
«Όλοι όσοι χρησιμοποίησαν το μοτίβο της πορείας κατέθεσαν άμεσα ή έμμεσα κι ένα λιθαράκι αναστοχασμού στο αφήγημα του σωστού και δίκαιου αγώνα, υιοθετώντας νέα βλέμματα κι υποδεικνύοντας αναθεωρητικά πρίσματα στην παλαιότερη κομματική ορθότητα»: σκέψεις με αφορμή το μοτίβο της «πορείας» όπως αποτυπώνεται σε γεγονότα της περιόδου 1946-1949. Κεντρική εικόνα: «Η κάθοδος των εννιά» (1984), σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπαχά.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Μπορούμε να πάμε πολύ πίσω, λ.χ. στο διήγημα του Σπύρου Πλασκοβίτη «Πορεία στη νύχτα» (1948), που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», αλλά ας ξεκινήσουμε από την Κάθοδο των εννιά (περ. «Εποχές», Σεπτέμβριος 1963) του Θανάση Βαλτινού και μέσω του Κιβωτίου (1975) του Άρη Αλεξάνδρου να φτάσουμε στο σήμερα. Βασικός άξονας αυτής της γραμμής πεζογραφημάτων είναι το μοτίβο της «πορείας», καθώς μια σειρά από μυθιστορήματα που πραγματεύονται τα γεγονότα της περιόδου 1946-1949 σκηνοθετούν μια ομάδα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, που με δυσκολίες και απώλειες προχωρά στον ορεινό όγκο της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η Κάθοδος των εννιά τοποθετείται στα 1949, όταν ο Δημοκρατικός Στρατός ηττάται στον αδελφοκτόνο Εμφύλιο, κι εννέα αντάρτες με αρχηγό τον Νικήτα προσπαθούν μέσα από τους ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου να βρουν τη σωτηρία στη θάλασσα. Τελικά, οι οκτώ σκοτώνονται και ο τελευταίος, ο αφηγητής της περιπέτειας, παραδίδεται. Στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, αντίστοιχα, ο χρόνος τοποθετείται εμφανώς στα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά το σκηνικό και τα γεγονότα ανάγονται σε ένα άτοπο συμβολικό επίπεδο. Πάλι ένας επιζών, που έχει συλληφθεί –χωρίς να ξέρει αν αυτό έγινε από τους αντιπάλους ή από τους δικούς του–, εξιστορεί την αποστολή που είχε αναλάβει η ομάδα του να μεταφέρει ένα κιβώτιο από μία πόλη σε μια άλλη. Τελικά όλοι σκοτώθηκαν, εκτός από τον ίδιο, που οδήγησε τελικά το κιβώτιο στον προορισμό του, ένα κιβώτιο ωστόσο που εντέλει αποδείχθηκε άδειο.
Ο Γιώργος Λίλλης στα Ίχνη στο χιόνι (Μεταίχμιο, 2012) αφήνει πάλι έναν αυτόπτη μάρτυρα μιας από αυτές τις ορεινές πορείες να μιλήσει, χρόνια μετά, στον ερευνητή που του παίρνει συνέντευξη. Ο αφηγητής, ονόματι Περικλής, θυμάται ότι παιδί πορεύθηκε μέσα από τα κακοτράχαλα βουνά με προορισμό τη Λαμία, ενώ στον δρόμο του συνάντησε περιφερόμενες ομάδες ανταρτών, που πολεμούσαν όχι μόνο τον εχθρό, αλλά και την πείνα ή το κρύο. Στο Χιόνι των Αγράφων (Κίχλη, 2021) ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης αφορμάται από την πραγματική πορεία της Ταξιαρχίας των Αόπλων της Ρούμελης, η οποία συγκροτήθηκε το 1948 στη Βράχα των Αγράφων υπό την ηγεσία του Γιώργη Βοντίτσου (ή Γούσια), για να εξιστορήσει τη διέλευσή της μέσα από φιλικά και εχθρικά εδάφη, ώσπου να φτάσει λειψή κι αποδεκατισμένη στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στα βουνά του Γράμμου. Και φέτος ο Μάκης Καραγιάννης στο Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται (2023) αφηγείται την ανάβαση μιας ομάδας Κομμουνιστών υπό την αρχηγία του δάσκαλου Μάρκου στα βουνά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, μια ανάβαση που θα τους εξοντώσει έναν έναν, είτε από εχθρικά είτε από φίλια πυρά.
