Για το βιβλίο του Werner Sombart «Ο Αστός» (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Νεφέλη).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Σήμερα σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος ανήκει στο οικονομικό μοντέλο του δυτικού Καπιταλισμού, όπου πρωταρχικός στόχος είναι η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση. Σήμερα ο χρόνος ισοδυναμεί με χρήμα και κυριαρχεί ένας ανθρώπινος τύπος: ο Αστός. Με ποιον τρόπο όμως οδηγηθήκαμε στην εξάπλωση και την κυριαρχία του συγκεκριμένου τύπου; Ο Αστός (Der Bourgeois, 1913), το κλασικό πια σύγγραμμα του Werner Sombart, αναζητά ιστορικά τα θεμέλια του χαρακτήρα του σημερινού «καπιταλιστικού» ανθρώπου. Ο συγγραφέας είναι επηρεασμένος από τον Max Weber, με τον οποίο άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε διαφωνεί.
Είτε από ανάγκη είτε από πλεονεξία, ο προκαπιταλιστικός άνθρωπος δε συσσωρεύει το χρήμα, αλλά το ξοδεύει.
Εξετάζοντας το καπιταλιστικό πνεύμα, αυτό το βιβλίο του Sombart διαιρείται σε δύο ενότητες: στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται οι πρώτες ιστορικές ενδείξεις, ενώ στη δεύτερη απαριθμούνται οι κύριες αιτίες του. Σύμφωνα με τον Γερμανό κοινωνιολόγο, πριν από τον Καπιταλισμό οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά με το φυσικό κόσμο και χρησιμοποιούσαν το χρήμα με σκοπό την κάλυψη των αναγκών τους, ισοσκελίζοντας διαρκώς τα έσοδα με τις δαπάνες τους («οικονομία της δαπάνης»). Στην προκαπιταλιστική οικονομία υπήρχαν δύο κυρίως στρώματα: οι κύριοι και ο λαός και οι δύο πάντως ξόδευαν το χρήμα για να καλύψουν τα έξοδά τους, είτε αυτές ήταν αναγκαίες για την επιβίωση είτε από πολυτέλεια αντίστοιχα. Είτε από ανάγκη είτε από πλεονεξία, ο προκαπιταλιστικός άνθρωπος δε συσσωρεύει το χρήμα, αλλά το ξοδεύει. Ολόκληρος ο Μεσαίωνας διεπόταν από την περίφημη αποφθεγματική φράση του Θωμά Ακινάτη: «Το χρήμα υπάρχει για να το ξοδεύουμε». Αυτή η κατάσταση μετεβλήθη ριζικά μετά την είσοδο των γερμανικών, σλαβικών και κελτικών λαών στο ιστορικό προσκήνιο. Οι πρώτες ενδείξεις της νέας κερδοθηρίας μπορούν να εντοπιστούν ήδη στις ληστρικές επιδρομές, την αλχημεία, τις επινοήσεις, ακόμη και με το ίδιο το χρήμα. Το 17o αιώνα μάλιστα παρατηρούνται τα πρώτα δείγματα των χρηματιστηριακών επιχειρήσεων: στην Αγγλία γίνονται αγοραπωλησίες χρεογράφων, ενώ στην Ολλανδία από το 1634 ως το 1637 ανθεί μια συνήθεια που είναι γνωστή ως «τουλιπομανία» και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις μετοχές στο σύγχρονο χρηματιστήριο. Ωστόσο, καμία από αυτές τις πρώιμες μορφές κερδοσκοπίας δεν οδηγούσε αναγκαστικά στον καπιταλισμό, αν δε συνδύαζε δύο χαρακτηριστικά: το επιχειρηματικό πνεύμα και το αστικό.
