
Για τα βιβλία «Ο Αυτοκράτωρ της Κίνας και άλλες ιστορίες» του Γιάννη Σκαρίμπα και «Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά, που κυκλοφορούν στη σειρά «Τα αειθαλή» των εκδόσεων Τόπος.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
«Ο Αυτοκράτωρ της Κίνας και άλλες ιστορίες» του Γιάννη Σκαρίμπα
Αν πρέπει να μελετήσουμε την πεζογραφία του Μεσοπολέμου, και χρειάζεται πάντα να επιστρέφουμε στις πηγές για να αντιλαμβανόμαστε το όλον της ελληνικής λογοτεχνίας, τότε δεν γίνεται να μην σταθούμε σε τρεις μείζονες συγγραφείς της γενιάς του ’30: τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, τη Μέλπω Αξιώτη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Και οι τρεις τους ανανέωσαν το «σώμα» της ελληνικής λογοτεχνίας εισάγοντας με το έργο τους σημαντικά στοιχεία της νεοτερικότητας. Ιδιαίτερα ο Σκαρίμπας, ο πιο αναρχικός της «τριάδας», όχι μόνο δεν αποδέχθηκε τα κάλλη της Αθήνας, αλλά έμεινε στην αγαπημένη του Χαλκίδα, την μετέτρεψε σε τόπο μυστηριακό και μ’ αυτήν ως «όχημα», δημιούργησε έναν λογοτεχνικό κόσμο ιδιότυπο, εικονοκλαστικό, γεμάτο συναίσθημα, αλλά και διαβρωτική ειρωνεία.
Η πραγματική πατρίδα, όμως, του Σκαρίμπα ήταν η γλώσσα του. Ένα ολότελα προσωπικό μείγμα λέξεων που στο έργο του αποκτάει μια διάσταση εξω-γλωσσική και ευλόγως ιδιοσυγκρασιακή. Με τα σημερινά μέτρα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και ως ποιητική της σλανγκ, δίχως όμως να κουβαλάει τα βάρη της υποκουλτούρας.
Αξίζει πραγματικά να ξαναδιαβάσουμε τον Σκαρίμπα όχι μόνο στα μείζονα έργα του (βλ. Θείο τραγί και Μαριάμπας), αλλά και στα διηγήματα που αποκήρυξε ή, που, τέλος πάντων, δεν θεωρούσε ότι έπρεπε να ενταχθούν στο επίσημο έργο του. Τα δέκα από τα δώδεκα διηγήματα που περιλαμβάνει η παρούσα έκδοση βρήκαν θέση και στην αρχική έκδοση της συλλογής διηγημάτων Το θείο τραγί, η οποία κυκλοφόρησε το 1971 από τις τότε εκδόσεις Κείμενα. Μπορεί ο δημιουργός τους να τα θεωρούσε υποδεέστερα, όμως, οι σημερινοί αναγνώστες, έχοντας την ασφάλεια της απόστασης, και με τη βοήθεια της κριτικής που έχει τοποθετήσει τον Σκαρίμπα στο ύψος που δικαιούται, μπορούν να έχουν μέσω αυτών [των διηγημάτων] την πλήρη εικόνα του έργου του.
Το ερωτικό στοιχείο
Το ερωτική στοιχείο, ως παραζάλη που οδηγεί σε ονειρικά τοπία, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά αυτών των διηγημάτων. Ο κεντρικός ήρωας, συνήθως ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς είναι γνωστή η αυτοαναφορικότητα στο έργο του, όπου εμφανίζεται συχνά ως ερωτόπληκτος διεκδικώντας μια γυναίκα ή την αίσθηση της θωπείας, καίτοι γνωρίζει πως ο συγχρωτισμός των ανθρώπων είναι πάντα δύσκολος έως αδύνατος. Ακόμη και ο Καραγκιόζης στο διήγημα «Ο αυτοκράτωρ της Κίνας» που δίνει και τον τίτλο στην παρούσα συλλογή, διαφεύγει από την στερεοτυπική εικόνα με την οποία τον έχει ενδύσει η λαϊκή παράδοση και αποκτά την ερωτική διάθεση προς το άλλο φύλο.
Η άλλη ονειρική αγάπη των ηρώων του είναι η θάλασσα της Χαλκίδας, το τοπίο της απελευθέρωσης, αλλά και του μυστηρίου που αυτή προσφέρει στους θεράποντές της.
Η άλλη ονειρική αγάπη των ηρώων του είναι η θάλασσα της Χαλκίδας, το τοπίο της απελευθέρωσης, αλλά και του μυστηρίου που αυτή προσφέρει στους θεράποντές της. Μια τάση φυγής υπάρχει συχνά στα έγκατα των ψυχών τους προς ένα κάπου που δεν συγκεκριμενοποιείται, αλλά λειτουργεί μόνο ως «προσάναμμα» εσωτερικών στοχασμών.
Αυτοπαρωδία
Η γνωστή αυτοπαρωδία του Σκαρίμπα, σε αυτά τα διηγήματα δεν είναι τόσο έντονη όσο σε άλλα του έργα, εντούτοις είναι φανερό, ως γενική αίσθηση, πως ο συγγραφέας έχει τη διάθεση της υπονόμευσης, σε πράγματα που άλλοι ομότεχνοί του δεν θα το επιδίωκαν. Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα διηγήματα μπορούν να αποτελέσουν ένα καλό πρώτο δείγμα γραφής για τους αμύητους στον θαυμαστό κόσμο του Σκαρίμπα, ενώ για τους υπόλοιπους αποτελούν μια ευκαιρία να θυμηθούν γιατί το Χαλκιδαίος συγγραφέας ανήκει δικαίως στους σημαντικούς της ελληνικής λογοτεχνίας.
«Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά
Σκοτεινιά, μαύρα σύννεφα, αίσθηση ανοίκειου τρόμου, φαντασματικές φιγούρες, τάφοι και νεκροταφεία, μια σύμπτυξη του επέκεινα με τον κόσμο των ανθρώπων και όνειρα, πολλά όνειρα, που κουβαλούν μια ανησυχητική διάθεση. Στις μέρες μας το νέο-γκόθικ έχει αποκτήσει πολλούς λάτρεις, με αποτέλεσμα νέες φωνές στην Ελλάδα να αναμετρώνται με το είδος και μάλιστα όχι χρησιμοποιώντας το αστικό περιβάλλον, αλλά τα ανειρήνευτα στοιχεία της ελληνικής επαρχίας.
Πολλές δεκαετίες πιο πριν, στις αρχές μόλις του 20ού αιώνα, ο Δημοσθένης Βουτυράς υπήρξε ο προάγγελος αυτού του πυκνόρρευστου κόσμου της μαγείας, του αλλότροπου και του τρόμου. Σαφώς, δεν είναι μόνο αυτή η διάσταση των διηγημάτων του, αν και πολλοί κριτικοί της εποχής διείδαν μια σχέση του με το περιβάλλον του Πόε, καθώς επεκτείνονται στα όρια του ψυχολογικού ρεαλισμού και του κοινωνικού δράματος, ενώ δεν λείπουν και τα στοιχεία εκείνα που θα τα κατέτασσαν ακόμη και στο χώρο του φανταστικού.
Με την ίδια ευκολία που μπορεί ο Βουτυράς να δείξει τη διαφορά που υπάρχει σε ένα αφεντικό και σε έναν εργάτη, είναι σε θέση να μετατρέπει μια ιστορία εξόχως ρεαλιστική σε κάτι εντελώς μεταφυσικό. Σε όλα σχεδόν τα διηγήματα της παρούσας έκδοσης, ο κόσμος των πεθαμένων είτε παρεμβαίνει εμμέσως στις πράξεις των ζώντων είτε τις καθορίζει. Πλοία φαντάσματα, σκιές που έρχονται από το πουθενά και οδεύουν στο πουθενά, αλλότριες φιγούρες, προλήψεις που αναρριπίζονται, όνειρα που προλέγουν άσχημα συμβάντα ή μετατρέπονται σε εφιάλτες, είναι στοιχεία που συναντάμε συνεχώς στα διηγήματα του Βουτυρά.
Ο ουρανός που σκέπει τους ανθρώπους, αλλά και τα μνήματα είναι σχεδόν πάντα σκοτεινός.
Ο ουρανός που σκέπει τους ανθρώπους, αλλά και τα μνήματα είναι σχεδόν πάντα σκοτεινός. Τα σύννεφα είναι μαύρα, ελάχιστο φως καταφέρνει να πέσει επί της γης. Μέσα σε τούτο το πνιγηρό περιβάλλον, οι ήρωες αμφιταλαντεύονται με τη λογική και το παράλογο, βλέπουν οράματα, έχουν τρεμάμενη ψυχοσύνθεση, ακινητούν μπρος σε κάτι που η λογική δεν έχει τα εφόδια να το εξηγήσει.
Κινηματογραφική ματιά
Η μεγάλη ικανότητα του Βουτυρά είναι οι εικόνες που δημιουργεί. Θα έλεγε κανείς πως πριν καν ο κινηματογράφος εγγραφεί στο θυμικό των συγγραφέων και τους προσφέρει γόνιμο υλικό στη διαχείριση των ιστοριών τους, αυτός διαθέτει μια ατόφια κινηματογραφική οπτική στο πώς βλέπει τις δράσεις μέσα στα διηγήματά του. Η φαντασία του είναι οργιώδης, οι ανατροπές παίζουν σημαντικό ρόλο στις πλοκές του, όπως και οι «ελιγμοί» που κάνει εν προόδω σε κάθε ιστορία του, μεταστρέφοντας το κλίμα από τον ρεαλισμό σε κάτι που διαφεύγει, εκτρέπεται και ολισθαίνει προς τον υπαρξιακό τρόμο.
Μπορεί να μας χωρίζει πολύς καιρός από τότε που ο Βουτυράς έγραψε όλες αυτές τις ιστορίες, εντούτοις, και λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας, καθίσταται σύγχρονος και μπορεί να διαβαστεί στις μέρες μας ως ένας συγγραφέας που είδε τον τρόμο πριν καν αυτός γίνει μια στυγνή καθημερινότητα με πολλαπλές μορφές.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στο Αίγιο της Αχαΐας. Γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1908 και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης. Στο τέλος του 1913 στρατεύτηκε για να πολεμήσει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όπου πήρε το βαθμό του δεκανέα.
Μετά την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το τάγμα του Σκαρίμπα μεταφέρθηκε στο μακεδονικό μέτωπο. Εκεί διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για ένα τραύμα στο σβέρκο. 'Υστερα απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του καθηκόντων καθώς είχε πετύχει σε ένα διαγωνισμό τελωνοφυλάκων. Το 1919 τοποθετήθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη και αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιάτική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας είχε ολοκληρώσει τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Καϋμοί στο Γρυπονήσι. Στροφή στη μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο Το θείο Τραγί και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο Μαριάμπας που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ουλαλούμ. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα. Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ, ωστόσο δε διώχτηκε ούτε εξορίστηκε. Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μελέτες. Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το βιβλίο του Φυγή προς τα Εμπρός. Πέθανε στην τελευταία κατοικία του στην οδό Κομίνη 8 της Χαλκίδας και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Μετά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση.
Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα.
Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία. Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία.