
Για την ανθολογία διηγημάτων «Από το τοπικό στο παγκόσμιο», σε επιμέλεια του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη (εκδ. Διόπτρα).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Από τον αριστερόστροφο διεθνισμό που ονειρευόταν να συσφίξει τις σχέσεις των «κολασμένων» της γης και μέσω αυτής της ένωσης να κατανικήσει όλες τις δυνάμεις του πλούτου, φτάσαμε στον τραμπικό προστατευτισμό όπου φιλοδοξεί να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε ένα περίκλειστο «νησί», στο οποίο θα έχουν πρόσβαση μόνο οι αυτόχθονες. Τόσο η μια όσο και η άλλη εκδοχή δεν μπορούν παρά να είναι ουτοπικές εκφάνσεις μιας ιδεολογίας του παλαιού κόσμου, τότε που το αλλότριο αντιμετωπιζόταν είτε με την φαντασιακή είτε με τη φοβική του μορφή.
Μόνο που ο σημερινός κόσμος, αυτός της μετα-νεωτερικότητας, στον οποίο το τοπικό δεν γίνεται να μην περιέχει το παγκόσμιο (και αντιστρόφως), το να κλείσει κανείς τα σύνορά του, συνιστά μια εξόχως δονχικωτική (αλλά και ανέφικτη) προσπάθεια να περιχαρακώσει κάτι που είναι προορισμένο σε πλέρια ανοικτότητα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη λογοτεχνία των καιρών μας. Η εποχή που η ελληνική λογοτεχνία είχε περιοριστεί σε έναν επαρχιωτισμό μιας πρότερης οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, και αδυνατούσε να δει τι έγραφαν οι συγκαιρινοί συγγραφείς της Εσπερίας, έχει παρέλθει.
Η ανθολογία διηγημάτων Από το τοπικό στο παγκόσμιο που επιμελήθηκε ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, δεν είναι «διεθνής» επειδή τέθηκε στους συγγραφείς ένα θεματικό όριο. Είναι η κατάσταση των καιρών μας τέτοια που υπαγορεύει να ανοιχτούμε σε πιο βαθιά νερά, από τα αφρόνερα της ημεδαπής.
Η νέα γενιά
Όπως σημειώνει και ο ίδιος προλογικά, οι νέες γενιές Ελλήνων συγγραφέων διαφέρουν αρκετά σε σχέση με τους προκατόχους τους. Αποτελούνται ως επί τω πλείστον από παιδιά που είτε σπούδασαν στο εξωτερικό είτε ζουν μακριά από τη χώρα. Μα, ακόμη κι αυτοί που παραμένουν τριγύρω μας διαβάζουν αφειδώς ξένη λογοτεχνία (πολλές φορές στην πρωτότυπη γλώσσα), είναι πλήρως εξοικειωμένοι με το Διαδίκτυο και τα social media και τα αιτήματά τους δεν είναι στενά οικονομικά, καθώς επιδιώκουν να βλέπουν σταθερά τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, ταυτιζόμενοι πιο εύκολα με κάτι που είναι ξένο μεν, οικείο δε.
Κι εδώ μπορούμε να πούμε πως το εγχείρημα πέτυχε, διότι το τελικό αποτέλεσμα όντως δικαιώνει και τον τίτλο της συλλογής, αλλά και την επιλογή των συγγραφέων.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις ανθολογίες διηγημάτων, εκ των πραγμάτων δεν έχουμε ένα κοινό ύφος στα κείμενα. Ούτε καν μια όμοια οπτική στα θέματα. Εντούτοις, αυτή η διαφορετικότητα είναι και το ενδιαφέρον στοιχείο για τον αναγνώστη. Να δει μέσα από την πολύπλευρη ματιά, το υπόβαθρο μέσα στο οποίο κινούνται όλοι οι συγγραφείς που κλήθηκαν να πάρουν μέρος σε τούτη τη συλλογή. Κι εδώ μπορούμε να πούμε πως το εγχείρημα πέτυχε, διότι το τελικό αποτέλεσμα όντως δικαιώνει και τον τίτλο της συλλογής, αλλά και την επιλογή των συγγραφέων.
Τα διηγήματα
Στις «Ανήμερες Αμερικές», ο Χάρης Καλαϊτζίδης έχει ως κεντρικούς ήρωες δύο ανένταχτους Αμερικανούς καλλιτέχνες (την Jeannie και τον Jack), οι οποίοι αποκαρδιωμένοι από τη χώρα τους, έρχονται στην Αθήνα και συγκεκριμένα στα Εξάρχεια. Σε αυτό το χωνευτήρι φυλών όπου οι ιδέες ζυμώνονται στο δρόμο, θα συναντήσουν τον Χάρη. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι επιδιώκουν να συναντηθούν μεσοστρατίς γεφυρώνοντας τις διαφορές τους.
Στην «Κάλυμνο» της Μαίρης Καλανδαρίδου, το έτερο και μακρινό έρχεται στο πρόσωπο ενός ξένου τουρίστα στην Κάλυμνο. Είναι αυτός που αναρριπίζει τον ερωτικό πόθο στην Μάρω, η οποία ως εκείνη τη στιγμή ζούσε μια στενευμένη και απόλυτα ελεγχόμενη ζωή. Νέα ακόμη και χήρα, βρίσκει στον καλοκαιρινό έρωτα, μια δυνατότητα να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό του νησιού.
Στο «Χορέψετε, χορέψετε» της Τατιάνας Κίρχοφ, πάλι το τοπικό έρχεται να συναντήσει «εντός έδρας» το αλλότριο. Η Ικαρία, με τις ιδιαιτερότητές της, είναι ο τόπος που εξελίσσεται το διήγημα. Ο διονυσιακός χορός, η έκλυση αδρεναλίνης, ο πόθος των νοτισμένων κορμιών και η άφεση κάθε αναστολής είναι τα στοιχεία που θα φέρουν τους πάντες ολοένα και πιο κοντά.
Στις «Άλλες λέξεις» του Χρίστου Κυθρεώτη, ένα παιδί αρχίζει να λέει κάποιες ακατανόητες λέξεις, με αποτέλεσμα οι γονείς του να έχουν να θορυβηθεί.
Στις «Άλλες λέξεις» του Χρίστου Κυθρεώτη, ένα παιδί αρχίζει να λέει κάποιες ακατανόητες λέξεις, με αποτέλεσμα οι γονείς του να έχουν να θορυβηθεί. Να έχει κάποιο πρόβλημα; Να φταίει η αλλοδαπή γκουβερνάντα που του μαθαίνει τραγούδια στη γλώσσα της; Πώς οι λέξεις επανανοηματοδοτούνται στο στόμα ενός παιδιού που μαθαίνει τώρα τον κόσμο και δεν κατανοεί την έννοια της γλωσσικής διαφορετικότητας;
Στο «Without People You’re Nothing» της Κατερίνας Λάκκα, ένα κείμενο που απηχεί, εν τοις πράγμασι, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της νέας γενιάς, δύο νεαρά κορίτσια που έχουν φύγει από την ελληνική επικράτεια και κινούνται στην ανοιχτωσιά της Ευρώπης, κάνουν όνειρα για το μέλλον. Κυρίως, όμως, βιώνουν μια μορφή ελευθερίας, που, τελικά, δεν φαίνεται να είναι πραγματική.
