Για τη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Πάσχου «Το αδελφομοίρι – Και άλλες ιστορίες» (εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: Σπάνια φωτογραφία από συσσίτιο σε δημοτικό σχολείο των Σερρών, από το αρχείο του Βασίλη Τζανακάρη, στα χρόνια αμέσως μετά τη βουλγαρική κατοχή και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το εκπληκτικό που κάνει ο Αντώνης Πάσχος (γενν. 1979) στο τρίτο του βιβλίο είναι ότι αφήνει σκόπιμα ρευστά τα όρια, εκεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία, τόσο τα γεωγραφικά και τα εθνοτικά όσο και τα αφηγηματικά, ώστε να αναδείξει τη διατρητότητα των ανθρώπινων ορίων.
Γενικότερα, η λογοτεχνία της μεθορίου είναι συχνά, συχνότατα, πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί συνυφαίνει νήματα και χρώματα σε ένα δημιουργικό, συγκρουσιακό ή ωσμωτικό, αμάλγαμα. Η γραφή που ξεκινά ή που αναφέρεται στα σύνορα, γεωγραφικά ή πολιτισμικά (από την Κρητική Αναγέννηση με τη συνάντηση Ελλήνων και Βενετών και τα Ιόνια νησιά με την ελληνοϊταλική σύγκλιση, έως την Αλεξάνδρεια του Κ. Καβάφη ή την ελληνοτουρκική συμβίωση στη βαλκανική επικράτεια) προσελκύει την προσοχή για τους διαχωρισμούς και τις συγκλίσεις που επιχειρεί.
Ας τα δούμε όμως όλα αυτά με τη σειρά στη συλλογή του Αντώνη Πάσχου που αναφέρεται σε ένα χωριό του Παγγαίου, το Τζαραβλίκι. Πρόκειται για οκτώ διηγήματα που αναφέρονται κατά βάση στη βουλγαρική κατοχή της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας από το 1941 μέχρι το 1944 και στον επακόλουθο Εμφύλιο στα ίδια εδάφη. Το έκανε ο Πρόδρομος Μάρκογλου στα διηγήματά του, η Μαριάννα Ευαγγέλου στο Οστινάτο, ο Βασίλης Τσιαμπούσης στον βραβευμένο Κήπο των ψυχών. Εκεί δηλαδή που η υπόλοιπη Ελλάδα διοικούνταν από Γερμανούς και Ιταλούς, οι νομοί ανατολικά του Στρυμόνα δεινοπαθούσαν κάτω από μια εξίσου σκληρή μπότα, που συν τοις άλλοις είχε και ιστορικές διεκδικήσεις στην περιοχή.
Ο Αντώνης Πάσχος ναι μεν αναδεικνύει τη βιαιότητα και τη στυγνή πολιτική τού κατακτητή, με τις θανατώσεις, τις επιτάξεις σπιτιών και την υποχρέωση λ.χ. να μπαίνει πάντα ένας Βούλγαρος συνεταίρος σε κάθε ελληνική επιχείρηση, αλλά περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει τη ρευστότητα των ανθρώπινων και διεθνικών σχέσεων.
Ο Αντώνης Πάσχος ναι μεν αναδεικνύει τη βιαιότητα και τη στυγνή πολιτική τού κατακτητή, με τις θανατώσεις, τις επιτάξεις σπιτιών και την υποχρέωση λ.χ. να μπαίνει πάντα ένας Βούλγαρος συνεταίρος σε κάθε ελληνική επιχείρηση, αλλά περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει τη ρευστότητα των ανθρώπινων και διεθνικών σχέσεων.
Αυτό το κάνει πρώτα αφηγηματικά. Μπορεί μεν αφηγητής σε κάποια από τα διηγήματα να είναι ένας Έλληνας ή μια Ελληνίδα, αλλά ενίοτε εμφανίζεται ένας Βούλγαρος, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, ώστε ο αναγνώστης –μέχρις ενός σημείου– να μην είναι σίγουρος για την εθνική του ταυτότητα. Κι ακόμα περισσότερο, στη «Λιμόνοβα» ο ένας αφηγητής, μια ο Έλληνας και μια ο Βούλγαρος, δίνει τη σκυτάλη στον άλλο, ανεπαίσθητα, ακόμα και στην ίδια πρόταση, προχωρώντας την ιστορία από ποικίλες οπτικές γωνίες. Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η γλώσσα, η διάλεκτος των Σερρών, με τους διαλεκτικούς τύπους και τους ιδιωματισμούς της, αλλά και με πολλές τουρκικές λέξεις και λίγες βουλγάρικες, δείγμα μιας υβριδικής κοινωνίας, που δεν ξορκίζει το παρελθόν της.
