Για τη συλλογή διηγημάτων «Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Του Μάκη Πανώριου
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (Κωνσταντινούπολη 1872 – Αθήνα 1958), είναι ο κατ’ εξοχήν Έλληνας διηγηματογράφος, με πλούσιο, πολυσύνθετο έργο μέσω του οποίου συλλαμβάνει τις ποικίλες εκβλαστήσεις του ανθρώπινου τοπίου, από τις ρεαλιστικές και νατουραλιστικές εκδοχές τους, έως τις σκοτεινές υπαρξιακές πτήσεις της φαντασίας.
Μιας ομολογουμένως εκρηκτικής, τολμηρής αν όχι και αναρχικής φαντασίας, που δεν διστάζει να μεταχειριστεί το «μυθικό σύμβολο», όχι τόσο για να επιβεβαιώσει τον Άλλο Εαυτό, όσο για να αναμετρηθεί με το Χάος και να θέσει αγωνιώδη ερωτήματα, που έχουν εμφανιστεί βέβαια μέσα από μια θλιβερή καθημερινότητα, αλλά για να την υπερβούν και να αποκτήσουν συν τω χρόνω τερατώδεις, οικουμενικές διαστάσεις. Υπό αυτή την έννοια, η μυθολογία του σχεδιάζει «παραμύθια ‘πραγματικότητας’» και «παραμύθια ‘φαντασίας’», ρεαλισμού και ονείρου, εξίσου εφιαλτικά και τα δύο. Τόσο στα μεν όσο και στα δε υφέρπει, άλλοτε εμφανώς άλλοτε υπογείως, ένας μυστηριώδης, αινιγματικός, σχεδόν υλικών προδιαγραφών, ίσκιος, που μοιάζει να επικαλύπτει όχι μόνο το ανθρώπινο τοπίο, αλλά ολόκληρο το σύμπαν, μεταδίνοντας συνεχώς ακατανόητα μηνύματα σε μια ακατανόητη γλώσσα. Ο συνειδησιακός άνθρωπος τα δέχεται ως εφιαλτικά όνειρα και τρομώδη οράματα, συμβολικές προβολές, που δεν αποκλείεται και να είναι, του Άγνωστου, μιας κοσμικής ζωντανής παρουσίας, η οποία του απευθύνεται αν όχι και του επιτίθεται συνεχώς. Ο άνθρωπος-δέκτης έχει απόλυτη γνώση αυτής της κοσμικής επίθεσης∙ και ο εκπρόσωπός του συγγραφέας τη σχεδιάζει με τις αναρχικές νομιμότητες που του προσφέρει η φαντασία του, η ‘ξεχασμένη γλώσσα’ του εαυτού, με την οποία προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει, σύμφωνα με τον Έριχ Φρόμ.
Ο Βουτυράς αρχίζει να γράφει το 1900
Δεν υπερίπταται, όμως, μόνο στο χάος για να αντιμετωπίσει το φρικτό αίνιγμα της απουσίας, της σιωπής και του σκότους. Περιφέρεται επίσης στη γήινη πραγματικότητα της οποίας και επισημαίνει τα προβλήματα, τα λάθη και τις πληγές του κάτοικού της. Η ενασχόλησή του με την εν λόγω καθημερινότητα δεν σημαίνει, βέβαια, ότι έχει περιορισμένη οπτική, η οποία, όπως σε πλήθος άλλους ‘συγγραφείς’, θα τον καθήλωνε στην επιδερμική καταγραφή του συμβάντος, αν όχι και σε μια στείρα ηθογραφία. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Δημοσθένης Βουτυράς αρχίζει να γράφει πριν από το 1900. Η Ελλάδα είναι ακόμη μια κάθε άλλο παρά ρομαντική βουκολική επαρχία και ο λογοτεχνικός ορίζοντάς της ασφυκτικά περιορισμένος. Αυτός, όμως, τον υπερβαίνει∙ αφουγκράζεται τον ήχο του κόσμου, όπως εκπέμπεται από το ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον - και δέχεται τον ήχο του μέλλοντος. Ο Πόε, ο Ουέλς, ο Βερν -τους γνωρίζει από μεταφράσεις τους που έχουν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν- είναι οι καλύτεροι, για την εποχή του, κώδικες αποκρυπτογράφησης του. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο ότι το 1929 επιχειρεί ένα ταξίδι «Από τη Γη στον Άρη», ενώ το 1932, στο διήγημά του, «Η όρνιθα ξύνοντας το μάτι της», σχεδιάζει ένα φουτουριστικό μέλλον στους δρόμους του οποίου κυκλοφορούν ρομπότ, ‘ψεύτικοι άνθρωποι’ τα αποκαλεί, μια και δεν έχουν πολιτογραφηθεί ακόμη με το επίσημο όνομά τους στην πρώιμη επιστημονική φαντασία. Όλα, όμως, αυτά τα τολμηρά ταξίδια του στο παρόν ή στο μέλλον, σε υπαρκτούς ή ανύπαρκτους κόσμους, τα επιχειρεί για να συναντήσει τον άνθρωπο στις ποικίλες εκφάνσεις του - ως δημιουργό της μοίρας του. Παράλληλα, η διαπραγμάτευσής τους με φανταστικά σκηνικά και σύμβολα, αλλά και η εισβολή του εξωλογικού σε μια ρασιοναλιστική πραγματικότητα, αποκαλύπτουν τη σχέση του με το Φανταστικό, που μοιάζει να είναι προέκταση του έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενου ρεαλισμού, μια και αυτοϋπονομεύεται με ξαφνικές ‘αφάνταστες’ εκδηλώσεις του.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς, όπως διαπιστώνεται, λοιπόν, δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος λογοτέχνης με ιδιαίτερη γραφή, αλλά και ένας σκεπτόμενος άνθρωπος με ευρύ ορίζοντα σκέψης. Γνώρισε, όπως ήδη προειπώθηκε, τον καθημερινό άνθρωπο και τον έθεσε προ των προβλημάτων του.