Η πορεία είναι ο βασικός άξονας, όπως φάνηκε από τις υποθέσεις των μυθιστορημάτων, μια πορεία σε γκρεμώδη και δύσβατα μέρη, ένας χρονότοπος που υποβάλλει τις σκληρές συνθήκες μέσα στο κρύο, την πείνα, τις κακουχίες και φυσικά την έκθεση στις επιθέσεις του κυβερνητικού στρατού ή των παρακρατικών.
Αν δούμε τη γενική εικόνα που σχηματίζουν τα κείμενα, παρά τις διαφορετικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται, θα καταφέρουμε να συλλάβουμε τα κοινά σημεία και τα αντίστοιχα «γιατί» που θέτουν. Η πορεία είναι ο βασικός άξονας, όπως φάνηκε από τις υποθέσεις των μυθιστορημάτων, μια πορεία σε γκρεμώδη και δύσβατα μέρη, ένας χρονότοπος που υποβάλλει τις σκληρές συνθήκες μέσα στο κρύο, την πείνα, τις κακουχίες και φυσικά την έκθεση στις επιθέσεις του κυβερνητικού στρατού ή των παρακρατικών. Ο αγώνας είναι μια δυσκολοδιάβατη προσπάθεια που φέρνει πόνο αλλά και απώλειες.
![]() |
![]() |
Στα νεότερα κείμενα, όπως στο μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη, το αντιπολεμικό κλίμα είναι εμφανές. Ο εχθρός είναι πάντα παρών, ορατός ή εννοούμενος, αλλά περισσότερο η ίδια η δίνη της Ιστορίας και ο πόλεμος, που αλέθει ζωές, καταστρέφει την ομαλότητα και προκαλεί πόνο, οδύνη και αναστάτωση, δέχεται μέσα από τα γεγονότα και τα σχόλια των πρωταγωνιστών πυρά. Η πορεία αναδεικνύει τον θάνατο, τις δυσκολίες, τα δεινά ενός αδελφοκτόνου πολέμου, ενός πολέμου που πάντα είναι αιμοβόρος και αποκτηνωτικός.
Η πορεία, σε όλα τα παραπάνω βιβλία, θεωρητικά έχει έναν προορισμό για τους αντάρτες, άλλοτε ως εκούσιο στόχο και κίνητρο της πεζοπορίας τους κι άλλοτε ως επιβεβλημένη διαταγή στην οποία πρέπει κατ’ ανάγκη να υπακούσουν. Γι’ αυτό συχνά ο προορισμός δεν καταξιώνεται στην ψυχή τους και στην πράξη, με αποτέλεσμα να αιωρείται η ιδέα ότι πρόκειται για μια πορεία άσκοπη, κενή νοήματος και ουσίας. Πιο πολύ περιφέρονται παρά κατευθύνονται, αφού όλο αλλάζουν δρόμο είτε λόγω των δυσχερειών που συναντάνε είτε λόγω των άνωθεν εντολών, όλο κάνουν κύκλους ή παρακάμψεις, όλο βαδίζουν στο πουθενά.
Η πορεία, σε όλα τα παραπάνω βιβλία, θεωρητικά έχει έναν προορισμό για τους αντάρτες, άλλοτε ως εκούσιο στόχο και κίνητρο της πεζοπορίας τους κι άλλοτε ως επιβεβλημένη διαταγή στην οποία πρέπει κατ’ ανάγκη να υπακούσουν.
