
Για το μυθιστόρημα του Νίκου Α. Μάντη «Αδύνατες πόλεις» (εκδ. Καστανιώτη), μια δαιδαλώδης πολυαφήγηση με «χιμαιρικές μορφές, υπερμεγέθεις δαίμονες, ζηλωτές μιας νέας θρησκείας που καταργεί όλες τις άλλες, παραισθητικούς κόσμους και ένα σωρό άλλα πράγματα».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η αδιόρατη πολυσημία του μέλλοντος, σε συνδυασμό με την τρομώδη παρουσία του παρόντος, μπορούν να δημιουργήσουν τις πιο ευφάνταστες δυστοπίες. Τόσο που, τελικά, να μην μοιάζουν εντελώς φαντασιοκοπίες κάποιου ευάγωγου σε απιθανότητες νου, αλλά να λειτουργούν ως δείγματα καταστροφής εν προόδω.
Τι μπορεί να συμβεί στο σχετικά άμεσο μέλλον όταν η ανθρωπότητα θα έχει υποταχθεί στην Τεχνητή Νοημοσύνη (η οποία εν καιρώ θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη νοημοσύνη), οι θρησκείες θα έχουν καταπλακωθεί κάτω από τα σωτηριολογικά τους ερείπια, η έννοια του κράτους θα φαντάζει αρχαϊκή και η δημοκρατία θα είναι μια παλιά ιστορία;
Ο Νίκος Α. Μάντης είναι από τις ξεχωριστές περιπτώσεις της ελληνικής λογοτεχνίας και ως τέτοια εμφανίζεται και στο νέο του μυθιστόρημα, το οποίο αποφασίζει να δώσει μια εκδοχή μελλοντικών συμβάντων και απαντήσεων στα προεκτεθέντα ερωτήματα.
Στον κόσμο της Life.2
Μας λέει, λοιπόν, πως το 2060, έτος στο οποίο εκτυλίσσεται το ογκώδες μυθιστόρημά του, θα ζούμε υπό το καθεστώς της Life.2, η οποία είναι το εντυπωσιακό παρακλάδι της Afterlife. Μια γιγαντιαία επιχείρηση που διοικούνταν από δύο κεφαλές: τον Ντεβέντρα Πούρι (ο κακός της υπόθεσης) και τον Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς (ο καλός της υπόθεσης).
Γνώριμοι από τα φοιτητικά τους χρόνια και εν συνεχεία σεπτά μέλη της Σίλικον Βάλεϊ, έφτασαν να επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα. Ο Ντεβέντρα την καταδυνάστευση του ανθρώπινου είδους και ο Βασίλιβιτς την πρόοδο της επιστήμης. Όταν τα έσπασαν έγιναν θανάσιμοι εχθροί και εκ του αποτελέσματος, ο Ντεβέντρα αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός.
Αίφνης, υπάρχει μια Έιντζεταουν του '40 στο Παρίσι, μια αρχαία Ρώμη, ένα Βυζάντιο τη στιγμή που ξαναπέφτει στα χέρια του Μωάμεθ, μια Μόσχα επί εποχής Σοβιετικής Ένωσης και τέλος δεν έχει το δαιμόνιο του Ντεβέντρα.
Τα θεματικά πάρκα που έχει «φυτέψει» σε όλη την Ευρώπη είναι πόλεις σε προσομοίωση που δεν σκαμπάζουν από χρονικούς περιορισμούς. Αίφνης, υπάρχει μια Έιντζελταουν του ‘40 στο Παρίσι, μια αρχαία Ρώμη, ένα Βυζάντιο τη στιγμή που ξαναπέφτει στα χέρια του Μωάμεθ, μια Μόσχα επί εποχής Σοβιετικής Ένωσης και τέλος δεν έχει το δαιμόνιο του Ντεβέντρα.
H Έϊντζελταουν
Στην Έϊντζελτάουν εμφανίζεται ο Έλληνας χαρτογιακάς του υπουργείου Μυθοπλασίας, Νίκο Μαυρίδης (όχι Νίκος, δεν αισθάνεται τόσο Έλληνας), ο οποίος ερευνά τον θάνατο μιας σειράς εποπτών. Το σκηνικό, οι ήρωες, η πλοκή, το γράψιμο του Μάντη, όλα ομνύουν στην τσαντλερική πηγή του νουάρ. Εκεί θα συναντήσει πρώτη φορά τη Βίκα, η οποία τον καταδιώκει ως όργανο στις υπηρεσίες του Ντεβέντρα. Αυτό είναι, εν συνόψει το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος.
