεύει και δεν πιστεύει στη σύγχρονη πεζογραφία, σταδιακά αξιολογεί θετικά το πρόσημό της, ακόμα και των νεότερών του συγγραφέων, αλλά καταλογίζει ευθύνες –για τη μειωμένη προβολή της στο εξωτερικό– τόσο στη μικρή μας γλώσσα, όσο και στην ανεπάρκεια μιας ελλιπώς τεχνοκρατικής πολιτικής εκ μέρους των κυβερνώντων. Δεν παρακολουθεί συστηματικά την ποίηση, θεωρεί το διήγημα δύσκολη τέχνη λόγω της πυκνότητάς του, πιστεύει στη δημιουργική γραφή (δίδαξε άλλωστε) ως κέρδος χρόνου, ώστε ο επίδοξος λογοτέχνης να αποκτήσει εφόδια, που αλλιώς θα αποκτούσε με πολύ διάβασμα και προσπάθεια. Ξεκινά επιφυλακτικός για την κριτική της δεκαετίας του ’70 και φτάνει στην αποδοχή των κριτικών κειμένων του 21ου αιώνα, ενώ ανάλογα ήταν αρνητικός για τα Κρατικά βραβεία, επειδή δεν εμπιστευόταν τους κριτές και τη φιλοσοφία της εκάστοτε βράβευσης.
Όσο άρτια ο Κωστής Δανόπουλος επιμελείται τις συνεντεύξεις του Θανάση Βαλτινού, τόσο εύστοχα ο Δημήτρης Παϊβανάς παρακολουθεί χρόνια τώρα το έργο του και το ερμηνεύει σε βάθος, με όπλο τη θεωρία αλλά και την κριτική του ματιά.
![]() |
![]() |
Εφτά δοκίμια στον ανά χείρας τόμο μελετούν δυο συλλογές διηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα του Βαλτινού, με σκοπό να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ποιητική και πολιτική τους. Με χρήση (και με κατάχρηση ενίοτε) της θεωρίας, ο καθηγητής ερευνά το υβριδικό Τρία ελληνικά μονόπρακτα, για να αναδείξει το δίπολο της ελευθερίας και της καταστολής μέσα από την παρωδιακή μετουσίωση των κειμενικών ειδών. Στα διηγήματα, αναγνωρίζει τον ρόλο της νοσταλγίας, που ανατρέχει στο παρελθόν μέσω της μνήμης και συνθέτει το μέλλον μέσω της επινοητικής της δύναμης. Έτσι, μια πανταχού παρούσα επιθυμία συνδέει τον άνθρωπο με τους άλλους αλλά και με την πολιτιστική δημιουργία. Ανάλογα οι προσωπικές επιλογές του ατόμου γίνονται έξεις, ερωτικές και θανατηφόρες, φιλόδοξες όσο και δεσμευτικές, μορφές υπέρβασης αλλά και καθήλωσης.
Ο Δημήτρης Παϊβανάς αφιερώνει πολλές σελίδες στο Ημερόλογιο της Αλοννήσου, ώστε να χαρτογραφήσει ένα βιβλίο που συνδυάζει κείμενο και ήχο, γραπτή λογοτεχνία και καταγραφή σε ψηφιακό δίσκο ήχων και φωνών. Στα Φτερά μπεκάτσας ένας διάλογος ζευγαριού που βρίσκεται στα πρόθυρα του χωρισμού επανακαθορίζει τα όρια των φύλων και των κοινωνικών γενών, τις σχέσεις εξουσίας και τη θέση του έρωτα μέσα σ’ αυτές. Τέλος, Ο τελευταίος Βαρλάμης, μια νουβέλα που διαβάστηκε στην Ακαδημία όταν ο συγγραφέας έγινε δεκτός στις τάξεις της, είναι ένα μυθοπλαστικό κείμενο που μιμείται τον επιστημονικό λόγο, τη φιλολογία και την ιστορία, για να αναπλάσει από ένα δημοτικό τραγούδι μια ολόκληρη οικογενειακή σάγκα.
Το έργο του Θανάση Βαλτινού, οι προθέσεις του όπως εκφράζονται σε πλείστες συνεντεύξεις του, η κατεύθυνση που δίνει με τα λόγια του στην ερμηνεία των βιβλίων του, αλλά και μελέτες όπως αυτή του Δημήτρη Παϊβανά, εγκαθιδρύουν εδραία την παρουσία του συγγραφέα στο τώρα και στο αύριο. Η μετάπλαση της Ιστορίας, ο χειρισμός του έρωτα, η καθημερινότητα και ο απλός άνθρωπος κ.ά. είναι πεδία πάνω στα οποία ο υποψιασμένος αναγνώστης βρίσκει το ρευστό τοπίο, ώστε να χτίσει την ανάγνωσή του και να ξανακαταλάβει την ελληνική ιδιοσυγκρασία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Δήμητρα Ρουμπούλα [μιλώντας για την Ορθοκωστά (Έθνος, 14.6.1994)]: Το ευρύτερο κοινό δεν σας ενδιαφέρει;
Θανάσης Βαλτινός: Πάρα πολύ. Αλλά δεν ήταν λόγος αυτός να αναστείλω τη δική μου πρόθεση να εκδώσω το βιβλίο. Σε καμιά περίπτωση δεν ήθελα να πολιτικολογήσω, και μάλιστα με αυτή τη φθηνή εκδοχή. Το βιβλίο είναι ένα μαρτυρολόγιο του ελληνικού λαού. Υπήρχαν άνθρωποι. Έλληνες μάρτυρες, κάποια φορά και θύτες, και οι ρόλοι αντιστρέφονταν συχνά. Αυτό είναι το βιβλίο.
[…]
Δήμητρα Ρουμπούλα: Όταν γράφατε, τι σας ενδιέφερε περισσότερο, η λογοτεχνική πλευρά ή το θέμα;
Θανάσης Βαλτινός: Κυρίως με ενδιέφερε να λειτουργήσουν όλα αυτά ως αξίες λογοτεχνικές, ως αξίες γλώσσας. Το βιβλίο λειτουργεί πρωτίστως ποιητικά και δευτερευόντως ιστορικά. Με απασχολούσε η ποιητική αξιοποίηση και όχι η ιστορική αποτίμηση.