Ο ανά χείρας τόμος, με μια επιλογή από δεκατρία φανταστικά διηγήματά του, τον οποίον οργάνωσε, προλόγισε και σχολίασε με ιδιαίτερη φροντίδα ο Βάσιας Τσοκόπουλος, το αποδεικνύει. Το σκηνικό σε όλους σχεδόν αυτούς τους σκοτεινούς πίνακες, που έχουν σχεδιαστεί με αμφίβολα υπαρξιακά φώτα, παρακμιακά χρώματα, σπασμωδικές γραμμές, υπόκωφους ήχους και δυσοίωνες εκλάμψεις, είναι το κλασικό γοτθικό, όπως μας το κληροδότησε η βρετανική παράδοση του είδους. Έρημα εγκαταλειμμένα ερείπια, αραχνιασμένες αίθουσες κατοικημένες από ανάερους ίσκιους, υγρά μισοφωτισμένα υπόγεια στα σκοτάδια των οποίων παραμονεύουν φαντάσματα, φουρτουνιασμένες θάλασσες που τις ταξιδεύουν στοιχειωμένα πλοία, άδεια σπίτια στο έλεος μιας ανήκουστης σιωπής, δάση σκοτεινά στις βαλτώδεις περιοχές των οποίων εμφωλεύουν στοιχειά, όντα-προβολές πιθανώς ενός άλλου αδιανόητου κόσμου. Σ’ αυτά τα μεταγήινα παρακμιακά τοπία, που, όμως, δεν υπερβαίνουν την εντοπιότητά τους, ακόμη κι όταν πρόκειται για επινοημένα γεωγραφικά περιβάλλοντα, εισβάλλει ξαφνικά και απροειδοποίητα το ανορθολογικό -εξωλογικό στοιχείο, ως επιβεβαίωση της μυστικής φύσης. Άλλοτε εμφανίζεται με διαστρεβλωμένη ανθρωπομορφική εκδοχή, άλλοτε ως παράδοξο ‘φυσικό’ φαινόμενο που καταργεί τη ρασιοναλιστική άποψη της πραγματικότητας. Ένα τερατώδες πλάσμα, ένα δαιμονικό ον, ένας υπερμεγέθης ήλιος, ερπετόμορφα σύννεφα, ζωντανές αστραπές∙ όλα εκφάνσεις-εκδηλώσεις του εφιαλτικού σκότους που μοιάζει να είναι η ατέρμονη αυτοκρατορία του σύμπαντος. Ο άνθρωπος, περιδεής ενώπιον της εξωλογικής εισβολής, διαπιστώνει ξαφνικά ότι δεν στέκεται απλώς μπροστά στον αποκαλυμμένο εφιάλτη, αλλά βρίσκεται εντός του∙ και πρέπει να συνειδητοποιήσει την παντοδυναμία του, την ψευδαίσθηση του φωτός και, κυρίως, την ανυπαρξία εξόδου απ’ αυτόν. «Πού πηγαίναμε;» αναρωτιέται στο τελευταίο διήγημα της συλλογής ο συγγραφέας. Κανείς δεν ξέρει. Κι αυτός, όπως και όλοι μας, βιώνουμε το «…άγνωστο απέραντο ταξίδι…» μέσα στη φρίκη της σιωπής και του σκοταδιού.
Δημοσθένης Βουτυράς
Επιλογή - επιμέλεια: Βάσιας Τσοκόπουλος
Εκδόσεις «Τόπος»
Αθήνα 2009, σελ.: 155
Πριν από έναν και πλέον αιώνα, ο Δημοσθένης Βουτυράς συλλαμβάνει, μέσα από μια δυστοπική καθημερινότητα, το αγωνιώδες υπαρξιακό βλέμμα του παγκόσμιου ανθρώπου, και την καταδίκη του να οδεύει προς το έρεβος. Το μόνο που αφήνει πίσω του είναι η ματαιότητα των άχρηστων βημάτων του σε μια άνυδρη γη, και η ψευδαίσθηση μιας μυθικής ζωής απ’ την οποία δεν απομένει παρά ένας βουβός τάφος και ένας ανώνυμος σκελετός. Το μυστήριο της ζωής και του θανάτου σε όλη του την τραγική φρικτή μεγαλοπρέπεια.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς, όπως διαπιστώνεται, λοιπόν, δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος λογοτέχνης με ιδιαίτερη γραφή, αλλά και ένας σκεπτόμενος άνθρωπος με ευρύ ορίζοντα σκέψης. Γνώρισε, όπως ήδη προειπώθηκε, τον καθημερινό άνθρωπο και τον έθεσε προ των προβλημάτων του. Δεν εφησύχασε, όμως, απ’ την εν λόγω ‘συνάντηση’, αλλά επιχείρησε ένα επί πλέον τολμηρό βήμα πέρα απ’ αυτήν∙ αντιμετώπισε ‘σαν θαρραλέος’ το Άγνωστο. Του απευθύνθηκε, το ιχνηλάτησε και μας κληρονόμησε τις εμπειρίες του. Αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας και ουσιώδης ανθρωπιστής αναχώρησε άδικα ξεχασμένος απ’ την ‘πνευματική ελίτ’ και την κομματική σκοπιμότητα της εποχής του. Ο Λόγος του, όμως, παραμένει ζωντανός. Μας καλεί να τον ακούσουμε - και να συνομιλήσουμε μαζί του. Ας το κάνουμε, το κέρδος θα είναι δικό μας.
Ο ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ είναι συγγραφέας.