Για τη συλλογή διηγημάτων της Πόπης Φιρτινίδου «Τηρούμενες αναλογίες» (Εκδόσεις των Συναδέλφων). Κεντρική εικόνα: Πίνακας από τον Αργυρό Ουμβέρτο (1884 - 1963) με τίτλο «Ο παππούς» (1912) / Εθνική Πινακοθήκη.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η ψυχολογία του ηλικιωμένου συνοψίζει όλες τις ήττες της ζωής, όχι τόσο επειδή θα πεθάνει σύντομα, όσο επειδή ζει την αδυναμία των γηρατειών μπροστά στην καχύποπτη ματιά των νεότερων. Ακόμα περισσότερο, επειδή ζει τη φθορά του σώματος και την ανημπόρια του παρόντος απέναντι σε ένα γεμάτο παρελθόν, το οποίο συχνά του κληροδοτεί μνήμες, οδύνες και τραύματα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι ήρωές της εκ Βεροίας ορμωμένης Πόπης Φιρτινίδου εκκινούν, στην αρχή τουλάχιστον της μικρής αυτής συλλογής, από το σημείο της προχωρημένης ηλικίας τους και σκέφτονται, εναλλάξ θα έλεγα, το παρόν και το παρελθόν τους. Κι αν ποιότητα στη λογοτεχνία δεν είναι ούτε το ποιος γράφει, ούτε πού εκδίδει, ούτε ποιο θέμα χειρίζεται, αλλά ο μεστός τρόπος γραφής, τότε εδώ συναντάμε μια ισχυρή φωνή που ξέρει τι θέλει να πει αλλά και πώς. Κάθε αφηγητής στα έξι διηγήματα παράγει λογοτεχνία με το ύφος και τον τόνο της εξιστόρησής του, όσο κι αν κάπου κάπου η υπερβάλλουσα έκταση αποδυναμώνει την ένταση.
Ο πρώτος ηλικιωμένος βιώνει την (πιθανή) ντροπή της πιεστικής ουροδόχου κύστης του, την οποία δεν μπορεί να ανακουφίσει ούτε στο πάρκο ούτε στα γειτονικά μαγαζιά, κι έτσι νιώθει εκτεθειμένος στο φθίνον σώμα του αλλά και στις ματιές των άλλων. Στο δεύτερο διήγημα, ο ηλικιωμένος, συνταξιούχος φιλόλογος αλλά πάντα φιλόλογος, εντάσσει στην αφήγησή του τον διάλογο με τη νεοφερμένη οικιακή βοηθό, με αποτέλεσμα οι διασταυρούμενοι μονόλογοί τους να σκιαγραφούν ανάλογα τραυματικές ζωές. Μια μετανάστρια στο τρένο λυπάται τον ναρκομανή «που δεν θέλει να πουλήσει ντρόγκα στα παιδιά του κόσμου», ένας άστεγος νιώθει μέσα στο γιορτινό κλίμα παντού ξένος, αφού «Χριστούγεννα παντού, Χριστός πουθενά», ένας άλλος άστεγος, που φορά τα παλιά παπούτσια ενός μακαρίτη, κινείται ανάμεσα στο «καταφύγιο» (σαν να είναι άγριο ζώο), στο συσσίτιο και στο πάρκο, ώσπου επισκέπτεται κρυφά το σπίτι της πρώην γυναίκας του, και ούτω καθεξής.
Η διηγηματογράφος ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά τον πλάγιο (εσωτερικό) μονόλογο, έναν ελεύθερο πλάγιο λόγο, ο οποίος αναδεικνύει ισορροπημένα τα γεγονότα που ζει ο εκάστοτε πρωταγωνιστής, τις σκέψεις και την ψυχολογία του, τη συνάντησή του με άλλους.
Η διηγηματογράφος ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά τον πλάγιο (εσωτερικό) μονόλογο, έναν ελεύθερο πλάγιο λόγο, ο οποίος αναδεικνύει ισορροπημένα τα γεγονότα που ζει ο εκάστοτε πρωταγωνιστής, τις σκέψεις και την ψυχολογία του, τη συνάντησή του με άλλους κ.λπ. Ειδικά στη διασταύρωσή του με κάποιον άλλο (λ.χ. ο ηλικιωμένος φιλόλογος με την οικιακή βοηθό ή η μετανάστρια με τον ναρκομανή) οι αντιστίξεις και οι αναλογίες, όπως υποδεικνύει ο τίτλος, όχι μόνο αναδεικνύουν την οπτική γωνία του πρώτου αλλά και ορθώνουν μπροστά μας, γλαφυρά και σε βάθος, το είναι του άλλου, την τραυματισμένη ζωή του και τα κοινά σημεία με τις πληγές του καθενός.
Κι όλα αυτά δίνονται με μια γλώσσα σφιχτή, σφριγηλή, δυναμική μέσα στον προφορικό της τόνο, συνειρμική τόσο όσο, καθαρή, δουλεμένη αλλά και φυσική μέσα στη ροή της, απόλυτα συντονισμένη ανάμεσα στα εξωτερικά γεγονότα και τις επαναλαμβανόμενες σκέψεις των ηρώων, εκφραστική και κυμαινόμενη. Ο μικρόκοσμος των αστέγων ή των ηλικιωμένων τυλίγεται και ξετυλίγεται μ’ αυτήν την κατάλληλη γλώσσα κι ορθώνεται μπροστά μας ολόκορμος, παραστατικός κι εξόχως αληθινός. Έτσι, η Πόπη Φιρτινίδου καταφέρνει να πλάσει με κέντρο τους χαρακτήρες της ατμόσφαιρες και περιβάλλοντα, μικρόκοσμους από το περιθώριο της ζωής, τόσο ζωντανούς, τόσο ισχυρούς, που μένουν ανεξίτηλοι και λαγαροί.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Και τώρα; Πού θα κατουρήσω; Τη βλέπω τη δουλειά, αυτό το γαμημένο χάπι θα με ξεφτιλίσει ξανά. Πρέπει να βρω μια γωνιά στο πάρκο σύντομα. Το σπίτι μού πέφτει μακριά, δεν προλαβαίνω να φτάσω. Η καφετέρια δίπλα στο σιντριβάνι με πήρε εδώ και καιρό είδηση που περνούσα ανάμεσα στα τραπέζια δήθεν πως κάποιον έψαχνα, και που μόλις διέσχιζα τη σάλα έστριβα κάτω τις σκάλες κατευθείαν για την τουαλέτα. Δεν ήθελε και πολύ μυαλό να προσέξουν ότι μετά φεύγω στη ζούλα από την άλλη πόρτα χωρίς να παραγγείλω τίποτα, κι ήρθε εκείνο το γομάρι, δυο μέτρα το μπόι του κι ένα μέτρο οι πλάτες του, και μου ξηγήθηκε πως μόνο στους πελάτες επιτρέπεται να κάνουν χρήση των χώρων υγιεινής της επιχείρησης».