
Για τη συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Σέρφα «Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο» (εκδ. Πατάκη) και τη νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου «Sha La La» (εκδ. Loggia).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Βαγγέλης Σέρφας, «Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο» (εκδ. Πατάκη)
Ο Σκύλος, ο Ρίνγκο, ο Ινδιάνος, ο Ολλανδός, η Λολό. Αλλά και η Λίτσα, η Τασία, ο Μπάμπης, ο κυρ Μήτσος. Αν η ονοματολογία μπορεί να πει κάτι για τις συγγραφικές προθέσεις (σίγουρα μπορεί να μας πει), τότε ο Βαγγέλης Σέρφας έχει βρει κέντρο εξαρχής.
Οι ήρωες των διηγημάτων του βρίσκονται χαμηλά στην κοινωνική πυραμίδα. Λαϊκοί άνθρωποι, καθημερινοί. Δεν έχουν να επιδείξουν σπουδαία κατορθώματα στη ζωή τους. Τα κουτσοβολεύουν όπως μπορούν. Οι στερήσεις δεν τους είναι ξένες. Οι χαρές δεν τους έρχονται βροχηδόν, σε αντίθεση με τα απρόβλεπτα. Ζουν σε περιοχές όπως η Ελευσίνα, ο Ασπρόπυργος, η Σαλαμίνα, το Μενίδι. Δεν δηλώνονται πάντα ευθέως οι περιοχές, αλλά τις καταλαβαίνεις από τα συμφραζόμενα. Άλλωστε, πρόκειται για περιοχές που ακόμη και στις μέρες μας βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής αποδοχής. Σαν να έχουν παραμείνει σε χρονοκάψουλα που δεν βλέπει μέλλον. Κατά μια έννοια, εξηγείται η τραχύτητα που επιδεικνύουν κάποιοι εξ αυτών ή η αγωνία κάποιων άλλων να βρουν μια ταυτότητα, μια θέση στην κοινωνία. Να ορίσουν την ταυτότητά τους, καθώς βλέπουν τα πάντα γύρω τους να πέφτουν και να διαλύονται.
Η φωνή τους αποκτάει αληθινό ηχόχρωμα μέσα από την εξίσου τραχιά και απογυμνωμένη αφήγηση. Ο Σέρφας παίζει με τους όρους της ουσιαστικής απογύμνωσης, η οποία κάποιες φορές οδηγεί σε ευθύβολη ποιητικότητα. Πώς αλλιώς να μιλήσει, άραγε, για το παιδί του διηγήματος «Αλέκος» που λόγω του νομά πατέρα του γνωρίζει διάφορες περίεργες φιγούρες (παιδικές και άλλες). Πρόκειται για μια γρήγορη και όχι ομαλή ενηλικίωση σε έναν κόσμο που φαντάζει αγριωπά μυθικός.
Ή, πώς αλλιώς να περιγραφεί η Λολό που ομώνυμου διηγήματος, μια γυναίκα που φανερά κάτι έχει λασκάρει μέσα της, με αποτέλεσμα να παίρνει το νόμο στα χέρια της κόντρα στον άντρα που ζει με την κόρη της και της συμπεριφέρεται άσχημα. Άλλα, μήπως και ο Ρίνγκο και ο Ινδιάνος δεν είναι αλλότροπες φιγούρες; Ο πρώτος είναι μια εικόνα από το παρελθόν με ένα άλογο που κείται στη μέση του δρόμου και ο άλλος ένας εκφοβιστικός τύπος που τελικά αποδεικνύεται αρκετά τρωτός.
Γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, όλοι τους παίζουν ζάρια με τη μοίρα τους, μόνο που δεν φαίνεται να έχουν με το μέρος τους την τύχη.
Άντρες που δέχονται τους οικτιρμούς των γυναικών τους και άλλοι που ακούνε τους καυγάδες ωσάν να είναι τυχαίοι ωτακουστές-πρωταγωνιστές. Γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, όλοι τους παίζουν ζάρια με τη μοίρα τους, μόνο που δεν φαίνεται να έχουν με το μέρος τους την τύχη. Υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη ομοιογένεια στη συλλογή του Σέρφα, κάτι που δεν γίνεται να μην επαινέσεις για κάποιον που καταθέτει πρώτη φορά λογοτεχνική δουλειά του. Στα περισσότερα από τα διηγήματα αυτή η οπτική του low life είναι δραστική και γόνιμη.
Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, «Sha La La» (εκδ. Loggia)
Η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου ερανίζεται τον περίεργο τίτλο της από το ομώνυμο τραγούδι του συγκροτήματος South of No North, που ανήκε στην εναλλακτική σκηνή της δεκαετίας του ’80. Η συγκεκριμένη δεκαετία, άλλωστε, παίζει καθοριστικό ρόλο στην πλοκή και όχι μόνο για μουσικολογικούς λόγους (αν και γίνεται μνεία και σε άλλους καλλιτέχνες που μεσουράνησαν εκείνα τα χρόνια, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος).
Ήρωας αυτής της παράδοξης ιστορίας είναι ο Χ.Π. που επιστρέφει στο μέρος που γεννήθηκε, μια μεθόριο της Βόρειας Ελλάδας. Μόνο που αυτή η πόλη μοιάζει να είναι βουλιαγμένη στον χάρτη. Σαν να μην υπάρχει ή κι αν υπάρχει, να μην υποδέχεται με ζέση τους επισκέπτες της. Είναι μια πόλη με αραχνοειδή ρυμοτομία. Σαν λαβύρινθος που σε καταπίνει. Το ίδιο κάνει και στον Χ.Π. που επιστρέφει με σκοπό να διευθετήσει την πώληση του πατρικού του σπιτιού. Τι ποιο εύκολο, θα πει κανείς. Καίτοι ο μεσήλικας Χ.Π. κουβαλάει μαζί έναν ντοσιέ γεμάτο από όλα τα απαραίτητα έγγραφα, ως άλλος Σίσυφος φτάνει ολοένα και πιο κοντά στον προορισμό του, όμως πάντα κάτι γίνεται και του διαφεύγει.
Η πανίδα της πόλης υπάρχει, ως φαίνεται, για να μπλέκεται στα πόδια του ανυπεράσπιστου Χ.Π. και να τον εκτρέπει από τον σκοπό του. Μια ομάδα αφιονισμένων μικρών τσιγγάνων, μια παρέα ηλικιωμένων ανδρών, μια πόρνη, ένας αστυνομικός, ένας ταξιτζής, ένας περίεργος δικηγόρος, ένας ρεσεψιονίστ και αρκετοί ακόμη, άλλο δεν κάνουν από το να ρίχνουν τον ήρωα ακόμη πιο βαθιά στον υπαρξιακό δαίδαλο. Είναι φανερό πως ο Χ.Π. έχει χάσει τα γράδα του. Εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένει ούτε ο ίδιος. Γίνεται επίκεντρο της προσοχής, τον σχολιάζουν, εκείνος πέσει σε κενά μνήμης ή λιποθυμάει μη αντέχοντας όλο αυτόν τον παραλογισμό.
Το ύφος
Το ύφος της Παναγιωτοπούλου, ιδιοσυγκρασιακό, ελλειπτικό και σε σημεία κρυπτικό, υπερέχει καταφανώς της πλοκής, που είναι υποτυπώδης. Έτσι όπως είναι δομημένο το συγκεκριμένο κείμενο οφείλεις να έχεις τεταμένη την προσοχή σου, καθώς αν χάσεις μια γραμμή, χάνεις και τις υπόλοιπες.
Το όλον μοιάζει με αρχιτεκτόνημα που εξωτερικά δείχνει παγωμένο και κατασκευασμένο, ενώ στο εσωτερικό υπάρχουν κάποιες φλέβες που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν περισσότερη ποσότητα «αίματος». Το μνημονικό παιχνίδι, ένας από τους πυλώνες της νουβέλας, κάτι σαν απομάκρυνση από τις ενθυμήσεις μιας ζωής, άλλοτε οδηγείται ορθά κι άλλοτε δείχνει να τρέμει μπρος στο βάρος της τεχνικής κατασκευής. Συνολικά, έχουμε ένα κείμενο εσωστρεφές, γλωσσοκεντρικό και ενίοτε αλληγορικό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τους συγγραφείς
Ο Βαγγέλης Σέρφας γεννήθηκε το 1983 και μεγάλωσε στη Σαλαμίνα. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η συλλογή διηγημάτων Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο (Εκδ. Πατάκη, 2024) είναι το πρώτο του βιβλίο.
Η Δήμητρα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1968 στην Κομοτηνή. Σπούδασε Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία και Δημιουργική Γραφή. Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά.