Για τη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Βουτυρά «Ο Φαρφουλάς και άλλα διηγήματα» (εκδ. Φαρφουλάς).
Του Νίκου Ξένιου
Η πρόσφατη έκδοση του Διαμαντή Καράβολα με διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά δίνει την ευκαιρία μιας επαναπροσέγγισης του ιδιότυπου έργου του πολυγραφότατου αυτού συγγραφέα που, αποκαλύπτοντας τις δομές της κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, εισήγαγε στη λογοτεχνία την έννοια του κοινωνικού προβλήματος με τη μορφή που το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Οι νατουραλιστικοί ήρωές του εξεικόνισαν τη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί «συγγραφέας των αποτυχημένων της ζωής»: χρεωκοπημένοι μικροαστοί, μικροϋπάλληλοι, απλοϊκοί άνθρωποι του λαού χτυπημένοι από τη φτώχεια και τη δυστυχία, άτομα με ψυχικά τραύματα, αποτελούν τους ήρωες που πρωταγωνιστούν στη συλλογή.
Νεωτερική σύνθεση στα σπάργανα
Ο ήρωας του διηγήματος «Φαρφουλάς» αφουγκράζεται τα λαϊκά αιτήματα και πρωταγωνιστεί στις σκηνές μαζικής τους διεκδίκησης, εμπλεκόμενος σ’ ένα χαμαίζηλο πλήθος και, τελικά, μετατρέπεται σε εξιλαστήριο θύμα. Φωτισμένος από μια σπίθα μεγαλείου και ιδιοσυγκρασιακά ακατανόητος, ο Φαρφουλάς θα μπορούσε να είναι αλληγορία του ουτοπιστή επαναστάτη ή του θεωρητικού της αναρχίας, που «βγαίνει μπροστά» με δονκιχωτική αισιοδοξία, αλλά κατατροπώνεται από την οργή των μαζών. Το αντίστροφο συμβαίνει στο διήγημα «Παραρλάμα», αντιπροσωπευτικό του πρώιμου μοντερνισμού, όπου ο ήρωας παρουσιάζεται ως δέσμιος των εσωτερικών του παρορμήσεων και η επανάστασή του δεν είναι απόρροια κοινωνικής συνειδητοποίησης, αλλά εγχείρημα ψυχολογικής εκτόνωσης, αδικαίωτη και σχεδόν αναποτελεσματική.
Ο Φαρφουλάς θα μπορούσε να είναι αλληγορία του ουτοπιστή επαναστάτη ή του θεωρητικού της αναρχίας, που «βγαίνει μπροστά» με δονκιχωτική αισιοδοξία, αλλά κατατροπώνεται από την οργή των μαζών.
Στα ανά χείρας διηγήματα ο συγγραφέας επιστράτευσε στοιχεία υπερρεαλισμού, την αλλοιωμένη φαντασία ενός μεθυσμένου, τα φαντάσματα, τη μοίρα, το τραύλισμα ή το όραμα ενός ετοιμοθάνατου, τη διαίσθηση ενός περαστικού, ένα κακό σημάδι, οιωνό ή κάποια γοητευτική πρόληψη. Μπολιάζοντας τα ειδυλλιακά στοιχεία μιας «χωριάτικης» ιστορίας με τα πραγματιστικά αιτήματα μιας ρεαλιστικής ως προς τις προθέσεις πεζογραφίας του μεταβαλλόμενου αστικού τοπίου, επιχειρεί μια σπουδή ηθών που ακολουθεί την παράδοση του Χατζόπουλου και του Θεοτόκη: τον κοινωνικό προβληματισμό και την καταγγελία της αδικίας. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι νεωτεριστής και μετατρέπει την πιστότητα προς τις άθλιες κοινωνικές συνθήκες σε κριτική διάθεση.
