Κείμενο με αφορμή τα βιβλία «Φιλοσοφία της βιολογίας» του Peter Godfrey-Smith (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2016) και «Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης» του Θεοφάνη Τάση (εκδ. Αρμός, 2021)
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Ποια είναι τα όρια του ανθρώπου; Υπάρχουν εγγενή όρια στις επιδιώξεις του ή το μέλλον είναι άγνωστο και ανοικτό σε περιπέτειες που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει;
Με τέτοια θέματα καταπιάνεται το βιβλίο Φιλοσοφία της Βιολογίας του Πίτερ Γκόντφρεϊ-Σμιθ. Η φιλοσοφία της βιολογίας, λέει ο ίδιος, αποτελεί τμήμα της φιλοσοφίας των επιστημών, η οποία με τη σειρά της αποτελεί και αυτή τμήμα της φιλοσοφίας, δηλαδή της προσπάθειας να δοθεί μια συνολική εικόνα για το πώς είναι ο κόσμος και για τη θέση μας μέσα σε αυτόν. Γιατί στη βιολογία δεν έχουμε, όπως στη φυσική, «νόμους»; Μπορεί ο ανθρώπινος πολιτισμός να εξηγηθεί στο σύνολό του με όρους της εξελικτικής διαδικασίας; Πώς συμβιβάζεται ο «εγωισμός» του κάθε ατόμου (π.χ. ένστικτο επιβίωσης) με φαινόμενα αλτρουισμού;
Γιατί στη βιολογία δεν έχουμε, όπως στη φυσική, «νόμους»; Μπορεί ο ανθρώπινος πολιτισμός να εξηγηθεί στο σύνολό του με όρους της εξελικτικής διαδικασίας;
Ύστερα από εκτενή ανάλυση αυτών των προβλημάτων, ο Σμιθ καταλήγει πως η βιολογία διαθέτει γενικεύσεις που μοιάζουν κάπως με νόμους: αυτές είναι μερικές αφηρημένες υποθετικές προτάσεις που συνάγονται από μοντέλα, καθώς και κάποιες γενικές προτάσεις σχετικά με το πώς είναι οι έμβιοι οργανισμοί (π.χ. «οι αράχνες είναι σαρκοφάγες»). Οι πρώτες εφαρμόζονται με τη βοήθεια προσομοιώσεων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καθώς παίρνουν τη μορφή «αν …τότε…». Σύμφωνα πάλι με τον Σμιθ, κατά μεγάλο μέρος της, η φιλοσοφία της βιολογίας αφορά την εξελικτική θεωρία, η οποία περιλαμβάνει τη μακροεξέλιξη (αλλαγή σε ένα σύνολο από έμβια είδη) και τη μικροεξέλιξη (αλλαγή σε ένα έμβιο είδος). Ο λόγος είναι ότι η εξελικτική θεωρία σε γενικές γραμμές «ενοποιεί», κατά κάποιον τρόπο, όλη τη βιολογία (ανθρωπολογία, ζωολογία, βοτανική) και προσφέρει πολλά στην κατανόηση της ιστορίας των έμβιων ειδών. Αυτό, βέβαια, έχει και ως συνέπεια την πυροδότηση φιλοσοφικών συζητήσεων πάνω στις βασικές έννοιές της. Μια τέτοια έννοια, με πολλές σχετικές αντιπαραθέσεις, είναι η φυσική επιλογή. Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε πως η φυσική επιλογή δρα σε πολλά επίπεδα, με ιεραρχία τύπου μέρος προς όλον: γονίδια, κύτταρα, οργανισμοί, ομάδας, και έμβια είδη.
