Για το μυθιστόρημα του Σπύρου Κακατσάκη «Απολαύσεις της Καπούης» (εκδ. Καλειδοσκόπιο).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Αν η πλοκή του μυθιστορήματος χαρακτηρίζεται από στιβαρότητα και λελογισμένη πολυπλοκότητα, αν η γλώσσα του ρέει ομαλά και συστήνει λογοτεχνικό ύφος, αν ο κόσμος που το έργο (ανα)πλάθει εμβαθύνει στο άτομο ή στην κοινωνία, τότε έχουμε το τρίπτυχο που χρειαζόμαστε για να καταξιώσουμε ένα βιβλίο. Να το καταξιώσουμε, ακόμα κι αν προέρχεται από έναν άγνωστο συγγραφέα που εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του σε έναν εκδοτικό οίκο, ο οποίος ειδικεύεται σε κείμενα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Μιλώ για τις Απολαύσεις της Καπούης του Σπύρου Κακατσάκη, που αξίζει πολλά όσο κι αν βάζει ενίοτε τρικλοποδιά στον εαυτό του.
Δυο πλεξούδες συμπλέκονται εναλλάξ μέσα στις σελίδες του βιβλίου, η μία από τις οποίες προχωρά προς τα μπροστά κοιτώντας πίσω κι η άλλη προχωρά προς τα πίσω κοιτώντας μπροστά! Στη μία βρισκόμαστε στο 2022, όταν ο εικοσιπεντάχρονος Απόστολος, φίλος και σχεδόν εραστής της Μάγιας, βιώνει μια Προβολή στο μέλλον, η οποία τον αναστατώνει, καθώς του φανερώνει φάσεις από τη ζωή του που δεν θέλει να ζήσει. Στην άλλη, ανατρέχουμε στο 1996, όταν η Δέσποινα ζει στη Λήμνο αλλά στα δεκαοχτώ της εξαφανίζεται, παίρνοντας το πλοίο για άγνωστο προορισμό και σβήνοντας τα ίχνη της από όλους. Μικρές αναδρομές αναδεικνύουν τον ατίθασο χαρακτήρα της αλλά και τις πολλαπλές συγκρούσεις της με τη στρίγγλα μάνα της Μάρω. Έκτοτε, όμως, ουδεμία είδηση ακούγεται, όσο κι αν η φίλη της Ελισάβετ ψάχνει να βρει τι έχει γίνει.
Ο Σπύρος Κακατσάκης στήνει πολύ καλά το παιχνίδι της αφήγησης. Δύο πορείες που κάποια στιγμή θα διασταυρωθούν –είμαστε ως αναγνώστες σίγουροι γι’ αυτό–, ειδικά αν προσέξουμε σχετικά νωρίς ότι ο Απόστολος της πρώτης αφήγησης γεννήθηκε το 1997, έναν χρόνο μετά την εξαφάνιση της Δέσποινας. Και καθώς τα δύο μυστήρια μένουν ανοικτά στο φιλοπερίεργο βλέμμα μας, οι δόσεις νέων πληροφοριών φτάνουν ως εμάς με το σταγονόμετρο, βήμα βήμα, ώστε να συντηρείται η αναγνωστική αγωνία μας αλλά και να προχωρά με σοφό τέμπο κάθε ιστορία. Στην ουσία τα δύο μυστήρια δεν αλληλοτροφοδοτούνται, αλλά το καθένα ξεχωριστά εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα, που άλλοτε φωτίζουν κι άλλοτε συσκοτίζουν την τελική λύση.
Κι εκεί που ως κριτικός και ως αναγνώστης χαίρομαι το άκρως ερεθιστικό κατασκεύασμα, μπαίνει στο μυαλό μου το σαράκι της αμφιβολίας για το αν πρόκειται όντως για ένα βαθύ ανάγνωσμα ή ένα καλογραμμένο μπεστ-σέλερ.
Κι εκεί που ως κριτικός και ως αναγνώστης χαίρομαι το άκρως ερεθιστικό κατασκεύασμα, μπαίνει στο μυαλό μου το σαράκι της αμφιβολίας για το αν πρόκειται όντως για ένα βαθύ ανάγνωσμα ή ένα καλογραμμένο μπεστ-σέλερ. Εκεί διχάζομαι για το αν ο συγγραφέας επιχειρεί να φτιάξει ένα μυθιστόρημα προσωπικών αναζητήσεων και συγκρούσεων με τη μοίρα ή ένα ευπώλητο, όπου το τέλος κάθε κεφαλαίου σταματά στο κρίσιμο σημείο, τα μυστήρια υπερτερούν των εσωτερικών κραδασμών, οι συνταρακτικές αποκαλύψεις –μερικές από αυτές ακραίες και υπερβολικές– παραπέμπουν οριακά σε μια εύπεπτη κινηματογραφική ταινία ή μια καλοσχεδιασμένη σαπουνόπερα. Και σ’ αυτό το σημείο της αμφιταλάντευσης, πέφτω μέσα στο βιβλίο πάνω στο όνομα του Χαρούκι Μουρακάμι, που υποβάλλει τη σκέψη ότι αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο μπεστσελερίστικο και το «ποιοτικό», όπως και στην περίπτωση του πολλαπλώς αγαπώμενου και πολλαπλώς μισούμενου Ιάπωνα συγγραφέα, είναι εγγενής και στο έργο του Σπ. Κακατσάκη.
Το δίλημμα, στο οποίο περιέρχεται ο αναγνώστης (δυνατό μυθιστόρημα ή καλογραμμένο ευπώλητο;), παίρνει μια τελική τροπή. Πολύ προσωπικά και πολύ ενστικτωδώς κρίνοντας, πιστεύω ότι, όπως και στον Μουρακάμι, τα σημεία που επιδιώκουν την εύκολη χειραγώγηση του αναγνώστη είναι λιγότερα από τα άλλα κι επομένως η δυναμική του βιβλίου κλίνει προς το πρώτο μέρος της πλάστιγγας. Η γερή δομή, ο σοφά υπολογισμένος ρυθμός, η σε πολλά σημεία υποβλητική ατμόσφαιρα, η έμφαση στην ψυχολογία των προσώπων έστω και με εξωτερική οπτική γωνία, όπως στην περίπτωση της εξαφανισμένης Δέσποινας, το μυστήριο ως δέλεαρ για την ανάγνωση, τα παιχνίδια της μοίρας και η ποδηγέτηση του ανθρώπου από τους άλλους, όπως και άλλα παρόμοια, αξίζει να προσεχθούν και να αξιολογηθούν στο πλαίσιο όχι μόνο μιας συναρπαστικής ιστορίας αλλά και μιας ανθρωπολογικής ερμηνείας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Ακριβώς τη στιγμή που ο εγκέφαλος είχε αποσπαστεί από τον κίνδυνο και είχε χαλαρώσει, εκεί που η εγρήγορση αποκοιμιόταν μέσα μου και είχα άλλα να σκέπτομαι, τα ενδιαφέροντα, τα ερωτικά για την εξέλιξη της σχέσης μου με τη Μάγια, τότε χτύπησε η παράσταση της Προβολής. Για να επιβεβαιώσει το απόφθεγμα του Πατέρα: Το κακό σε βρίσκει όταν χαλαρώνεις.
“Είσαι καλά;” αναρωτήθηκε η Μάγια, διαβάζοντας τη μεταβολή στην ψυχολογία μου.
Στην αρχή ντράπηκα να της μιλήσω. Να της πω τι; Ότι βλέπω να συμβαίνουν απεικονίσεις της Προβολής;»