Στην Κωνσταντινούπολη
Στο δεύτερο, η Βίκα αναζητεί εναγωνίως τον εξαφανισμένο Νίκο στην Ινσταμπούλ. Μόνο που σε αυτή την εκδοχή είναι ο αγαπημένος της και όχι ο εχθρός της. Η θελκτική και πολύχρωμη Κωνσταντινούπολη που ξέρουμε, εδώ είναι μια βυθισμένη πολιτεία που κατοικείται από άνθρωμποτ. Δηλαδή, από ανθρώπους που έχουν μεταβληθεί σε ψηφιοποιημένες μορφές.
Η γενικευμένη αφασία, έργο του Ντεβέντρα, συνίσταται στο εξής: ο δαιμόνιος «θεός» του κόσμου έχει υφαρπάξει τις μνήμες των ανθρώπων και τις έχει μεταφορτώσει σε ένα κολοσσιαίο νετ μνημών. Αυτά τα ψηφιακά μυαλά τελούν υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Μπορεί να επέμβει σ’ αυτά, να τα χακάρει, να τα παραλλάξει κατά το δοκούν. Οι μόνοι που αντιστέκονται είναι οι Σαρκιστές. Μια γκρούπα μη ψηφιοποιημένων ανθρώπων που πιστεύουν στη ψυχή και στην υλικότητα του ανθρώπινου είδους. Φευ, είναι εντελώς ανίσχυροι μπρος στον Ντεβέντρα, καθώς έχουμε να κάνουμε με περιθωριακούς, ανέστιους και τρανς σεξεργάτριες.
Είναι σαν να συγκρούονται δύο ισχυροί κόσμοι (σχηματικά μιλώντας: ο κόσμος του καλού με τον κόσμο του κακού).
Σε αυτό το μέρος εμφανίζεται και το βιντεογκέιμ «Βυζανμπούλ», που δεν προσφέρει τον συνήθη εθισμό παρόμοιων παιχνιδιών, αλλά λειτουργεί ως μια άλλη, ανώτερη και πιο πλούσια, άρα επαυξημένη, πραγματικότητα που κουβαλάει τις ιστορικές αναφορές των τελευταίων ημέρων της Πόλης, αλλά προβάλλεται σε ένα πλαίσιο ολότελα άχρονο και ατελές. Είναι σαν να συγκρούονται δύο ισχυροί κόσμοι (σχηματικά μιλώντας: ο κόσμος του καλού με τον κόσμο του κακού).
Στη Μόσχα
Το τρίτο μέρος και, ίσως, το πιο ενδιαφέρον, αν και παραληρηματικό στον τρόπο γραψίματός του, μεταφέρει μια σωρεία γεγονότων που συμβαίνουν στη Μόσχα επί εποχής Γκορμπατσόφ.
Πρόκειται για ένα κεφάλαιο σε μορφή prequel, καθώς μας δείχνει πώς ξεκίνησαν όλα. Πώς ο μικρός Ντεβ από την Ινδία μεταβαίνει στη Μόσχα να σπουδάσει σε ένα Ινστιτούτο που συγκεντρώνει όλα τα φωτεινά μυαλά του κόσμου, θέλοντας να χτυπήσει στα ίσια στους Αμερικανούς στον τομέα της τεχνολογίας.
Τα πάντα είναι φτιαγμένα ωσάν ο λαβύρινθος να υπάρχει για να εγκλωβίσει τους μαθητές και έτσι να ελέγξει το επίπεδο των εγκεφαλικών λειτουργιών τους.
Ο Ντεβ είναι, όντως, ένα προικισμένο παιδί. Το μόνο που καταφέρνει να τερματίσει το παιχνίδι-γρίφο που είναι το βασικότερο κριτήριο για να διαφανεί η ευφυία ενός εκάστου. Ο «Μίνως», όπως ονομάζεται το παιχνίδι, είναι ένας ψηφιακός λαβύρινθος, με τον γηραιό Μινώταυρο να περιμένει αιώνες κάποιον να φανεί. Αυτός ο ένας θα είναι ο Ντεβ. Όταν θα φτάσει στο τέρμα θα συνειδητοποιήσει ως αυτό το τέρμα δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι φτιαγμένα ωσάν ο λαβύρινθος να υπάρχει για να εγκλωβίσει τους μαθητές και έτσι να ελέγξει το επίπεδο των εγκεφαλικών λειτουργιών τους. Εκεί, στη Μόσχα, θα συναντήσει πρώτη φορά ο Ντεβ τον Βασίλι.
Πολυπλόκαμο έργο
Χρειάζεται εργώδης προσπάθεια να περιγράψει κανείς, ακόμη και grosso modo, τι ακριβώς συμβαίνει στο πολυπλόκαμο μυθιστόρημα του Μάντη. Η έκτασή του δεν είναι ακριβώς το θέμα που κάνει ατελέσφορη την προσπάθεια. Έχουν υπάρξει πλείστα όσα πολυσέλιδα μυθιστορήματα που βγάζουν, εντέλει, έναν πυρήνα ιστορίας. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Αρχικά σε δονούν λόγω της επινοητικότητας του συγγραφέα, αλλά στη συνέχεια σε αφήνουν με μεγάλα ερωτήματα ως προς τι ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα.
Ο Μάντης επιθυμεί να μιλήσει σχεδόν για τα πάντα με έναν σαρωτικό τρόπο. Από το βιβλίο του περνούν θανατηφόροι ιοί, καταστροφές βιβλικών διαστάσεων, αλγόριθμοι, φιλοσοφικές σκέψεις (ολόκληρα υποκεφάλαια), διαρκείς αντικατοπτρισμοί προσώπων (σχεδόν κάθε ήρωας μεταλλάσσεται, γίνεται κάτι άλλο), χιμαιρικές μορφές, υπερμεγέθεις δαίμονες, ζηλωτές μιας νέας θρησκείας που καταργεί όλες τις άλλες, παραισθητικοί κόσμοι και ένα σωρό άλλα πράγματα που αρχικά σε δονούν λόγω της επινοητικότητας του συγγραφέα, αλλά στη συνέχεια σε αφήνουν με μεγάλα ερωτήματα ως προς τι ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα.
Η διακειμενικότητα
Οι διακειμενικές αναφορές (κυρίως έμμεσες) δεν λείπουν από το βιβλίο: από τον Τόλκιν έως τη Λε Γκεν και από τον Καλβίνο έως τον Μπάροουζ και τον Μπόρχες. Δεν υπάρχει, όμως, ένα συγκεκριμένο μοτίβο που να ενοποιεί όλες αυτές τις παράπλευρες λογοτεχνικές διακυμάνσεις.
Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που ομνύει στο μεταμοντέρνο, που χρησιμοποιεί κάθε τεχνική για να λάβει και την τελευταία ικμάδα της πλοκής, που δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, αλλά αντιθέτως τανύζει τα πάντα στο έπακρο, θέλοντας να πετύχει σε ένα μαξιμαλιστικό σχέδιο, το οποίο όμως κάποια στιγμή δείχνει να πηγαίνει σε διάφορους, παράλληλους δρόμους.
Ωστόσο, όντως, λέει ιστορίες. Πολλές από αυτές πραγματικά πρωτότυπες και άρτια γραμμένες. Κάποιες άλλες, όμως, αποδεικνύονται αρκετά μπερδεμένες και ατελείς.
Επιλογικά, ο συγγραφέας παραδέχεται πως ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο την περίοδο της πανδημίας, έχοντας ως κρυφό στόχο να γίνει μια μορφή Σεχραζάτ όπου θα γράφει ιστορίες τη μια μετά την άλλη. Τελικά, αυτή η Σεχραζάτ τού βγήκε ψηφιοποιημένη και μεταλλαγμένη. Ωστόσο, όντως, λέει ιστορίες. Πολλές από αυτές πραγματικά πρωτότυπες και άρτια γραμμένες. Κάποιες άλλες, όμως, αποδεικνύονται αρκετά μπερδεμένες και ατελείς. Ως το τέλος μένεις με την αβεβαιότητα προς τα πού γέρνει η ζυγαριά.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νίκος Α. Μάντης γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται.
Έχει τιμηθεί με το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το βιβλίο του Οι τυφλοί, έχει αποσπάσει δύο φορές το βραβείο μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, για τα βιβλία Οι τυφλοί και Άγρια Ακρόπολη, ενώ έχει διακριθεί με το The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα για το μυθιστόρημα Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί. Έχει επίσης ασχοληθεί με την ποίηση και τη μετάφραση. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.