Ωστόσο, δεν λείπουν και εκείνοι που επιχειρούν να επεκτείνουν τη φυσική επιλογή και σε εκτός βιολογίας χώρους: τεχνολογίες, επιχειρήσεις, καθώς και σχήματα σε έναν πολιτισμό, όλοι αυτοί οι χώροι έχουν θεωρηθεί από μερικούς ως πιθανές εφαρμογές της. Για παράδειγμα, έχει διατυπωθεί η ιδέα ότι η φυσική επιλογή ευνοεί τη συνεργασία, τον αλτρουισμό και το γενικό καλό ανάμεσα στους πληθυσμούς ενός οικοσυστήματος, άποψη στην οποία άσκησε κριτική ο Τζορτζ Ουίλιαμς, στη δεκαετία του 1960, υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο, εφόσον υφίσταται πραγματικά, κατά κανέναν τρόπο δε θα εμπόδιζε την παρείσφρηση ενός εγωιστή μέσα στην ομάδα, καθώς και την ευημερία του σε βάρος των υπολοίπων μελών της. Μια πιο ζοφερή εκδοχή αυτής της ιδέας ανέπτυξε ο οξφορδιανός ζωολόγος Ρίτσαρντ Ντώκινς, σύμφωνα με τον οποίον, η εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα της παρατεταμένης πάλης ανάμεσα σε «εγωιστικά γονίδια», τα οποία διαιωνίζονται με τη μορφή αντιγράφων και αποκλειστικά για χάρη του δικού τους οφέλους (όχι για το δικό μας). Σε κάθε εξελικτική διαδικασία, λέει ο Ντέιβιντ Χαλ, υπάρχουν δύο βασικοί ρόλοι: οι «αντιγραφείς» και οι «φορείς αλληλεπίδρασης».
Μια πιο ζοφερή εκδοχή αυτής της ιδέας ανέπτυξε ο οξφορδιανός ζωολόγος Ρίτσαρντ Ντώκινς, σύμφωνα με τον οποίον, η εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα της παρατεταμένης πάλης ανάμεσα σε «εγωιστικά γονίδια», τα οποία διαιωνίζονται με τη μορφή αντιγράφων και αποκλειστικά για χάρη του δικού τους οφέλους...
Οι πρώτοι είναι τα πράγματα που αντιγράφονται από γενιά σε γενιά, ενώ οι τελευταίοι αποτελούν τα πράγματα οι δραστηριότητες των οποίων και οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον τους επιδρούν στο ποιοι αντιγραφείς θα αντιγράφονται σε μεγαλύτερο ποσοστό. Επιπλέον, όπως εξηγεί ο Σμιθ, η δαρβινική δυναμική είναι για πολλούς ένας τόσο ελκυστικός τρόπος κατανόησης, που ενίοτε επεκτείνεται η χρήση της και χρησιμοποιείται ως θεωρητική βάση της κατανόησης ενός (οποιουδήποτε) συστήματος και των αλλαγών που συμβαίνουν μέσα σε αυτό. Για παράδειγμα, έχει υποστηριχθεί ότι οι επιμέρους θρησκείες του κόσμου ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διαδοχή, σε πολιτισμικό επίπεδο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο συμπεριφορισμός στην ψυχολογία, με σημαντικούς εκπροσώπους τους Σκίνερ και Έντουαρντ Θορντάικ, οι οποίοι υποστήριξαν πως οι συμπεριφορές (π.χ. ενός ανθρώπου) τείνουν να αναπαράγονται εφόσον έχουν καλές συνέπειες σε μια δεδομένη κατάσταση.
Η φυσική επιλογή χρησιμοποιήθηκε μάλιστα και στη φιλοσοφία της επιστήμης, από τον Καρλ Πόπερ, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι οι επιστημονικές καινοτομίες συμβαίνουν με διαδικασίες εικασίας και ανασκευής, ενώ λαμβάνει χώρα μεταλλαγή και επιλογή ανάμεσά τους. Ορίστε λοιπόν ένα ακόμη καίριο ερώτημα για τη φιλοσοφία της βιολογίας: μπορούν άραγε οι δαρβινικές ιδέες να προσφέρουν εξηγήσεις για το πώς λειτουργούν και τα μη βιολογικά συστήματα ή μήπως πρόκειται για προβληματικές και εσφαλμένες αναλογίες μεταξύ σημαντικά ανόμοιων συστημάτων; Πάντως, οι «δαρβινικές» γενικεύσεις διακρίνονται σε δύο τύπους: τον γενικευμένο δαρβινισμό και τον καθολικό δαρβινισμό (όρος του Ντώκινς). Ο πρώτος (πιο ακραιφνής) ορίζει ότι σε κάθε σύστημα, οποτεδήποτε λαμβάνει χώρα μια προσαρμοστική αλλαγή, αυτό συμβαίνει λόγω της φυσικής επιλογής και της ποικιλότητας, ενώ ο δεύτερος (πιο ήπιος) θεωρεί ότι η φυσική επιλογή και η ποικιλότητα υπάρχουν μονάχα σε κάποιο σημείο της ιστορίας...
