Για τη συλλογή διηγημάτων της Ούρσουλας Φωσκόλου «Το κήτος. Μικρά και μεγάλα πεζά» (εκδ. Κίχλη).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Σπάνια γλώσσα η ελληνική. «Κήτος» ή «κύτος». Και τα δύο. Ομώνυμα. Το κήτος ονομάζεται το πρώτο βιβλίο της Ούρσουλας Φωσκόλου, που μέχρι τώρα γνωρίζαμε τη δουλειά της από τα κείμενά της που κατά καιρούς δημοσιεύονταν σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Ωραία, λοιπόν, άλλο ένα βιβλίο με Μικρά και Μεγάλα Πεζά, θα πείτε. Με μια βιαστική ματιά στο ευφάνταστο εξώφυλλο, δεν ξέρεις αν το βιβλίο προορίζεται για μικρούς ή για μεγάλους. Στο «κύτος» (=αμπάρι, κοιλότητα) του μικρο-μυθοπλαστικού σύμπαντος της Φωσκόλου θα συναντήσουμε πρωτίστως ιστορίες μαθητείας και επιστροφής στην παιδική και εφηβική ηλικία. Τριάντα πέντε παραμύθια που ακούμε/διαβάζουμε καθηλωμένοι από τη μαγεία της φαντασίας και του λόγου, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Το νήμα που συνδέει τις ιστορίες βρίσκεται στο μότο του βιβλίου: Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια, όπως από μια χώρα (Γ. Σαραντάρης). Μνήμες, λοιπόν, «ξεσκονίζει» η συγγραφέας, τον κονιορτό που σηκώνεται και σκεπάζει την καταγωγική σχέση μας με τον κόσμο όπως αυτός μας πρωτοφανερώνεται, μαγικός και ενίοτε ακατάληπτος, μνήμες-εφιάλτες που όταν τους διηγούμαστε στο φως της μέρας γίνονται λίγο πιο υποφερτοί.
Τριάντα πέντε ιστορίες που κινούνται στο μεταίχμιο του ρεαλιστικού και του φανταστικού, της πρόζας και της ποίησης, του στιχοποιημένου πεζού λόγου και του ελλειπτικού ποιητικού.
Τριάντα πέντε ιστορίες που κινούνται στο μεταίχμιο του ρεαλιστικού και του φανταστικού, της πρόζας και της ποίησης, του στιχοποιημένου πεζού λόγου και του ελλειπτικού ποιητικού. Τα πρώτα είκοσι πέντε διηγήματα μπορούν κάλλιστα να καταχωριστούν στο είδος που ονομάζεται τα τελευταία χρόνια «μπονζάι». Ο Δημήτρης Αγγελάτος μελετώντας σε βάθος αυτό το λογοτεχνικό είδος επισημαίνει πως «η βραχύτητα στην (κειμενική) απόδοση της εγκυμονούσας στιγμής, στο μπονζάι, συνιστά δύο τουλάχιστον καίριες για το είδος, ρηματικές καλλιτεχνικές επιλογές: α) την ακρίβεια ως προς τα μορφικά μέσα, τις λεξιλογικές ας πούμε μονάδες (αυτοτελώς ή κατά σχήματα), β) τη συμπύκνωση ως προς τους τρόπους (ως), τη συντεταγμένη διαχείριση δηλαδή των συνδυασμών θεματικής και μορφικών μέσων» [1].
Η Φωσκόλου φαίνεται πως γνωρίζει πολύ καλά τους κανόνες της βραχύτητας, της ακρίβειας, της συμπύκνωσης, της οικονομίας λέξεων, του υπαινιγμού, της φθέγγουσας σιωπής αλλά και της εικονοποιητικής δύναμης, φυτεύοντας εντέχνως στιγμές-δέντρα σε έναν ανηφορικό δρόμο που οδηγεί σε έναν λόφο από όπου μόνοι μας θα ανακαλύψουμε τη θέα που απλόχερα μας προσφέρει από το ύψος αυτό (Μπ. Αϊχενμπάουμ). Εύγλωττο παράδειγμα –για του λόγου το αληθές– το «Λάντα», μια ιστορία μόλις 74 λέξεων.
Ήθελες μπράτσα για να κουμαντάρεις το Λάντα του παππού. Μ’ αυτό έμαθα να οδηγώ και να παρκάρω. Πήγαινα τον γέρο βόλτες. Έβλεπε αυτός απ’ το παράθυρο τα κοριτσάκια και μου φώναζε: «Σφύρα, ρε μάγκα!». Σφύριζα τότε εγώ, για να φχαριστηθεί. Μέχρι που πέθανε δεν το ’χα κάνει με καμιά. Την επομένη της κηδείας πέρασα από του Γιωργή και πάτησα την κόρνα, να κατέβει. Κοντά δυο μέρες έπειτα, μυρίζαν τα καθίσματα ιδρώτα κι άφτερ σέιβ.
Έγραφε ο Βουτυράς στο Πατώντας στις αναμνήσεις (1921): «Ακούτε, μας έλεγε, να σας πω ένα παραμύθι! Κανείς δεν το ξέρει, κανείς άλλος!». Διαβάζοντας τις flash fiction ιστορίες (διηγήματα-αστραπή) της Φωσκόλου έχεις την αίσθηση πως ο εκάστοτε αφηγητής (τριτοπρόσωπος ή πρωτοπρόσωπος) ξεκινά την ιστορία του με αυτή τη φράση: «Ακούτε να σας πω ένα παραμύθι! Κανείς δεν το ξέρει, κανείς άλλος!» Κι όμως όλοι μας έχουμε την αίσθηση πως αν δεν το έχουμε ακούσει κάπου αυτό το παραμύθι, σίγουρα το έχουμε ονειρευτεί.
