Για τη συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη «Το κερί του Καρτέσιου» (εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης υπήρξε Μπορχικός πριν καν εισέλθει στον θαυμαστό λαβύρινθο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μπορεί να θεωρηθεί ποιητής δίχως να έχει γράψει -επισήμως- έστω κι έναν στίχο. Μαζί με τον Γιάννη Ευσταθιάδη είναι ένας κατεξοχήν μουσικός συγγραφέας (sic), καίτοι δεν είναι σε θέση να εμφανίσει τη βιρτουοζιτέ του με τη βοήθεια κάπου μουσικού οργάνου.
Γλύπτης αναμφίβολα είναι, διότι με το σχήμα των λέξεων, που στα κείμενά του μοιάζουν άλλοτε με ερωτικά ειδώλια, άλλοτε με κτερίσματα μιας ζωής που ολοένα φθίνει και απέρχεται κι άλλοτε με τραγικές αναπαραστάσεις μια ατελεύτητης χαράς, μορφοποιεί τον λόγο κι άλλοτε «παραλογίζεται» για να τον βρει.
Ζωγράφος ενός ιδιοσυγκρασιακού απέριττου δεν γίνεται να μην είναι. Από βιβλίο σε βιβλίο, η αφαίρεση που επιδιώκει δεν είναι υποταγμένη σε μια στενόκαρδη τεχνική, αλλά σε μια ανάγκη να ειπωθούν τα λιγότερα και να εννοηθούν τα περισσότερα.
Η σιωπή
Το δικό του «σιγάν» μοιάζει με τις απρόσωπες μορφές της ύστερης εποχής του Μόραλη. Περιγράμματα που μέσα τους κυκλοφορεί ζωή αταλάντευτη, σφύζουσα ακόμη και στις ρωγμές της, παλλόμενη στις πιο ευφραντικές κορυφές της.
Κατά ένα παράξενο τρόπο, ίσως ακόμη και για τον ίδιο, ο Αχιλλέας Κυριακίδης υπήρξε συγγραφέας πριν καν υπάρξει. Κι ενώ, έπειτα από τόσα χρόνια θητείας στην πεζογραφία, λογικώ τω τρόπω, θα μπορούσε να ζητήσει και να λάβει, να επιδιώξει και να δεχθεί, επιλέγει να επανεφεύρει τον εαυτό του.
Εισερχόμενος, δε, σε μια φάση βαθύτερης καταγραφής και εντατικότερης ενατένισης του τι πέρασε και τι μένει να έρθει, το βάρος της μυθοπλασίας του περνάει από την επινόηση του μύθου, στην πεζογραφική πραγμάτωσή του. Μια avant la lettre καταγραφή πραγμάτων που δεν έχουν καταφτάσει ακόμη, αλλά ο στοχασμός τα φέρνει ολοένα και πιο κοντά.
Άτυπη τετραλογία
Το Κερί του Καρτέσιου, η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του, ενώνεται με ένα αόρατο νήμα με το Έλγκαρ: Είκοσι τέσσερις παραλλαγές (εκδ. Πατάκη), το Μουσείο των Τύψεων (εκδ. Πατάκη) και το Σώμα (εκδ. Πατάκη). Κατά την άποψή μου, πρόκειται για μια άτυπη τετραλογία, στην οποία ο Κυριακίδης εισέρχεται σε μια συγγραφική φάση όπου ναι μεν οι αναφορές του είναι σταθερές και δεδομένες, αλλά στη διαχείρισή τους μπαίνει ο παράγοντας «υπαρξιακή αγωνία», ενώ υφολογικά αρχίζει να περνάει από τον μεταφυσικό ρεαλισμό στην ποιητική μεταφυσική.
Δεν χρειάζεται να σημειωθούν αυτές οι ιστορίες ως πεζοποιήματα (τι όρος κι αυτός), αλλά ως κείμενα που ακολουθούν ένα δικό τους μέτρο και μια οικονομία λόγου που προσιδιάζει στην ακραιφνή ποίηση.
Στα διηγήματα: «Κάθοδος», «Ο ρυθμός του κόσμου», «Ιζαντόρα», «Στρατιώτης» και το «Μέλλον», διαφαίνεται ολοένα και περισσότερα η ποιητική εκδοχή του Κυριακίδη. Για να μην αναφέρουμε τον κέντρωνα «Φραντς Σούμπερτ, Σονάτα για πιάνο αρ. 21 D 960» όπου είναι αριστοτεχνικά υφασμένος από στίχους ποιητών, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο που όχι μόνο βγάζει στέρεο νόημα, αλλά δηλοί (ενδεχομένως) και όλη η διάθεση της συλλογής να μιλήσει για το γήρας, τη ζωή και το τέλος. Δεν χρειάζεται να σημειωθούν αυτές οι ιστορίες ως πεζοποιήματα (τι όρος κι αυτός), αλλά ως κείμενα που ακολουθούν ένα δικό τους μέτρο και μια οικονομία λόγου που προσιδιάζει στην ακραιφνή ποίηση.
Οι αναφορές
Σαφώς, και σε αυτή τη συλλογή ο Κυριακίδης ομνύει στον Μπόρχες, στον Κορτάσαρ, στον Ουέλς, στον Ταρκόφσκι, στον Κάφκα, στον Πιέρ Μενάρ, στον Κρίστιαν Γκρέινβιλ και σε πλήθος άλλων λογοτεχνικών, σινεφίλ ή μουσικών αναφορών. Πραγματικές ή πεποιημένες, συμβολικές ή μη, αυτές οι αναφορές μετατρέπονται σε τούτη τη συλλογή σε μια αρμαθιά από άγκιστρα ζωής. Τι μπορεί να κρατήσει, εντέλει, ο δημιουργός, αν όχι αυτά που τον κράτησαν τόσα χρόνια στον διαγκωνισμό του γραψίματος;
Κι αν τέλος είναι το σημείο από το οποίο αρχίζουμε, ομοίως, αλλά με μια ανάποδη κίνηση, το τέλος μπορεί να ξαναρχίσει σε τούτα τα διηγήματα. Σαν ουροβόρος όφις που δεν τρώει την ουρά του, αλλά έπειτα από την κατάποση αποφασίζει να δημιουργήσει ξανά ένα σώμα, να υπάρξει μια ακόμη φορά, να δώσει στον εαυτό του την πάθηση της ύπαρξης, που δίχως αυτή ζωή δεν νοείται.