Το πρόβλημα του σκοπού στη φιλοσοφία της βιολογίας
Ένα άλλο πρόβλημα που απασχολεί τη φιλοσοφία της βιολογίας σήμερα, είναι το πρόβλημα του σκοπού. Όπως είναι γνωστό, οι τελολογικές εξηγήσεις ήταν το θεμέλιο των αριστοτελικών εξηγήσεων και είχαν καίρια σημασία για όσους τις ακολούθησαν, ωστόσο βαθμιαία αντικαταστάθηκαν από μηχανιστικές ερμηνείες. Ενώ οι τελολογικές ερμηνείες ενός φυσικού όντος ή φαινομένου επιχειρούν να το εξηγήσουν ρωτώντας ποιον σκοπό («τέλος») αυτό επιτελεί, η μηχανική εξήγηση αναρωτιέται ποια είναι η αιτιότητα που το προκάλεσε. Η τελολογία εξήγε τα επιστημονικά της συμπεράσματα με βάση το μέλλον, ενώ η μηχανοκρατία τα εξάγει με βάση το παρελθόν. Αυτή η αντικατάσταση της τελολογίας από τη μηχανοκρατία, που στη φυσική συνέβη με τον Νεύτωνα, στον χώρο της βιολογίας συντελέστηκε από τον Δαρβίνο και ολοκληρώθηκε από τους βιολόγους του εικοστού αιώνα. Είναι όμως ακριβής αυτή η περιγραφή;
Εδώ υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές φιλοσοφικές απαντήσεις:
η πρώτη απαντά καταφατικά, πρεσβεύοντας πως στη φύση δεν υπάρχει κανένας σκοπός και ότι η εξέλιξη απλά έδειξε το πώς η εντύπωση του «σχεδιασμού» στον φυσικό κόσμο αποτελεί απλή ψευδαίσθηση.
Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η εξέλιξη δεν αντικατέστησε τις τελολογικές εξηγήσεις με μηχανικές, αλλά με κάποιες άλλου είδους τελολογικές, και συγκεκριμένα, με τη λειτουργία. Όταν μια βιολογική δομή διατηρείται επειδή διαθέτει τις Χ ιδιότητες, αυτό σημαίνει πως έχει επιλεγεί θετικά λόγω κάποιας λειτουργίας του (σκοπός).
Τέλος, η τρίτη άποψη, που είναι η μέση οδός ανάμεσα στις δύο άλλες, διατείνεται πως παρότι δεν υφίσταται σκοπός στον φυσικό κόσμο, η έννοια του σκοπού διαθέτει χρήσιμες ερμηνευτικές ιδιότητες και γι’ αυτό μπορεί και πρέπει ίσως να διατηρηθεί, έστω καταχρηστικά. Επιπλέον, υπάρχουν και φιλόσοφοι που διατείνονται πως ο εξοβελισμός της τελολογίας από τη βιολογία είναι προβληματικός. Το «δέντρο της ζωής» νοούνταν από τον Δαρβίνο με γενεαλογικούς όρους και αυτή υπήρξε μεγάλη καινοτομία του. Καθώς αναπτυσσόταν, η εξελικτική βιολογία γινόταν όλο και περισσότερο μια επιστήμη της απαρίθμησης. Τα έμβια είδη έφτασαν να θεωρούνται ως ιστορικά (βραδέως) εξελισσόμενα όντα, με ασαφή όρια μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, ο τυπολογικός τρόπος σκέψης, δηλαδή ο απόλυτος και οριστικός διαχωρισμός μεταξύ διαφορετικών οργανισμών, κατέστη προβληματικός. Υπό αυτή την έννοια, είπε ο Ersnt Mayr, ο Δαρβίνος αντικατέστησε την τυπολογική σκέψη (ένας τρόπος σκέψης που είχε μεγάλη ιστορία στη Δύση και ήταν εμφανής ήδη στην πλατωνική φιλοσοφία) από την «πληθυσμιακή» σκέψη. Έφτασε μάλιστα να είναι συζητήσιμη, ανάμεσα σε βιολόγους, η ιδέα του κατά πόσον η έννοια «έμβιο είδος» είναι όντως έγκυρη ή μήπως μια ασαφής και προβληματική έννοια. Αν και αυτή η άποψη έχει επικριθεί αρκετά, ο Σμιθ μοιάζει να την ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό.
Κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε έντονη αντιπαράθεση γύρω από τους τρεις βασικούς μηχανισμούς που προτάθηκαν για την εξήγηση της φιλοκοινωνικής συμπεριφοράς: την επιλογή ομάδας, την επιλογή συγγενών και την ανταπόδοση. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ο Σμιθ αφιερώνει επίσης αρκετές σελίδες στην πραγμάτευση του περίφημου διλήμματος του φυλακισμένου, εξηγώντας τις παραμέτρους και τις εφαρμογές του. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου, είναι ότι ο Σμιθ διατείνεται πως η εξέλιξη άλλαξε σημαντικά την έννοια της ανθρώπινης «φύσης», μια έννοια καθοριστικής σημασίας για την πραγμάτευση ηθικών ζητημάτων (π.χ. φυσικό δίκαιο).
Ο Σμιθ διατείνεται πως η εξέλιξη άλλαξε σημαντικά την έννοια της ανθρώπινης «φύσης», μια έννοια καθοριστικής σημασίας για την πραγμάτευση ηθικών ζητημάτων...
Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η εξέλιξη αποτελεί ανοικτή διεργασία χωρίς σαφή και προκαθορισμένο σκοπό, καθιστά προβληματική την πραγμάτευση της ανθρώπινης φύσης, με την παραδοσιακή σημασία του όρου στη δυτική φιλοσοφία, μπορεί όμως να «ταιριάξει» με φιλοσοφικές θέσεις, όπως ο υπαρξισμός του Σαρτρ, σύμφωνα με τον οποίον η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Μήπως η εξέλιξη των ειδών και η βιολογία ολοκληρώνουν και θεμελιώνουν επιστημονικά τη φιλοσοφική επανάσταση που συντελέσθηκε με τον υπαρξισμό; Μήπως, σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος θα νοείται ως ένα ελεύθερο από προκαθορισμούς ον και ικανό να δώσει το ίδιο νόημα και σκοπό στην ύπαρξή του, με πλήθος ανοικτών και απροσδιόριστων δυνατοτήτων στο μέλλον; Θα μπορούσε να συμβεί ένας φιλοσοφικός «γάμος» ανάμεσα στον υπαρξισμό και στον νατουραλισμό που θεωρούνταν κάποτε αντίπαλός του; Με τα λόγια του Σμιθ:
«Αφ’ ης στιγμής η εξέλιξη είναι ανοιχτή διεργασία, το να μιλάμε για την (ανθρώπινη) φύση μας έχει έναν χαρακτήρα εκ των υστέρων. Ένα νέο χαρακτηριστικό που είναι “μη φυσιολογικό” τώρα, μπορεί να αποτελεί τη βάση για μια νέα “φύση” στο μέλλον. Αυτό αληθεύει για όλα τα έμβια είδη, όχι μόνο για τον άνθρωπο. Οι ικανότητα για μάθηση και πολιτισμική μεταβίβαση που διαπιστώνονται στον άνθρωπο δίνουν στον ανοιχτό χαρακτήρα της εξέλιξης μια ακόμη διάσταση […] Για να χρησιμοποιήσω υπαρξιστική ορολογία, η ύπαρξη (τα πραγματικά συμβάντα του ανθρώπινου βίου) προηγείται της ουσίας (οιασδήποτε εγχάρακτης φύσης ή “εννόησης”) του ανθρώπου. Οι υπαρξιστές εξέφρασαν αυτήν τη θέση με μεταφυσικώς περιπεπλεγμένους τρόπους, κατ’ εμέ όμως είχαν διαβλέψει κάτι σημαντικό» (σελ. 235-236).
Yπερανθρωπισμός και μετανθρωπισμός: τι είναι, τι θέλουν
Αν όμως είναι αλήθεια ότι η «ουσία» του ανθρώπου προκύπτει μέσα από ανοικτές και μη (αυστηρά) προκαθορισμένες διεργασίες, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μέλλον μας; Μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τα κάθε λογής όρια που ανέκαθεν λογαριάζονταν ως ανυπέρβλητα; Και ποιες θα ήταν οι ηθικές συνιστώσες μιας τέτοιας «υπέρβασης»; Αυτά εξετάζει περισσότερο το νέο βιβλίο του Θεοφάνη Τάση, Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, από τις εκδόσεις Αρμός, που αποτελεί μια κατατοπιστική εισαγωγή στις κυριότερες θεωρητικές απόπειρες σκιαγράφησης του ανθρώπινου μέλλοντος, αποσκοπώντας στην υπεύθυνη ενημέρωση για τις ευκαιρίες και τους ενδεχόμενους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Οι σημαντικότεροι όροι, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το βιβλίο, είναι οι εξής δύο: ο υπερανθρωπισμός και ο μετανθρωπισμός, με τον δεύτερο να διαιρείται σε δύο επιμέρους τύπους, τον «τεχνικό» και τον «κριτικό».