Σύμφωνα με τον Sombart, ο αστός, ο καπιταλιστής επιχειρηματίας, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ορισμένες ιδιότητες: είναι οργανωτής, κατακτητής και συνάμα διαπραγματευτής, συνδυάζοντας ηγετικά χαρακτηριστικά με πλούτο ιδεών με τέτοιο τρόπο που μοιάζει στο Faust του ομώνυμου έργου του Goethe. Ως βασικότερα πρότυπα κάθε μεταγενέστερης επιχείρησης θεωρούνται οι πολεμικές εκστρατείες, η γαιοκτησία, το κράτος, αλλά και η εκκλησία. Ως πρώτες μορφές καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ο Sombart αναφέρει την πειρατεία, τη φεουδαρχία, τη γραφειοκρατία και κυρίως την κερδοσκοπία, το εμπόριο και τη χειροτεχνία. Από αυτές, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι τρεις τελευταίες (κερδοσκοπία, εμπόριο, χειροτεχνία), διότι οι εκπρόσωποί τους υπήρξαν οι πρώτοι που αντικατέστησαν τη βία με την πειθώ ως μέθοδο διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο, ο σημαντικότερος πρόδρομος του καπιταλιστή επιχειρηματία υπήρξε ο έμπορος, καθώς ήταν ο μοναδικός τύπος επιχειρηματία που παραβλέπει τις όποιες ποιοτικές διαφορές των εμπορευμάτων του και τα αντιλαμβάνεται όλα μονάχα ποσοτικά, ως πηγή οικονομικού κέρδους. Η νοοτροπία του εμπόρου, που αντιμετωπίζει όχι ως χρηστικό αλλά ως ανταλλακτικό αγαθό ότι περιέρχεται στα χέρια του, είναι ακριβώς η νοοτροπία του σημερινού αστού. Αυτή είναι η αιτία που τα πρώτα σκιρτήματα του καπιταλισμού έγιναν στη Σκωτία και κυρίως στη Φλωρεντία του 14ou αιώνα: τόσο οι Σκωτσέζοι, που πούλησαν τον βασιλιά τους σε αλλοεθνείς όσο και οι Φλωρεντινοί που κυβερνιόνταν από τραπεζίτες, αποτελούν μοναδικά παραδείγματα κυριαρχίας των εμπόρων στην ιστορία. Μάλιστα, στα κείμενα του Alberti, σημαντικού Φλωρεντινού της εποχής, ο Sombart διαπιστώνει την πρώτη εμφάνιση της αποταμίευσης και την εξίσωση του χρόνου με το χρήμα. Όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του επιχειρηματικού πνεύματος. Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με το Sombart, η σύγχρονη καπιταλιστική επιχείρηση δε θα είχε προκύψει ποτέ δίχως τη συνδρομή του αστικού πνεύματος. Το αστικό πνεύμα μπορεί να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: φιλοπονία και λιτότητα (industry and frugality). Πρόκειται για το πνεύμα που άρχισε ο 14o αιώνα, συνεχίστηκε από τον Defoe και τα συμβουλευτικά εγχειρίδια του 17ου αιώνα, για να κορυφωθεί το 18ο, με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο που ανακάλυψε το αλεξικέραυνο, την Αβασίλευτη Δημοκρατία και την παραπληροφόρηση. Πράγματι, ο καπιταλισμός βρήκε την πληρέστερη έκφρασή του στις Η.Π.Α. και εκεί ανθεί ως σήμερα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Όπως υποστηρίζει ο Sombart, η εκδίπλωση του καπιταλιστικού πνεύματος δεχόταν ακόμη πλήθος περιορισμών: η παραγωγή ήταν ακόμη συνδεδεμένη με την κατανάλωση, ο ανταγωνισμός ήταν ακόμη περιορισμένος, οι ρυθμοί εργασίας νωχελικοί, ενώ οι οικονομικές δραστηριότητες ελέγχονταν ακόμη από την ηθική και την παραδοσιοκρατία.
Σήμερα όλη η ζωή υποτάσσεται στη μισθωτή εργασία, τα πάντα ποσοτικοποιούνται, ενώ η κερδοσκοπία έχει εκτοπίσει ακόμη και την ερωτική ανάγκη.
Μόνο κατά το 19ο αιώνα και ύστερα από την αύξηση του πληθυσμού, ο καπιταλισμός ξεπέρασε αυτούς τους φραγμούς, με αποτέλεσμα σήμερα να ζούμε σε ένα κόσμο όπου η οικονομία έχει αυτονομηθεί από την κάλυψη κοινωνικών αναγκών και έχει εξελιχθεί σε ένα ασταμάτητο και παράλογο κυνήγι κέρδους. Ο αστός, ο κυρίαρχος ανθρώπινος τύπος της εποχής μας, χαρακτηρίζεται από τέσσερα παιδικά συμπλέγματα: μέγεθος, ταχύτητα, καινοθηρία και ισχύ. Σήμερα όλη η ζωή υποτάσσεται στη μισθωτή εργασία, τα πάντα ποσοτικοποιούνται, ενώ η κερδοσκοπία έχει εκτοπίσει ακόμη και την ερωτική ανάγκη: ο αστός είναι ένας άνθρωπος που είτε δεν ενδιαφέρεται για το αντίθετο φύλο, είτε το ενδιαφέρον του εξαντλείται στον αγοραίο έρωτα. Μέχρι και οι ηθικές αξιολογήσεις έχουν πλέον μετατραπεί σε οικονομικά μεγέθη: λόγου χάρη η «φερεγγυότητα» είναι μια ιδιότητα που αναφέρεται πλέον όχι σε ανθρώπους αλλά σε επιχειρήσεις.