Η υπαινικτική οργάνωση, η μαστοριά στην τεχνική, η καλή «ηθοποιία», η θεματική και εκφραστική ποικιλία, αποτελούν τα συστατικά της γραφής.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει τα λεγόμενα «Μεγάλα Πεζά», δέκα κείμενα που επίσης επιχειρούν να αποδώσουν τις βαθύτερες και ουσιαστικότερες ανθρώπινες εμπειρίες (όπου το ατομικό ανάγεται στο καθολικό), τυλιγμένα στο γοητευτικό μυστήριο του απροσδόκητου που συχνά παραμονεύει πίσω από τις λέξεις. Η υπαινικτική οργάνωση, η μαστοριά στην τεχνική, η καλή «ηθοποιία», η θεματική και εκφραστική ποικιλία, αποτελούν τα συστατικά της γραφής. Μια γραφή γειωμένη στο συνταρακτικό δράμα του ανθρώπου. «Στη θέση του», το διήγημα που κλείνει το βιβλίο αφήνει την πιο δυνατή επίγευση. Μια οικογενειακή ιστορία, με πρωταγωνιστή τον Αντώνη, ένα πρόσωπο «σκοτεινό» μα και τόσο οικείο.
Υπάρχουν δύο είδη συγγραφέων: ο ένας, ο καλός συγγραφέας, εντυπωσιάζει με την περίτεχνη γραφή του, ναρκισσευόμενος, κι εκεί εξαντλείται· ο δεύτερος, ο ρέκτης, κάτι τέτοιο δεν το χρειάζεται· κυριευμένος από την αγωνία και το μέγα πάθος της γλώσσας, αποκαλύπτει. Γι’ αυτόν η γραφή είναι μια διαρκής πράξη μεταμόρφωσης, μέχρι να ανακαλύψει τη μόνη αληθινή γλώσσα του πάσχοντος ανθρώπου: τη γλώσσα της κραυγής. Στην περίπτωση της Φωσκόλου ισχύει το δεύτερο. Δεν ξέρω ποια θα είναι η εξέλιξή της, ποιο το επόμενο συγγραφικό της βήμα. Νομίζω, όμως, πως η μικρή φόρμα τής ταιριάζει γάντι.
Η Φωσκόλου –κρατώντας γερά το νήμα της αφήγησης– με την σκληρή δουλειά της πάνω στο αμόνι της γλώσσας, σφυρηλατεί εξαιρετικά τον μύθο της στη μικρή, μα τόσο απαιτητική, μικρή φόρμα.
Τον Δημοσθένη Βουτυρά –τον μεγάλο μας διηγηματογράφο με την αστείρευτη φαντασία αλλά και, ενίοτε, την προχειρογραφία– τον ονόμασαν «ο άνθρωπος διήγημα», επειδή δήλωνε ότι μπορούσε «να τυλίξει όλη τη γη με διηγήματα» (πάνω από 400 διηγήματα η παραγωγή του). Ο Νίκος Καχτίτσης με την έμφαση στη μνήμη και την άρση του ορίου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, κατάφερε να συνομιλήσει εξίσου με τον μοντερνισμό και την ελληνική παράδοση. Ο Ε.Χ. Γονατάς υπήρξε, επίσης, ένας κρυπτικός και σοφά αλληγορικός ποιητής και διηγηματογράφος. Ο Γιώργος Ιωάννου, τέλος, με την απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα. Η Φωσκόλου –κρατώντας γερά το νήμα της αφήγησης– με την σκληρή δουλειά της πάνω στο αμόνι της γλώσσας, σφυρηλατεί εξαιρετικά τον μύθο της στη μικρή, μα τόσο απαιτητική, μικρή φόρμα. Η συγκράτηση της καλπάζουσας ποιητικότητας με την ονειρική ενίοτε γλώσσα (λ.χ. πολλαπλές παρομοιώσεις στην ίδια φράση) καθώς και η συνειδητή συγγραφική εμπλοκή στα κοινωνικά ζητήματα θα της επιτρέψουν να μας δώσει στο μέλλον ακόμα τολμηρότερα κείμενα. Ο δρόμος της μεταρσίωσης του δημιουργού σε μάρτυρα της εποχής του είναι μακρύς και δύσβατος. Μέχρι τότε ας αφουγκραστούμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα τον απόηχο από αυτές τις πραγματικά μεγάλες «μικρές» ιστορίες· έχουν να πουν πολλά στο εξασκημένο αυτί του απαιτητικού αναγνώστη που δεν βολεύεται με τα «εύκολα» και τετριμμένα.
Προσεγμένη όπως πάντα η έκδοση της Κίχλης, που τολμά, στους χαλεπούς εκδοτικά καιρούς μας, να δώσει βήμα σε μια νέα και πολλά υποσχόμενη συγγραφικά φωνή.
[1] Στο www.bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μάθε μου, μάθε μου!» φώναζα χοροπηδώντας γύρω του. Ήταν σοβαρός και για λίγη ώρα φαινόταν να διστάζει. «Πρώτα θα κάνεις κάτι για μένα», ξεστόμισε επιτέλους, «αφού με αγαπάς και σε αγαπώ κι εγώ». Με τράβηξε πάλι κοντά του κι άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη. Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε από την άκρη της γέφυρας. Ο παππούς, με μια μεγάλη πέτρα στο χέρι, του όρμησε. Τον χτυπούσε με οργή, ώσπου τα χέρια του βάφτηκαν κόκκινα. Την επομένη μ’ έστειλαν πακέτο στη μάνα μου, που δούλευε ράφτρα στη Χώρα.
Το κήτος
Μικρά και μεγάλα πεζά
Ούρσουλα Φωσκόλου
Κίχλη 2016
Σελ. 88, τιμή εκδότη €10,00