Ο υπερανθρωπισμός (όρος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Βρετανός εξελικτικός βιολόγος Τζούλιαν Χάξλεϊ, το έτος 1957, ενώ έλαβε την τρέχουσα σημασία του το 1974, από τον ιρανικής καταγωγής μελλοντολόγο “FM-2030” Fereidoun M. Esfandiary) ορίζεται ως η υπέρβαση των βιολογικών ορίων του ανθρώπου μέσω της τεχνικής. Από την άλλη, ο μετανθρωπισμός (η λέξη εισήχθη το 1977 και οφείλεται στον θεωρητικό της λογοτεχνίας Ιχάμπ Χασάν) χρησιμοποιείται τόσο για να αναφερθεί κανείς (συνήθως επικριτικά) στην έννοια του ανθρώπου όπως αυτός έχει παραλειφθεί παραδοσιακά από τον ουμανισμό (ανθρωποκεντρισμό) των Νεώτερων Χρόνων, όσο και ως εικασία σχετικά με τη νέα μορφή που μπορεί να οδηγήσει το ανθρώπινο είδος η πιθανή εξέλιξή του. Στην πρώτη περίπτωση, μιλάμε για κριτικό μετανθρωπισμό, ο οποίος έγκειται βασικά στη φιλοσοφική απόρριψη του ανθρωποκεντρισμού από φιλοσόφους σαν τους Νίτσε, Χάιντεγκερ, Φουκώ και Ντεριντά, μέσω της άρνησης του δυϊσμού και του ανθρώπινου υποκειμένου, η κατασκευή των οποίων θεωρείται από τους εν λόγω στοχαστές ως ιδεολογία εξυπηρετούσα τους κάθε λογής μηχανισμούς κυριαρχίας. Στη δεύτερη περίπτωση, αναφερόμαστε στην, ολοκληρωμένη πια, μετάβαση από το βιολογικό ον «άνθρωπος» σε ένα ποιοτικά διαφορετικό και μη βιολογικό. Ο συγγραφέας δίνει και την παρακάτω διευκρίνιση:
«Σε αντίθεση προς τον υπερανθρωπισμό, ο τεχνικός μετανθρωπισμός δεν ενδιαφέρεται για την ριζική επιμήκυνση της ζωής, δεν αποβλέπει στην θέωση του ανθρώπου, αλλά ούτε θεωρεί πως το ανθρωπινό είδος θα αποικίσει ως κορωνίδα της δημιουργίας το σύμπαν ύστερα από την τεχνική αναβάθμισή του. Αντιθέτως, πρεσβεύει ότι αυτό θα αντικατασταθεί στο μέλλον από ένα νέο μεταβιολογικό ή μη βιολογικό είδος, μια τεχνική ετερότητα είτε με την μορφή της συγχώνευσης ανθρώπου και μηχανής είτε με την μορφή μιας υπερευφυούς τεχνητής νοημοσύνης» (σελ. 235).
Για να δούμε όμως το τι ακριβώς είναι ο υπερανθρωπισμός, ας στραφούμε πρώτα στην έννοια του ανθρωπισμού/ουμανισμού, την οποία αυτός διατείνεται ότι υπερβαίνει. Γενικά μιλώντας, μπορεί κανείς να ορίσει τον ανθρωπισμό ως την κοσμοθεωρία που θέτει ως ηθικό κέντρο της τον άνθρωπο, επιδιώκοντας τη μέγιστη εκδίπλωση των ικανοτήτων του μέσα από την παιδεία, την αρετή και τη λογική σκέψη, με απώτερο σκοπό την επίτευξη γαλήνης και συμπόνιας. Ο ανθρωπισμός, στις διάφορες εκδοχές του (π.χ. υπαρξιστικός, μαρξιστικός ή φιλελεύθερος) πιστεύει στην ανθρώπινη αυτονομία και θεωρεί τον άνθρωπο ως ανώτερο των υπολοίπων ζώων μέσα στο ζωικό βασίλειο, θεωρώντας πως αυτός μπορεί να ελέγξει τον φυσικό κόσμο, χάρη στην υλοποίηση των δυνατοτήτων τελειοποίησης που διαθέτει εντός του.
Αυτή την τελειοποίηση και ορθολογική αυτονομία επικαλείται και ο υπερανθρωπισμός, ο οποίος πρεσβεύει πως αποτελεί την περαιτέρω εξέλιξη και συνέχεια του ανθρωπισμού, την οποία διατείνεται πως θα επιτύχει όχι τόσο μέσω της εκπαίδευσης, αλλά με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Βαθιά ωφελιμιστικός, κατά κανόνα χαρακτηρίζεται από αδιαφορία ή περιορισμένο και εργαλειακό ενδιαφέρον απέναντι στις κοινωνικοπολιτικές συνέπειες της ανθρώπινης αναβάθμισης. Παράλληλα, ο υπερανθρωπισμός απορρίπτει την ανωτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα ζώα και ισχυρίζεται πως η ελευθερία είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί ή να μεγιστοποιηθεί αφού έχει λάβει χώρα η αναβάθμιση. Ο ουτοπικός πυρήνας του υπερανθρωπισμού περιλαμβάνει την αθανασία και την κατάκτηση της ευτυχίας σε έναν κόσμο δίχως οδύνες. Η αναβάθμιση που αυτός υπόσχεται, συνήθως με ποσοτικούς όρους, μπορεί να είναι διανοητική, ηθική, σωματική ή και συναισθηματική.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί εδώ ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές υπερανθρωπισμού. Αρχικά, υπάρχει ο «κοσμισμός», ένα κίνημα ρωσικής προέλευσης από τον 19ο αιώνα και με έντονα μυστικιστικές βάσεις. Θεμελιωτής του ήταν ο ασκητικός βιβλιοθηκονόμος και μυστικιστής Νικολάι Φιοντόροφ, ο οποίος θεωρούσε εφικτή στο μέλλον όχι μόνο την αθανασία αλλά και την ανάσταση νεκρών με επιστημονικές μεθόδους, πάντα για χάρη της ηθικής προόδου της ανθρωπότητας. Το όραμα του Φιοντόροφ επιβίωσε, αλλά και απώλεσε εντελώς το μεταφυσικό του περιεχόμενο κατά τη σταλινική εποχή, χάρη στον θεμελιωτή της αστροναυτικής Κωνσταντίν Τσιολκόφσκι, ασκώντας μάλιστα και κάποια επίδραση στη Δύση μέσω του Γάλλου ιησουίτη και παλαιοντολόγου Πιέρ Τειγιάρ ντε Σαρντέν. Σήμερα, ο κοσμισμός, αποτελώντας πια ένα μίγμα τεχνολογικού μεσσιανισμού και συντηρητισμού, προωθείται ακόμη στη Ρωσία από τη λέσχη Ιζμπόρσκ και ευνοείται όχι μονάχα από τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και από τον πατριάρχη Ρωσίας Κύριλλο, σύμφωνα με τον οποίο η επέκταση των ανθρώπινων όντων και η επακόλουθη κατάκτηση του σύμπαντος όχι απλά είναι θεμιτή επιλογή αλλά είναι και θεϊκή εντολή.
Σήμερα, ο κοσμισμός, αποτελώντας πια ένα μίγμα τεχνολογικού μεσσιανισμού και συντηρητισμού, προωθείται ακόμη στη Ρωσία από τη λέσχη Ιζμπόρσκ και ευνοείται όχι μονάχα από τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και από τον πατριάρχη Ρωσίας Κύριλλο...
