Για το μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Ομολογώ ότι είχα εκπλαγεί όταν το έξαλλο τραμπικό πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον, το 2020, ανάμεσα στα άλλα, ανέμιζε και σημαίες της «Συνομοσπονδίας», παραπέμποντας ευθέως στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο [1856 – 1861]. Αυτό, με απλά λόγια, σήμαινε ότι, εκατόν εξήντα χρόνια μετά, το τραύμα του εμφυλίου πολέμου που δίχασε και αιματοκύλισε τις αμερικανικές πολιτείες, βορρά και νότου, ήταν μόνο φαινομενικά εν υπνώσει, και με την πρώτη ευκαιρία, αναπήδησε από τον βαθύ ύπνο του, το ίδιο διχαστικό και απειλητικό.
Αναλογίστηκα τι θα έγραφε ο Φώκνερ, ο κατ’ εξοχήν συγγραφέας που μετάπλασε σε μεγάλη λογοτεχνία, το τραύμα του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου, αν έβλεπε, εν έτει 2020, να ανεμίζουν και πάλι οι σημαίες της «Συνομοσπονδίας». Κάνω αυτήν την επισήμανση για να υπογραμμίσω, χωρίς φυσικά να πρωτοτυπώ, ότι, οι ανά τον κόσμο, εμφύλιοι σπαραγμοί αφήνουν εξαιρετικά βαθιές χαρακιές στη συλλογική και ατομική μνήμη, τη στοιχειώνουν, ενίοτε την υπερβαίνουν και εμφανίζονται ωσεί παρόντες, προτάσσοντας σκοτεινές διεκδικήσεις σαν εκδικητικά φαντάσματα. Η λογοτεχνία έρχεται με τους δικούς της τρόπους και κανόνες να αποφορτίσει αυτές τις υπόγειες –ή και υπέργειες– δονήσεις, να αφουγκραστεί το εύρος των σημάνσεών τους, να τις αποκωδικοποιήσει μέσα από τις πολλαπλές αναγνώσεις που αυτές συσσωρεύουν και μεταφέρουν εντός τους.
Η λογοτεχνία έρχεται με τους δικούς της τρόπους και κανόνες να αποφορτίσει αυτές τις υπόγειες –ή και υπέργειες– δονήσεις, να αφουγκραστεί το εύρος των σημάνσεών τους, να τις αποκωδικοποιήσει μέσα από τις πολλαπλές αναγνώσεις που αυτές συσσωρεύουν και μεταφέρουν εντός τους.
Στη χώρα μας, είχαμε ένα εξαιρετικά αιματηρό και διχαστικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος στιγμάτισε κυριολεκτικά τις συλλογικές και ατομικές συνειδήσεις, προκάλεσε βαθιές ρωγμές στις ίδιες τις ταυτότητες και τους αυτό/ετεροπροσδιορισμούς μας. Έναν εμφύλιο που τυπικά έληξε πριν από εβδομήντα τρία χρόνια αλλά συνεχίστηκε με άλλους τρόπους έως το 1974. Οι συγγραφείς που τον βίωσαν έγραψαν μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα και τις ιδεολογικές οπτικές που ο ίδιος ο εμφύλιος κόμιζε, ανάλογα με το ποια πλευρά του επέλεγε κανείς να βρίσκεται. Οι νεότεροι που δεν τον έζησαν προσπαθούν να τον διαβάσουν με το πλεονέκτημα της αποστασιοποίησης που τους προσφέρει ο χρόνος, ανοίγοντας έτσι ακόμη περισσότερο την, έως για χρόνια, ημιφωτισμένη –πλην εξαιρέσεων– βεντάλια του, προσφέροντας με αυτές τις αναγνώσεις τους και κλειδιά για να διαβαστεί, με τη σειρά του, το συλλογικό μας παρόν με ευρύτερες ματιές και ευρύστερνες προοπτικές.