Ο Αντώνης Πάσχος γεννήθηκε το 1979. Μεγάλωσε στις Σέρρες και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστοσελίδες, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το τρίτο του βιβλίο με τίτλο Το αδελφομοίρι – Και άλλες ιστορίες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα. |
Αυτή η αφηγηματική και γλωσσική διαπερατότητα φωτίζει πλάγια την ανθρωπολογική, καθώς οι φίλοι και οι εχθροί δεν είναι πάντα σεσημασμένοι. Τα όρια διαπερνούνται, όχι μόνο όταν οι Βούλγαροι έρχονται να εποικίσουν τα ελληνικά εδάφη, αλλά και με κάθε είδους συγκλίσεις και ωσμώσεις, όπως το ότι ο επικεφαλής λοχαγός γνωρίζει Ελληνικά ή Ελληνίδες παντρεύονται Βούλγαρους κ.λπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αλληλεπιδράσεων και αλληλεπιχωρήσεων είναι η «Βέρα»:
Η Γιάννα αναγκάζεται από τη φτώχια να γίνει υπηρέτρια και παρακοιμώμενη του άρχοντα κυρ-Θωμάρα, του οποίου η κόρη έχει παντρευτεί με τον Βούλγαρο κομμουνιστή Αλεξέι, χωρίς φυσικά ο πατέρας της να πετάξει από τη χαρά του. Κι όταν ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει το χωριό τους, τα φέρνει η τύχη να επιταχθεί το σπίτι του κυρ-Θωμάρα από τον αξιωματικό Κασιμίρ Τοντόρκοφ, πατέρα του Αλεξέι. Ο πρώην ιδιοκτήτης του εξορίζεται στο σπίτι της Γιάννας και αναγκάζεται από τον εχθρό να κόψει το δάχτυλό του για να βγει η βέρα του. Λίγο αργότερα, στο κυνήγι του Τοντόρκοφ από τους κομμουνιστές αντάρτες, αυτός κρύβεται στο σπίτι της Γιάννας, όπου ο κυρ-Θωμάρας βρίσκει ευκαιρία να τον σώσει αλλά και τον εκδικηθεί, βγάζοντάς του τρία δόντια. Τέλος, ο Βούλγαρος αξιωματικός, παρόλο που σώθηκε χάρη σ’ αυτόν, τον στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν αργότερα οι Βούλγαροι περνάνε στο κομμουνιστικό μπλοκ, ο Αλεξέι ανεβαίνει στην ιεραρχία και επιβάλλεται στον πατέρα του. Έλληνες και Βούλγαροι, φασίστες και κομμουνιστές, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες γίνονται δίπολα που στην πορεία της ιστορίας ανατρέπονται, οι ιεραρχίες αλλάζουν, οι αντιθέσεις εξαρθρώνονται …
Ναι, πάντα ο εχθρός είναι ο Βούλγαρος, ειδικά μετά την εξέγερση στη Δράμα το 1941 με τα επακόλουθα μαζικά αντίποινα. Αλλά πέρα από αυτήν την κορυφή, το τρίγωνο του Αντώνη Πάσχου έχει να στηριχτεί σε άλλες δύο, τους Αριστερούς αντάρτες της περιοχής (βλ. τον μπάρμπα-Γκόγκα) και τους Δεξιούς αντιστασιακούς, οι οποίοι ωστόσο δεν πολεμούν μόνο τον κατακτητή αλλά και τους Κομμουνιστές, πολλές φορές με ύπουλο τρόπο («Ο πρώτος φονιάς»). Στη σύγκρουση αυτή, ειδικά στα πρώτα διηγήματα, ο Εμφύλιος μέσα στην Κατοχή, πριν ξεκινήσει ο «κανονικός» Εμφύλιος, η αντιπαράθεση κυβερνητικών και κομμουνιστών, φασιστών και αριστερών, είναι πιο επώδυνη, γιατί παίζεται εν ου παικτοίς και διχάζει σε έναν ακήρυκτο πόλεμο.
Όλα τα διηγήματα συναποτελούν μια ενιαία μυθοπλαστική επικράτεια. Δεν είναι μόνο ο τόπος, το Τζαραβλίκι, και ο χρόνος, λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τη βουλγαρική κατοχή που στιγμάτισε την περιοχή, αλλά και το πυκνό δίκτυο προσώπων και καταστάσεων που μεταπηδούν από το ένα κείμενο στο άλλο. Έτσι, ο αναγνώστης μυείται σε μια εποχή, ξαναδιαβάζει την τοπική ιστορία και με την οπτική του 21ου αιώνα βλέπει ότι τα πράγματα στη μεθόριο δεν είναι τόσο μανιχαϊστικά όσο νόμιζε. Συναντά μια άγρια σκληράδα, με πόλεμο, εκδίκηση, αίμα, φονικά, μέσα από τα οποία τελικά συναισθάνεται τον άνθρωπο, την οργή και τη μοίρα του, σε μια χαοτική περίοδο όπου οι δικοί μας και οι άλλοι είναι φασματικά και μεταβαλλόμενα σύνολα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο σχωρεμένος ο μπράτιμός μου ορκιζόταν ότι ο Παναγής ήταν λύκου μπάσταρδο· αλήθεια αν έλεγε δεν ξέρω, πάντως το σκυλί ήταν σκιαχτικό σαν αγρίμι κι άκακο σαν αρνί.
Είχε, λέει, χάσει τη σκύλαινα στο βουνό. Μια βδομάδα μετά, τον γύρισε λαβωμένη και νηστικιά. Δυόμιση μήνες φούσκωνε η βούζα της, στο τέλος γεννοβόλησε τέσσερα κουτάβια· το στερνό ψόφιο, τη σκότωσε κι αυτή. Δυο τα ντουφέκισε γιατί δαγκώναν, ένα τον περίσσεψε. Έτσι σιγουρεύτηκε πως είχαν λύκο στο αίμα. Απ’ την αγριάδα και την γκρίζα γούνα – η μάνα τους ήταν καστανή»