Αυτή η ματαιότητα, που κορυφώνεται πολύ εύγλωττα στο άδειο κιβώτιο του Αλεξάνδρου, ενισχύεται στη συνείδηση του αναγνώστη από τον σταδιακό αποδεκατισμό της εκάστοτε ομάδας, τα μέλη της οποίας σκοτώνονται τελικά χωρίς λόγο (;), όσο κι αν πιστεύουν ότι θα γίνουν σπόρος που θα φυτρώσει σε μια καλύτερη πατρίδα. Η ιδεολογία τους δεν είναι πάντα ικανή συνθήκη καταξιώσης της αιματηρής πορείας, αφού κι η ίδια δεν είναι αλάθητη και αναμφίβολα ιδανική. Ο ένας που τελικά κάθε φορά επιζεί καλείται να διαχειριστεί τη μνήμη, τις ελπίδες και τις ψευδαισθήσεις του(ς), να ερμηνεύσει την πορεία και να καταξιώσει τον αγώνα, με όλες τις (α)βεβαιότητες που κουβαλά και τις αναθεωρήσεις που κάνει.
Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε την αμφιβολία για την ορθότητα των άνωθεν διαταγών. Αυτές οι αντιρρήσεις έχουν δύο σκέλη. Από τη μία, αμφισβητούνται τα αποτελέσματα των εντολών της ηγεσίας, αφού συχνά αυτές οδηγούν σε λανθασμένες επιλογές, που στοιχίζουν σε δυνάμεις και σε ανθρώπινες ζωές. Από την άλλη, τίθεται εν αμφιβόλω –με τη ματιά του Αριστερού που δεν συγκατατίθεται στο κομματικό αλάθητο– όλη η δημοκρατικότητα της συλλογικής προσπάθειας, η οποία, μολονότι στηρίζεται στο εμείς και στο σύνολο, γίνεται άλλοτε ακούσια κι άλλοτε εκούσια ένα είδος αυταρχικής διακυβέρνησης από τον στρατιωτικό ή πολιτικό αρχηγό.
![]() |
![]() |
![]() |
Όλοι όσοι χρησιμοποίησαν το μοτίβο της πορείας κατέθεσαν άμεσα ή έμμεσα κι ένα λιθαράκι αναστοχασμού στο αφήγημα του σωστού και δίκαιου αγώνα, υιοθετώντας νέα βλέμματα κι υποδεικνύοντας αναθεωρητικά πρίσματα στην παλαιότερη κομματική ορθότητα: το κιβώτιο είναι άδειο, ο Γούσιας ενσαρκώνει την αυταρχική εξουσία, ο αρχηγός Μάρκος, παρότι μπορεί να θεωρηθεί ήρωας, προβαίνει σε αμφιλεγόμενες πράξεις κ.λπ. Τα λάθη της πορείας ξεκινούν από τον ίδιο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της συνολικής αποστολής, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο το οικοδόμημα της αριστερής παράταξης έχει στηθεί. Ίσως μακροπρόθεσμα όλα ξεκινάνε στραβά από τον Στάλιν και τον βραχίονά του στην Ελλάδα Ζαχαριάδη, οι οποίοι οδήγησαν χιλιάδες ιδεολόγους σε έναν πόλεμο που, μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945 και το μοίρασμα του κόσμου (με την Ελλάδα να εντάσσεται στο Δυτικό μπλοκ, σύμφωνα με τις δυτικές πηγές), θα έπρεπε να μοιάζει μάταιος.
Η πορεία είναι ο ίδιος ο αγώνας, που φυσικά έχει στόχο, τη δημιουργία της «Ελεύθερης Ελλάδας», με δικαιοσύνη και ταξική ισότητα. Είναι μια πορεία ανιδιοτελής, όπου οι απλοί κομμουνιστές διαπνέονται από αγνές αξίες και ιδανικά, πιστεύουν στην πάλη, συντάσσονται με τις δυνάμεις που επιχειρούν με τα όπλα να ανατρέψουν την κατεστημένη δεξιά ιδεολογία και το αστικό κράτος. Τα μυθιστορήματα που προανέφερα αναδεικνύουν όλο αυτό το «πιστεύω», αλλά παράλληλα υποδεικνύουν συνεκδοχικά ότι η πορεία δεν έφερε αποτέλεσμα, όχι μόνο εξαιτίας της άνισης κατανομής των δυνάμεων μεταξύ των Δεξιών και των Αριστερών, αλλά και λόγω των κενών, των σφαλμάτων και των ιδιοτελών κινήσεων στο εσωτερικό της κομμουνιστικής παράταξης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).