Διότι, όπως έδειξαν τα γεγονότα μπροστά στο αμερικανικό Καπιτώλιο, οι εμφύλιες πληγές εύκολα μπορούν να κακοφορμίσουν με απρόβλεπτο τρόπο και σε απρόσμενο χρόνο, τόσο ηφαιστειακά δυνατές φαίνεται ότι παραμένουν στο διάβα της Ιστορίας, δυστυχώς. Δεν συμφωνώ λοιπόν με τα σχόλια που ακούγονται τα τελευταία χρόνια: «Πάλι για τον Εμφύλιο θα γράφουμε»; Πάλι. Όταν, επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με υψηλής στάθμης λογοτεχνία, όπως με το πρόσφατο μυθιστόρημα του, εκ Κοζάνης την καταγωγή, Μάκη Καραγιάννη με τον πολύσημο και ποιητικό τίτλο Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται.
Πορεία προς τον θάνατο
Ο Καραγιάννης, επιλέγει να αναπαραστήσει μυθιστορηματικά την πορεία προς τον θάνατο μιας ομάδας μαχητών και μαχητριών του «Λαϊκού Στρατού», όπως, μυθιστορηματική αδεία, ονομάζει τον «Δημοκρατικό Στρατό», λίγο πριν από την τελική του συντριβή στον Γράμμο, τον Αύγουστο του 1949. Καταθέτει έτσι και τον δικό του οβολό σε ό,τι τείνει να δημιουργήσει λογοτεχνικά μια μυθολογία σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του εμφυλίου, με επίκεντρο τις πορείες που αναγκάστηκαν να κάνουν διάφορες ομάδες, αποκομμένες πλέον από τον κύριο και αποδεκατισμένο όγκο των αριστερών ένοπλων δυνάμεων, όπως πολύ σωστά παρατήρησε σε πρόσφατο άρθρο του ο Γ. Ν. Περαντωνάκης.
Ο Καραγιάννης, όπως και οι συγγραφείς που προηγήθηκαν από αυτόν, τοποθετεί τη «δική» του ομάδα στον γενέθλιο τόπο του, δηλαδή την Δυτική Μακεδονία. Με αυτόν τον τρόπο κάθε συγγραφέας φωτίζει το πώς βιώθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός σε διάφορες περιοχές της χώρας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις διαστάσεις που πήρε σε κάθε τόπο χωριστά. Στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας η εμφύλια εικόνα ήταν ιδιαίτερα σκληρή με αναστρέψιμες επιπτώσεις και βαθιά τραύματα για τον τοπικό πληθυσμό και τα φαντάσματα μπορεί να τριγυρνούσαν στα γύρω βουνά για πολλά χρόνια αργότερα, κουβαλώντας τις σκοτεινές τους ιστορίες. Ο Καραγιάννης μπορεί και να μην τα συνάντησε, άκουγε ωστόσο σίγουρα τις ιστορίες τους, όπως μας αφήνει να συμπεράνουμε από την αφιέρωση που προηγείται των μυθιστορηματικών του σελίδων: «Στους γονείς μου / που σαν ξόρκι / μου έδωσαν τις πρώτες λέξεις της ιστορίας».
Από τη μια το φυσικό τοπίο με όλες τις εναλλαγές του, ανάλογα με τις εποχές και από την άλλη ο πόλεμος, ο θάνατος, σε μια και μοναδική παραλλαγή.
Οι πρώτες λέξεις λοιπόν της ιστορίας που ο συγγραφέας καταθέτει στο βιβλίο του, μας παραπέμπουν σε μια καλοκαιρινή ημέρα, «το καλοκαίρι έμπαινε ασυγκράτητο» αλλά η ομάδα την οποία θα ακολουθήσουμε, «είχε το νου της μόνο στον πόλεμο». Με την πρώτη παράγραφο δηλαδή ο Καραγιάννης μας εισάγει σε μια από τις βασικές αντιθέσεις που θα συναντήσουμε στο μυθιστόρημά του. Από τη μια το φυσικό τοπίο με όλες τις εναλλαγές του, ανάλογα με τις εποχές και από την άλλη ο πόλεμος, ο θάνατος, σε μια και μοναδική παραλλαγή. Δώδεκα είναι τα μέλη της ομάδας της οποίας την πορεία προς την εξόντωση παρακολουθούμε, ανάμεσά τους δυο γυναίκες, επικεφαλής τους, ο Καπετάνιος Μάρκος Ζάβαλης, δάσκαλος στην προηγούμενη ζωή του, μυθικό πρόσωπο στη εμφυλιοπολεμική μυθολογία της περιοχής.