Κάτοπτρο
Η γραφή του Κυριακίδη είναι κατεξοχήν κατοπτρική ή, άλλως πως, καθρεπτική. Με την έννοια ότι σε κάθε κίνηση των ιστοριών του, θάλλει πάντα μια αντίθετη κατεύθυνση, μια αντιστροφή, με αποτέλεσμα, τελικά, η ιστορία να πρέπει να γίνει αναγνωρίσιμη μέσω της χρήσης ενός νοητού καθρέφτη (ιδού ξανά ο Μπόρχες).
Είτε όμως μετωπικά είτε καθρεπτικά, αυτά τα 28 διηγήματα λειτουργούν πέραν του ίλιγγου της γλώσσας ή του θάλπους της μυθοπλασίας. Ένα παράδειγμα φτάνει: το διήγημα «Φινάλε αυτοβιογραφίας με spoiler» ολοκληρώνεται με μια φράση-σφαίρα που έρχεται να σε βρει κατάστηθα: «Θα πεθάνω».
Ποιο λεκτικό σχήμα είναι υπέρτερο αυτού του κατηγορηματικού (και άφευκτου) συμπεράσματος; Ποια τεχνική είναι ικανή να υπερκεράσει το δηλωθέν memento mori; Όλο αυτό είναι κάτι σαν γκρο πλαν, ενός κινηματογραφιστή (όπως ο Κυριακίδης), του οποίου η κάμερα ανασαίνει ανθρώπινα και έχει καρδιά που πάλλεται.
Κάπως έτσι κλείνει και ο κύκλος των τεχνών που ορίζουν τον συγγραφέα. Μόνο που στην περίπτωσή του, ο κύκλος ολοκληρώνεται με σκοπό να καταλήξει εκ νέου στην αρχική τελεία που τον έφτιαξε. Λαβύρινθος ξανά.
«Περιμέναμε να ξεφουσκώσει και να ησυχάσει η θάλασσα, κι ύστερα, βλέποντας ότι είχαμε πλησιάσει αρκετά το πλοίο που μας περίμενε ακίνητο, παραταχθήκαμε στο γιαλό. Όταν το νησί πλεύρισε το πλοίο, ανεβήκαμε πειθαρχημένοι τη σκάλα, ένας ένας, χωρίς σπρωξίματα κι ανυπομονησία, κρατώντας απ’ το χέρι τα παιδιά μας που αυτά, ναι, δεν έβλεπαν την ώρα. Πολλοί κρατούσαμε κι από ένα φυλλάδιο που μας είχαν μοιράσει στο νησί, με όλα τα αξιοθέατα του πλοίου, φωτογραφίες απ’ τις καμπίνες και τις τιμές ημιδιαμονής, το μενού και τις τιμές του εστιατορίου, τα είδη και τον τιμοκατάλογο των μπουτίκ» (σελ. 75)
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Έχει εκδώσει 9 συλλογές διηγηµάτων και µικρών πεζών, 3 νουβέλες και 3 συλλογές δοκιµίων για τη λογοτεχνία και τον κινηµατογράφο. Έχει µεταφράσει πάνω από 140 έργα γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας, ανάµεσα στους συγγραφείς των οποίων καταλέγονται και οι: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Λουίς Σεπούλβεδα, Ζορζ Περέκ, Ρεµόν Κενό, Ζαν Εσνόζ, Χούλιο Κορτάσαρ, Ουίλιαµ Φόκνερ, Έρνεστ Χέµινγκουεϊ, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Έχει γράψει τα σενάρια 3 ταινιών µεγάλου µήκους και έχει σκηνοθετήσει 11 ταινίες µικρού µήκους σε δικά του σενάρια. Έχει τιµηθεί µε το Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος 2004 (Τεχνητές αναπνοές), µε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2006 (Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά) και το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2018 (Κορτάσαρ, Κουτσό), µε το Βραβείο Μετάφρασης του Ιδρύµατος Καβάφη 2007 (Αλ Ασουάνι, Το Μέγαρο Γιακου-µπιάν), µε το Βραβείο Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας 2009 (Μοντιανό, Στο cafe της χαµένης νιότης) και µε το Βραβείο Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας 2015 (Βάσκες, Ο ήχος των πραγµάτων όταν πέφτουν). Είναι επίτιµος διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστηµίου, Τµήµα Μετάφρασης και Διερµηνείας, επίτιµος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου, Τµήµα Γαλλικής Φιλολογίας, Officier της Τάξεως των Τεχνών και των Γραµµάτων του Γαλλικού Κράτους.
Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του: 360 (νουβέλα, 2013), Μουσική και άλλα πεζά, 1973-1995 (διηγήµατα και µικρά πεζά, 2014), Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως, 2003-2010 (διηγήµατα και µία νουβέλα, 2016), Σώµα (νουβέλα, 2017), Το Μουσείο των Τύψεων και άλλα διηγήµατα (2018), Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και η αγωνία της µετάφρασης (2019), Έλγκαρ – 24 παραλλαγές (διηγήµατα, 2021), Το κερί του Καρτέσιου και άλλα διηγήματα (2024).