Στο «Πιο σημαντικός από τη Ρώμη» του Μιχάλη Μαλανδράκη, ένας άντρας ψάχνει την αγαπημένη του, η οποία ένα πρωί αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να φύγει για τη Ρώμη, όπως τον ενημερώνει στη συνέχεια. Ο άντρας αναζητεί τη Μαρίνα στην ιταλική πρωτεύουσα, αλλά επί ματαίω. Αλήθεια, αναχωρώντας κανείς, αφήνει πίσω του την πατρίδα ή αυτή τον ακολουθεί όπου κι αν πάει;
Στην «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, ο μεσόγειος αφηγητής αντιλαμβάνεται πλήρως τη διαφορετικότητά του από τους ξανθούς Ολλανδούς. Στο αεροδρόμιο, όμως, εκεί που συναντιούνται όλες οι φυλές, θα συναντήσει μια Τουρκάλα, με την οποία θα αισθανθεί αμέσως οικειότητα και μια μορφή κοινής ρίζας, όσο κι αν οι πολιτικές συνθήκες τους ορίζουν ως «εχθρούς». Τι είναι, λοιπόν, η πατρίδα για έναν τέτοιο άνθρωπο; Πώς ορίζεται;
Στο «Γιατί δεν χτυπιούνται τα χταπόδια» του Ηλία Μπιστολά, δημιουργείται μια δυστοπική συνθήκη που αγγίζει και τα όρια της sci-fi λογοτεχνίας
Στο «Γιατί δεν χτυπιούνται τα χταπόδια» του Ηλία Μπιστολά, δημιουργείται μια δυστοπική συνθήκη που αγγίζει και τα όρια της sci-fi λογοτεχνίας, καθώς ο ένας μετά τον άλλον, οι άνθρωποι ξεχνούν να κοιμηθούν. Μέσα στην άυπνη καθημερινότητά τους, δεν αντιλαμβάνονται πως η δολοφονία ενός ανθρώπου από έναν άλλον, ήταν η αιτία για το κακό που τους βρήκε. Εδώ η αντινομία είναι προφανής: δεν είναι το σύνολο που επηρεάζει τις μεμονωμένες ζωές, αλλά το αντίστροφο.
Στο «Μια γλυκιά μπουκιά» του Νικήτα Μ. Παπακώστα, ο μετανάστης Αχμέτ βόσκει πρόβατα στην ελληνική επαρχία. Φαινομενικά, φεύγοντας από το Πακιστάν έχει καταφέρει να ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία. Κι όμως, σε μια στιγμή παραφροσύνης σπάει την τζαμαρία του καφενείου και βουτάει στα νερά αποφασισμένος να πεθάνει, μην αντέχοντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένος να ζει.
Στο «Spiritus asper» του Άκη Παπαντώνη, πρωταγωνίστρια είναι η Μέλνικ, άλλη μια μετανάστρια, η οποία προσπαθεί να βρει τα πατήματά της μέσα στη νέα πατρίδα της. Εμπόδιό της, όμως, παραμένει η γλώσσα που λειτουργεί μέσα της ως άγκυρα, αλλά και η παγκοσμιοποίηση που ενώ θα έπρεπε να της δίνει φτερά, στην ουσία την καθηλώνει.
Στο «Ποικίλη δράση ηδονικών προσαρμογών» του Κώστα Περούλη, τα παράθυρα ενός πορνογραφικού σάιτ γίνονται οι γέφυρες για να ενωθούν οι πόθοι ανθρώπων από όλα τα σημεία της γης. Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες που αποφασίζουν να εκτεθούν με σκοπό τα χρήματα.
Στο «Η Ιθάκη στην πλάτη» της Ελένης Στελλάτου, η τεχνητή νοημοσύνη αλλάζει την καθημερινότητα ενός εργαζόμενου. Ο Τζορτζ, που κατέλυσε σε ένα ελληνικό νησί, επιθυμεί να κρατήσει ζεστό το ερωτικό δεσμό του με τον Κρίστοφερ, που ζει στη Νέα Υόρκη. Γίνεται να υπάρξει σχέση εξ αποστάσεων στον απόλυτα δικτυωμένο κόσμο μας; Και τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος της Δύσης ψάχνει την Ιθάκη του;
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον Γιώργο Ν. Περαντωνάκη, επιμελητή της ανθολογίας
Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και κάτοχος –με υποτροφία του ΙΚΥ– Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα «Από την τεχνική του μοντάζ στην τεχνική του κολλάζ (στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία)» (2010). Διατελεί κριτικός βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών και στον ηλεκτρονικό ιστότοπο Bookpress, ενώ έχει συνεργαστεί με ποικίλα έντυπα, όπως το Διαβάζω, την Ελευθεροτυπία, το Εντευκτήριο κ.ά. Είναι μέλος της επιτροπής βραβείων του περιοδικού Ο Αναγνώστης. Στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται η νεοελληνική πεζογραφία και κριτική, τομείς στους οποίους έχει δημοσιεύσει ποικίλες μελέτες και ανακοινώσεις. Βιβλία του: Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη (Πόλις, 2013), Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη (1906-2012) –μαζί με την Παναγιώτα Χατζηγεωργίου– (ΠΕΚ, 2018) και το μυθιστόρημα Πυθαγόρας (Καστανιώτης, 2020).