Ο σκοπός της πορείας είναι, σύμφωνα με τις εντολές της αθεατης, αλλά πανταχού παρούσας καθοδήγησης, που ο Καπετάνιος μεταφέρει στην ομάδα του, είναι να λειτουργήσουν σαν σύνδεσμοι μέσα στο χώρο του εχθρού με στόχο τη συλλογή πληροφοριών, αλλά και σαν αντιπερισπασμός για την φθορά του αντίπαλου. Ωστόσο σταδιακά ο σκοπός αποδεικνύεται άσκοπος αφού όλα συνηγορούν εναντίον του, αλλά για τον Ζάβαλη αποκτά εμμονικές, σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις. Διότι του είναι αδύνατον να παραδεχθεί ότι ο παραδεισένιος κόσμος που έχει ονειρευτεί και στον οποίο είναι αταλάντευτα ταγμένος, δείχνει σιγά σιγά, βήμα το βήμα, ημέρα την ημέρα, μήνα το μήνα, να καταρρέει και η σκόνη του να κουκουλώνει όσα εκείνος πίστεψε ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος και κριτικός. Σπούδασε Μαθηματικά και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ήταν συνεκδότης του περιοδικού Παρέμβαση και συμμετείχε στη διεύθυνσή του (1988-1993). Έχει επιμεληθεί εκτενή αφιερώματα με συνεντεύξεις και κριτικές όπως του Ντίνου Χριστιανόπουλου (H Αυγή), Έκτορα Κακναβάτου (Παρέμβαση), Αndrew Crumey (The Books’ Journal). Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το όνειρο του Οδυσσέα (Μεταίχμιο 2011), Πόλη χωρίς θεούς (Μεταίχμιο 2016), τη συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα (Νεφέλη 2007), τα δοκίμια Μικρό και αλαζονικό έθνος (Επίκεντρο 2018), Η αισθητική της ιθαγένειας, (Παρέμβαση 2001), ενώ ασκεί κριτική από τις στήλες της εφημερίδας Αυγή, των περιοδικών Παρέμβαση, The Books’ Journal και το ιστολόγιο Τοις Εντευξομένοις. |
Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, πλην του μυθιστορηματικού αυτόπτη μάρτυρα και αφηγητή, στον οποίο θα αναφερθώ παρακάτω, έχουν πλαστεί από τον συγγραφέα ως απλοί άνθρωποι, με όλες τις πιθανές ανθρώπινες ανάγκες και αδυναμίες, που δεν εξαερώνονται μέσα στην οποιαδήποτε υψιπετή ιδεολογική διάσταση. Κουράζονται, βαρυγγομούν, πεινούν, διψούν, τσαλαβουτάνε μέσα στη λάσπη, τσουρουφλίζονται από τους καύσωνες, μουσκεύονται ως το κόκκαλο από τη βροχή, νοσταλγούν το χωριό τους, την προηγούμενη ζωή τους, προσπαθούν να μάθουν τι απέγιναν οι δικοί τους, η σεξουαλική στέρηση δύο χρόνων στα βουνά, οδηγεί έναν από αυτούς στον βιασμό μιας χωριατοπούλας, με επιτίμιο την εκτέλεσή του από τον Καπετάνιο, και βέβαια αρχίζουν ολοένα και περισσότερο, να διερωτώνται για ό,τι πράττουν ή έχουν ήδη πράξει, να αμφισβητούν για την σκοπιμότητα της ατέλειωτης αυτής πορείας, του πολέμου στον οποίο συμμετέχουν. Λέει ο μπάρμπα-Μήτσος:
«Λύσσαξε ο ντουνιάς. Μέθυσε απ’ το αίμα. Η ζωή έγινε πολύ φτηνή». Λέει ο Μηνάς: «Ο πόλεμος με πάγωσε. Τι νομίζεις; Όλ’ κουρνιαχτός θα γίνουμε». Λέει ο ένας στον άλλο σιγά να μην ακούσει ο Καπετάνιος: «Κουφαθήκαμε Ζιώγα. Στραβωθήκαμε και δε βλέπουμε το δίκιο. Να δεις πως στο τέλος θα χαλαστούμε».