Χωρίς να επιμελείται ιδιαίτερα τη γλώσσα της γραφής του ή τα ζητήματα ύφους, διατηρεί στα διηγήματά του αυτά την εσωτερική συνοχή, την αυτόνομη δράση των προσώπων, ένα βαθμό ελευθεροστομίας, πλούσιο και πηγαίο αίσθημα, ενώ επιστρατεύει σπάνια παρατηρητικότητα, γνήσια ποιητική αίσθηση και δυνατές εικόνες. Επίσης, αθετεί τους κανόνες της ειθισμένης «φυσικότητας», καθώς και τον κανόνα δομής που περιλαμβάνει αρχή, μέση και τέλος. Σκόπιμα αναμειγνύει φανταστικό με πραγματικό, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και διαμορφώνει ένα καθαρά προσωπικό χρόνο αφήγησης, «παίζοντας» με συνεχείς ανατροπές του προσδοκώμενου: εδώ συχνά πρωταγωνιστεί το τοπίο (για παράδειγμα, στο διήγημα «Η γειτονιά που έκλαιε και γελούσε»), ενώ κάποιο προσωπικό μυστικό, ένας αστικός μύθος, ένα όνειρο ή ακόμη κι ένα τραγούδι που ακούγεται από στόμα σε στόμα, και που μπορούν να αποβούν μοιραία για την εξέλιξη της πλοκής (το «Μυστικό του γερο-Λεβαντή», το «Τραγούδι του πεθαμένου» , το «Καράβι του θανάτου»). Μια συνεστίαση, ένα πανηγύρι ή ο ήχος της καμπάνας ανατρέπουν τις υπαρξιακές βεβαιότητες των πρωταγωνιστών των διηγημάτων αυτών, που συνθέτουν ένα ψηφιδωτό λαϊκής κουλτούρας και διατηρούν μιαν αμφίσημη εικαστική ποιότητα, καθώς τα ονόματά τους είναι αντλημένα από τη μυθολογία, την όπερα ή τη φαντασία του συγγραφέα, αναρτώντας στην πινακοθήκη των λογοτεχνικών ηρώων μια δυσνόητη εικόνα μεγάλης σκοτεινότητας και καθιερώνοντας νέους τύπους, αλλόκοτους, σ’ ένα τοπίο λογοτεχνικό που όμοιό του δεν υπάρχει στη νεοελληνική γραμματεία.
Ένα εκτός ρεαλισμού κοινωνιστικό διήγημα
Δεν μιλάμε για ένα απλοϊκό ηθογράφο, αλλά για ένα αναρχικό λογοτέχνη, που σαρκάζει την εξαθλίωση της νεόκοπης εργατικής τάξης των αστικών κέντρων και προαγγέλλει τα δεινά της.
Τον Βουτυρά ενέπνεε ένα ασύνειδο όραμα κοινωνικής επανάστασης που, ως σοσιαλιστικό στη δομή του, κρυβόταν επιμελώς πίσω από μιαν επίφαση αντικειμενικότητας. Αυτή η «πρόσοψη» όμως συνιστά και το στοιχείο του έργου του που είναι άξιο μελέτης: ένας σχετικός βαθμός «ισοπέδωσης» των προσώπων του αυτόματα τον κατατάσσει στους νατουραλιστές συγγραφείς. Κατέγραφε την πραγματικότητα «φωτοφωνογραφικά», με αποτέλεσμα την έντονη θεατρικότητα και το μαγικό κλίμα των διηγημάτων του. Επιλέγοντας τη μικρή φόρμα, ονομάστηκε "ο άνθρωπος-διήγημα" και δήλωνε ότι μπορούσε «να τυλίξει όλη τη γη με διηγήματα».
Ο Φαρφουλάς και άλλα διηγήματα
Δημοσθένης Βουτυράς
Εκδ. Φαρφουλάς 2014
Σελ. 128, τιμή € 10,65
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ
Ο Βουτυράς πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1901 με το μεγάλο του αντιπολεμικό διήγημα Ο Λαγκάς. Από το 1901 μέχρι το 1950, που δημοσιεύθηκε το τελευταίο του διήγημα με τίτλο Αργό ξημέρωμα, δημοσίευσε τριάντα τόμους διηγημάτων με περισσότερα από 400 διηγήματα και τα μυθιστορήματα Το σπίτι των ερπετών (1933) και Τρικυμίες (1945). Βιβλία του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και διηγήματά του φιλοξενήθηκαν σε καταξιωμένα λογοτεχνικά περιοδικά του εξωτερικού.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, σε ηλικία εβδομήντα χρονών, διατηρούσε ένα ογκώδες ημερολόγιο, μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή», με τη μεσολάβηση του Στρατή Τσίρκα, που ήταν ένθερμος θαυμαστής του. Το μετεμφυλιακό κράτος αποφάσισε τη διακοπή της τιμητικής σύνταξης που ελάμβανε ενώ η Ακαδημία αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Δεν μιλάμε για ένα απλοϊκό ηθογράφο, αλλά για ένα αναρχικό λογοτέχνη, που σαρκάζει την εξαθλίωση της νεόκοπης εργατικής τάξης των αστικών κέντρων και προαγγέλλει τα δεινά της.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).