«Ο φυσικός, ζωντανός κόσμος έχει σωριαστεί σε ερείπια, για να υψωθεί πάνω σ’ αυτά ένας τεχνητός κόσμος συντεθειμένος από το χάρισμα της ανθρώπινης επινοητικότητας και νεκρές ύλες: τούτο ισχύει εξίσου για οικονομία και τεχνική. Και εντελώς αδιαφιλονίκητα αυτή η μετατόπιση της τεχνικής μεθόδου επηρεάζει τη μετατόπιση της συνολικής αξιολόγησης του κόσμου: στο μέτρο, κατά το οποίο η τεχνική απώθησε τον άνθρωπο από το επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας, ο άνθρωπος εξαφανίστηκε και από το επίκεντρο των οικονομικών και εν γένει πολιτισμικών αξιών» (σ. 336)
Πώς όμως συντελέστηκε για πρώτη φορά αυτή η ριζική ανατροπή αξιών στο δυτικό κόσμο; Παίρνοντας απόσταση από τη μαρξιστική θεωρία που συλλαμβάνει τις ανθρώπινες ιδέες ως αντανάκλαση του οικονομικών σχέσεων μέσα στην ιστορία, ο Sombart εντοπίζει τρεις αιτίες της καπιταλιστικής άνθησης στα χρόνια της πρώιμης νεοτερικότητας: τη βιολογική προδιάθεση, τις ηθικές αντιλήψεις και τις κοινωνικές συνθήκες. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι λαοί με επιχειρηματικές τάσεις, διαιρούνται σε δύο κύριες ομάδες: τους «ηρωικούς» (Ρωμαίοι, Νορμανδοί, Λογγοβάρδοι, Σάξονες, Φράγκοι) και τους «εμπορικούς» (Φλωρεντινοί, Σκωτσέζοι, Εβραίοι), όπου σημαντικότερη θέση ασφαλώς ενέχουν οι δεύτεροι.
Καθοριστικές στάθηκαν επίσης οι αθρόες μεταναστεύσεις εβραϊκών πληθυσμών από την Ισπανία στη Γαλλία, την Πορτογαλία, τη Ναβάρα και τις ανατολικές χώρες. Ο Sombart ισχυρίζεται ότι αυτή η αποδημία ενίσχυσε σημαντικά το καπιταλιστικό πνεύμα: οι μετανάστες, αποκομμένοι από τους οικείους, τις παραδόσεις και κάθε άλλη πηγή χαράς, δεν είχαν καμία άλλη διέξοδο από την εστίαση στο κέρδος και στη συσσώρευση κεφαλαίων.
Ομολογώντας άγνοια, ο συγγραφέας επικαλείται τη φυσική επιλογή και την ανάμειξη του αίματος προκειμένου να εξηγήσει το πώς σταδιακά εξαλείφθηκαν όλες οι μη καπιταλιστικές προδιαθέσεις και επικράτησε η αστική-εμπορική τάση των λαών έναντι της αριστοκρατικής. Δεν περιορίζεται όμως στην κληρονομικότητα, αλλά αντίθετα τονίζει τη σημαντική επίδραση της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος (φιλοσοφία, θρησκεία). Επιδιώκοντας μια πειθαρχημένη ζωή με εργασία και φειδώ, οι πρώιμοι εκείνοι καπιταλιστές άντλησαν επιλεκτικά από τους αρχαίους συγγραφείς και κατά βάση από το Στωικισμό της Ρωμαϊκής Εποχής. Σημαντικότερες υπήρξαν βέβαια οι θρησκευτικές επιρροές, αφού αντίθετα με τους σύγχρονους αστούς, τόσο οι Φλωρεντινοί όσο και οι Σκωτσέζοι ζούσαν υποταγμένοι στα ηθικοθρησκευτικά τους ιδεώδη. Είναι γνωστό ότι για τους Σχολαστικούς δεν υπήρχε βαρύτερο αμάρτημα από τη φιλαργυρία και την απραξία. Αυτός ήταν ο λόγος που απαγόρευαν αυστηρά τον τοκισμό των δανείων: ήθελαν να τονώσουν το επιχειρηματικό πνεύμα, προστατεύοντάς το από την τοκογλυφία που το ανέκοπτε. Παρόμοια απαγόρευση επέβαλε και ο Προτεσταντισμός στους πιστούς του, επαινώντας την ορθολογική ζωή με εργασία και φιλοπονία. Ωστόσο, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί επεδίωκαν την προσφορά χρημάτων για τη δημιουργία όμορφων και μεγαλόπρεπων κατασκευών (πχ. για ναούς), οι Προτεστάντες και κυρίως οι Πουριτανοί υιοθετούσαν ένα λιτό τρόπο ζωής με φειδώ, μετατρέποντας τη φιλαργυρία σε προτέρημα από αμάρτημα που ήταν στο Ρωμαιοκαθολικισμό. Το σημαντικότερο ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος τον έπαιξαν οι Εβραίοι. Όντας πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι Εβραίοι δεν προσδοκούσαν καμία αναγνώριση πέραν εκείνης της οικονομικής δραστηριότητας. Το θρησκευτικό τους δίκαιο διέθετε μια εξαιρετικά σημαντική ιδιομορφία: επέτρεπε την τοκογλυφία απέναντι στους αλλόθρησκους. Καθοριστικές στάθηκαν επίσης οι αθρόες μεταναστεύσεις εβραϊκών πληθυσμών από την Ισπανία στη Γαλλία, την Πορτογαλία, τη Ναβάρα και τις ανατολικές χώρες. Ο Sombart ισχυρίζεται ότι αυτή η αποδημία ενίσχυσε σημαντικά το καπιταλιστικό πνεύμα: οι μετανάστες, αποκομμένοι από τους οικείους, τις παραδόσεις και κάθε άλλη πηγή χαράς, δεν είχαν καμία άλλη διέξοδο από την εστίαση στο κέρδος και στη συσσώρευση κεφαλαίων.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που οι πρώτοι αστοί ήταν μετανάστες Εβραίοι, αιρετικοί ή άποικοι στην αμερικάνικη ήπειρο. Πρόκειται για ανθρώπους προικισμένους με εμπορικό πνεύμα, οπότε μόλις τους δόθηκε το έναυσμα με την ανακάλυψη ευγενών μετάλλων στα ύψη των Καρδιλιέρων και στα βαθύπεδα της Βραζιλίας, η ανάπτυξη έφτασε στο αποκορύφωμά της. Η άνθηση της τεχνολογίας, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού συνέδραμαν επίσης σημαντικά. Τέλος, εξαιτίας της κοινωνικής ζηλοφθονίας των ξεπεσμένων ευγενών απέναντι στην αριστοκρατία, δημιουργήθηκε η αστική νοοτροπία. Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, ο Sombart διατυπώνει προβληματισμούς για το ιστορικού μέλλον του καπιταλισμού. Είναι γνωστό, αναφέρει, ότι ο Καπιταλισμός έχει αποσχισθεί από το πνεύμα που τον γέννησε και μετά την παρακμή των θρησκευτικών δογμάτων από την επίδραση του Διαφωτισμού, μοναδική δύναμη στον οικονομικό βίο έγινε η κερδοθηρία. Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας και τον εξορθολογισμό της οικονομίας, η επιδίωξη κέρδους έφτασε να μη γνωρίζει φραγμούς: οι άνθρωποι αναγκάζονται από το ίδιο το σύστημα να τρέχουν ασθμαίνοντας σε μια διαρκή κούρσα για το κέρδος, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους ανάγκες ή και αντοχές.
«Ένα σύστημα φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι ξυπνά κι αρχίζει να ζει τη δική του ζωή και να εκδιπλώνει την επιρροή του κινούμενο από τη δική του ψυχή δίχως τη συνειδητή παρέμβαση του ατόμου, πάνω απ’ αυτήν και εναντίον της» (σ. 350).
Μπορεί άραγε ν’ αναχαιτιστεί ο παντοδύναμος στις μέρες μας καπιταλισμός; Σύμφωνα με τον Sombart, η νίκη του καπιταλισμού απέναντι στα θρησκευτικά δόγματα προδίδει και την αδυναμία των ηθικών θεωρήσεων μπροστά του. Παρόμοια ανίσχυρο φαίνεται και το δίκαιο: απέναντι στην παντοκρατορία του οικονομικού τομέα μονάχα λίγα προστατευτικά μέτρα μπορούν να ληφθούν. Τρεις είναι οι παράγοντες που μπορούν να ανακόψουν τη σαρωτική πορεία του καπιταλισμού: η αύξηση της γραφειοκρατίας των επιχειρήσεων, η υιοθέτηση αριστοκρατικών συνηθειών από την αστική τάξη και, το κυριότερο, η μείωση του πληθυσμού. Αφού η απεριόριστη κεφαλαιοκρατική συσσώρευση έγινε δυνατή μόνο ύστερα από την αύξηση πληθυσμών του 19ου αιώνα, μόνο μια δραστική μείωσή του θα μπορούσε να τον αναχαιτίσει. Με αυτά τα λόγια περίπου ολοκληρώνεται το βιβλίο. Ένα χρόνο αργότερα ξέσπασε ένα φαινόμενο που οδήγησε στη μείωση πληθυσμών: ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.