Ο συγγραφέας τονίζει έτσι το χάσμα που όσο συνεχίζεται η πορεία δημιουργείται ανάμεσα στα μέλη της ομάδας και στον Καπετάνιο, ο οποίος σαν να έχει πλέον αποσπαστεί από τον πραγματικό κόσμο και ταξιδεύει σε έναν άλλο ονειρικό, που βρίσκεται κάπου στον ουρανό και τον οποίο πιστεύει ακράδαντα ότι μπορεί να τον αδράξει με τα χέρια του. Το χάσμα, τελικά, μετατρέπεται σε βαθύ γκρεμό, μετά από την προδοσία ενός από τα μέλη, στον οποίο πέφτουν όσοι και όσες από την ομάδα απομένουν, εκτός από τον αφηγητή.
Ο Καραγιάννης επιχειρεί, με διάμεσο το Μάρκο Ζάβαλη, ένα άλμα προς τα πίσω για να συνδέσει την ιστορία του –που είναι κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας– με τους, έμπλεων συμβολισμών, αρχαίους μύθους και να καταδείξει το απροσμέτρητο διαχρονικό βάθος των εμφύλιων σπαραγμών και των απάνθρωπων επιπτώσεων τους.
Ωστόσο το πιο τραγικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, πιστεύω, ότι είναι ο Καπετάνιος Μάρκος Ζάβαλης. Το πώς ο συγγραφέας διαχειρίζεται την περίπτωσή του, τόσο μέσα στην ομάδα, όσο και σε σχέση με τα γενικότερα ιστορικά συμφραζόμενα, δίνει άλλες διαστάσεις στο μυθιστόρημα, και δεν περιορίζεται είτε σε γνώριμα ιδεολογικά δίπολα, είτε στη δοκιμασία της πορείας προς τον θάνατο, είτε στις αντιθέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στην ομάδα και τον αρχηγό τους, είτε στο τραύμα που αφήνει πίσω του ο συγκεκριμένος εμφύλιος.
Προχωρώντας σε μια εξαιρετική συμπύκνωση όλων των παραπάνω, ο Καραγιάννης επιχειρεί, με διάμεσο το Μάρκο Ζάβαλη, ένα άλμα προς τα πίσω για να συνδέσει την ιστορία του –που είναι κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας– με τους, έμπλεων συμβολισμών, αρχαίους μύθους και να καταδείξει το απροσμέτρητο διαχρονικό βάθος των εμφύλιων σπαραγμών και των απάνθρωπων επιπτώσεων τους. Ο Ζάβαλης πυροβολείται εν ψυχρώ από τον αδελφό του, που ονομάζεται Αχιλλέας, ενώ δεν επιτρέπεται στην αδελφή του, που ονομάζεται Ανδρομάχη, να πάρει τη σορό του και να τη θάψει. Ο Ζάβαλης τελικά περνάει και ο ίδιος στη λαϊκή μυθολογία, νήμα που τη συνδέει με την αρχαία προπατόρισά της.