Από την άλλη πλευρά, ο αγγλοσαξονικός υπερανθρωπισμός κάνει την εμφάνισή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αναπτύσσεται και διαδίδεται στις Η.Π.Α. Αν και μερικά χρόνια νωρίτερα είχαν εμφανισθεί αντίστοιχες τάσεις, από τον βιολόγο Τζον Χαλντέιν και τον καθηγητή κρυσταλλογραφίας Τζον Μπερνάλ, ο σημαντικότερος Βρετανός πρωτοπόρος του κινήματος υπήρξε ο βιολόγος Τζούλιαν Χάξλεϊ. Συγκεκριμένα, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του ντε Σαρντέρ, το 1955, εγκωμιάστηκε από τον Χάξλεϊ, ο οποίος, δύο χρόνια μετά, δημοσίευσε το περίφημο δοκίμιό του Υπερανθρωπισμός, το οποίο μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται ως σταθμός για την μετέπειτα πορεία του κινήματος. Στις Η.Π.Α., οι δύο επιφανέστεροι εκπρόσωποί του, υπήρξαν ο δημιουργός της κρυογενετικής Robert C. W. Ettinger και ο συγγραφέας Fereidoun M. Esfandiary, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Up Wingers: A Futurist Manifesto (1973) και, μετά τον θάνατό του το 2000, καταψύχθηκε με κρυογενετικές μεθόδους, φιλοδοξώντας να επανέλθει στο μέλλον. Στο βιβλίο του, εμπνέει ένα κίνημα αισιόδοξων μελλοντολόγων με την ονομασία “Up-Wingers” (ο όρος παραπέμπει στη φιλοδοξία της υπέρβασης της πολιτικής διάκρισης ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά).
Τη δεκαετία του 1980 λαμβάνουν χώρα οι πρώτες επίσημες συναντήσεις των υποστηρικτών του κινήματος, που πλέον αυτοπροσδιορίζονται ως «υπερανθρωπιστές», στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, το οποίο και θα αναδειχθεί ως το επίκεντρο του υπερανθρωπισμού. Τη δεκαετία του 1990 το κίνημα διαδίδεται ευρέως και αποκτά κάποια επιστημονικά διαπιστευτήρια, ενώ δύο δεκαετίες μετά έχει τραβήξει την προσοχή των ΜΜΕ και των επιχειρηματιών. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε όλα αυτά και στον τεχνικό μετανθρωπισμό, είναι η έννοια της «μοναδικότητας» (singularity), ενός σημείου τομής στην ανθρώπινη ιστορία, όπου πλέον όλες οι ανθρώπινες νοητικές ικανότητες θα έχουν ξεπερασθεί από τις ευφυείς μηχανές, οι οποίες με τη σειρά τους θα κατασκευάζουν ακόμη ευφυέστερες μηχανές και ούτω καθεξής, με έναν αναπότρεπτο ρυθμό προόδου.
Ο Θεοφάνης Τάσης δεν αρκείται σε απλή σκιαγράφηση των κινημάτων, αλλά αναδεικνύει και τις όψεις τους που θεωρεί προβληματικές, ενώ στο τέλος παραθέτει και κριτικές άλλων εναντίον της (π.χ. οι «βιοσυντηρητικοί» στοχαστές Φουκουγιάμα, Σαντέλ):
«Θα υποστηρίξω με αναφορά στην αριστοτελική έννοια του μέτρου ότι μια ριζική ανθρώπινη αναβάθμιση θέτει σε κίνδυνο την ανθρωπινότητα και την συνέχεια της ανθρωπότητας. Θεωρώ πως, αν ο ανθρωπισμός αντικαθιστά τον Θεό με τον άνθρωπο, τότε ο υπερανθρωπισμός και ο τεχνικός μετανθρωπισμός αντικαθιστούν τον άνθρωπο με την τεχνική» (σελ. 35).
Με αναφορές στην αρχαιοελληνική μυθολογία (Προμηθέας, Τιθωνός, Τάλως), ο ίδιος προτάσσει και την αντίρρηση ότι τα υπερανθρωπιστικά και μετανθρωπιστικά οράματα είναι επιστημονικά αθεμελίωτα (ή ανεπαρκώς θεμελιωμένα), ενώ μας φέρνουν μπροστά σε άγνωστους κινδύνους, τους οποίους αρνούνται να αναγνωρίσουν, υποστηρίζοντας πως το βάρος της απόδειξης πέφτει πάνω σε εμάς και όχι στους ίδιους. Αυτές οι απόψεις συνθέτουν τη «ριζική» αναβάθμιση, η οποία προβάλλει σχέδια που υπερβαίνουν κατά πολύ τις υπάρχουσες ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτουμε, ενώ υπόσχεται και τη δημιουργία νέων, που προφανώς δε διαθέτει ακόμη το ανθρώπινο είδος. Απέναντι σε αυτή, ο Τάσης αντιπαρατάσσει μια «φρόνιμη» αναβάθμιση, η οποία δε θα διακινδυνεύει την ανθρώπινη ιδιότητά μας, αλλά θα αποτελεί ομαλή συνέχειά της.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.