Και ποιος τελικά διηγείται αυτήν την ιστορία; Ποιος «φοράει» το μυθιστορηματικό προσωπείο του συγγραφέα; Ποιον χρίζει αφηγητή αντ’ αυτού και του αναθέτει «σαν ξόρκι» να αφηγηθεί τις ιστορίες που τριγυρνούσαν στην περιοχή της καταγωγής του; Τον πιο αθώο και άγνωρο της ομάδας, τον μοναδικό επιζώντα, τον νεαρό που ανεβαίνει στο βουνό, «όχι γιατί ήθελα το χρήμα μα η αξιοπρέπεια του ανθρώπου να είναι η δωρική κολόνα που κρατάει τον κόσμο... γιατι με την πράξη και όχι με λόγια θα χάραζε η καινούργια μέρα της Ιστορίας» όπως διαβάζουμε ότι στοχάζεται. Αυτόν θέλει ο συγγραφέας να συμμετέχει μεν στην πορεία της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα να την περιγράφει, να παρατηρεί, να αφουγκράζεται, και να καταγράφει στο μυαλό του τις αντιφάσεις των μελών της, τις αμφιταλαντεύσεις τους, μα περισσότερο να παρακολουθεί τον, ήδη ξακουστό, Καπετάνιο-Δάσκαλο, περνώντας από τον αρχικό θαυμασμό προς αυτόν, στο στάδιο του αναστοχασμού, και στη συνειδητοποίηση της τραγικότητας και της ματαιότητας ολόκληρου του εγχειρήματος, στο οποίο θέλησε να συμμετάσχει. Ο αφηγητής τελικά, αφενός γίνεται η μνήμη της ομάδας, και αφετέρου, ακριβώς λόγω αυτής της μνήμης, ενηλικιώνεται, την ξορκίζει και μας την επικοινωνεί.
Ο Καραγιάννης επέλεξε για το μυθιστόρημά του τη δωρικότητα, τη λιτότητα και το ευθύβολο της γραφής όταν περιγράφει την πορεία της ομάδας καθώς και τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκειά της, η γραφή του όμως διαφοροποιείται όταν αφήνει την φύση να κατακλύσει και να χρωματίσει με τους αέναους, εναλλασσόμενους χρωματισμούς της τις μυθιστορηματικές σελίδες. Χωρίς διάθεση υπερβολής, ο συγγραφέας κυριολεκτικά «ζωγραφίζει» με λέξεις τη φύση έτσι ώστε να τονίζεται ακόμη περισσότερο η αντίθεση: Φύση=Ζωή, Πορεία=Θάνατος. Η συμβολική παρουσία του Λύκου εντείνει ακόμη περισσότερο αυτήν την αντίθεση. Εν τέλει, ένα δυνατό μυθιστόρημα, υψηλών τάσεων και εντάσεων, μυθιστόρημα δοκιμασίας, συνειδητοποίησης και μνήμης. Ένα μυθιστόρημα-ξόρκι.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πάντα θα γυρίζουν τα πράγματα» είπε συνεχίζοντας την κουβέντα από κει που είχε κοπεί, και φύσηξε τον καπνό. «Μέχρι ο κεραυνός να γκρεμίσει τα έργα του ανθρώπου».
Μίλαγε με βλέμμα απλανές. Σαν να τα ’βλεπε γραμμένα στους κόμπους του σκοταδιού. Ύστερα πέταξε το ελατοκλώναρο που κράταγε στο χέρι και έγειρε απαλά την πλάτη στο δροσερό χορτάρι. Ανάσκελα παρατηρούσε τα χιλιάδες κίτρινα αστέρια καρφωμένα στον σκοτεινό ουράνιο θόλο, που τρεμόπαιζαν ασθενικά στην ανεξιχνίαστη απεραντοσύνη του σύμπαντος. Ο τόνος της φωνής του είχε μια βεβαιότητα, που νόμιζες πως με μια έφοδο στον ουρανό θα μπορούσε να τα αδράξει στα χέρια. Στον αέρα ευωδίαζε η μυρωδιά του μελισσοβότανου. Ανασηκώθηκε κι ακούμπησε στον αριστερό αγκώνα. Στο βάθος, πίσω από μια συστάδα κοντοέλατων, πρόβαλε νυχοπατώντας η μαύρη φιγούρα ενός μοναχικού λύκου. Σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε. Γυρίσαμε όλοι προς το μέρος του. Τα μάτια του για μια στιγμή γυάλισαν στην αστροφεγγιά. Σωπάσαμε. Σαν να βλέπαμε τη δική μας μοίρα στον καθρέφτη των ματιών του.