
Για το μυθιστόρημα του Peter Handke «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» (μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Gutenberg).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στο Έγκλημα και τιμωρία ο φοιτητής Ρασκόλνικοφ δολοφονεί τη γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα και την ετεροθαλή της αδερφή. Και στους Αδελφούς Καραμάζοφ βρίσκεται δολοφονημένος ο πατέρας, ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Οι φόνοι στα μεγάλα αυτά μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι είναι σαν πέτρες που ρίχνονται στο νερό και οι κύκλοι, έπειτα, απλώνονται ως τις όχθες της λίμνης. Όταν ο απολυμένος Γιόζεφ Μπλοχ στραγγαλίζει την ταμία του κινηματογράφου στο μυθιστόρημα Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (1970) του Πέτερ Χάντκε, ο στραγγαλισμός διαπράττεται έτσι, παρεμπιπτόντως, γιατί τίποτα δεν έχει νόημα, άρα μπορεί ο φόνος εξίσου να διαπραχθεί ή όχι, δίχως να έχει κάποια σημασία – σαν πέτρα που ρίχνεται στο νερό και η επιφάνεια παραμένει, παρ’ όλα αυτά, ολότελα ακύμαντη. Να πώς περιγράφεται τούτη η σκηνή του φόνου: «Και ξαφνικά την έπνιξε. Την έσφιξε με τόση δύναμη, που η κοπέλα δεν πρόλαβε ούτε καν να το πάρει γι’ αστείο. Έξω στο διάδρομο ακούστηκαν φωνές. Ο Μπλοχ πανικοβλήθηκε. Πρόσεξε ότι από τη μύτη της άρχισαν να τρέχουν ζουμιά. Βόγγηξε. Ο Μπλοχ άκουσε κάτι σαν σπάσιμο. Λες και χτύπησε μια πέτρα κάτω από ένα αυτοκίνητο που έτρεχε σε ανώμαλο δρόμο. Σάλια άρχισαν να στάζουν στο μουσαμά του πατώματος».
Και, όταν αργότερα στην περιπλάνησή του, ο Μπλοχ βρίσκει ένα πνιγμένο αγόρι που έχει χαθεί και το αναζητούν, η σκηνή περιγράφεται με την ίδια κυνική αποστασιοποίηση: «Για κάμποση ώρα το κοίταζε, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στην ύπαρξή του, λες και η συνείδησή του είχε μεταμορφωθεί σε τυφλή κηλίδα. Όμως τελικά, όπως σε κάποιο κωμικό φιλμ ο ήρωας ανοίγει αφηρημένα ένα κιβώτιο ενώ συνεχίζει να φλυαρεί κι άξαφνα κοντοστέκεται και γυρίζει έντρομος προς αυτό, είδε μπροστά στα μάτια του το πτώμα ενός παιδιού».
Η αυτιστική αποσύνδεση του Μπλοχ απ’ ό,τι τον περιβάλλει και του συμβαίνει, αποδίδεται από τον Χάντκε με τη χρήση πολλαπλών, αντίστοιχα «αυτιστικών» τεχνικών στη γραφή.
Η αυτιστική αποσύνδεση του Μπλοχ απ’ ό,τι τον περιβάλλει και του συμβαίνει αποδίδεται από τον Χάντκε με τη χρήση πολλαπλών, αντίστοιχα «αυτιστικών» τεχνικών στη γραφή. Με σύντομες προτάσεις της Α’ Δημοτικού, όπως: «Ο Μπλοχ, όρθιος, παράγγειλε μια μπίρα. Η σερβιτόρα έφερε μια καρέκλα από το τραπέζι. Ο Μπλοχ πήρε τη δεύτερη καρέκλα από το τραπέζι και κάθισε. Η σερβιτόρα πήγε πίσω από τον πάγκο. Ο Μπλοχ ακούμπησε τα χέρια του επάνω στο τραπέζι. Η σερβιτόρα έσκυψε για ν’ ανοίξει το μπουκάλι. Ο Μπλοχ έσπρωξε το σταχτοδοχείο. Η σερβιτόρα πήρε καθώς περνούσε ένα σουβέρ από ένα άλλο τραπέζι […]». Με απανωτή επανάληψη της ίδιας «ιδέας» σε ολωσδιόλου διαφορετικά μεταξύ τους συγκείμενα, όπως για παράδειγμα της ιδέας των «μυρμηγκιών» όταν «Το μπουκάλι έπεσε […] κάνοντας να πεταχτούν έξω τα μυρμήγκια […] που βρίσκονταν στα σαπισμένα αχλάδια […]» και λίγο παρακάτω «Το κεφάλι του ήταν γεμάτο μυρμήγκια», ή η ιδέα του «αόρατου» στις δύο συνεχόμενες προτάσεις: «Όταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, δεν φαίνονταν μέσα στα καμπαναριά τους. Ένα αεροπλάνο πετούσε τόσο ψηλά από πάνω του, που ήταν αδύνατο να το διακρίνεις». Με την αποσύνδεση, στις λέξεις που περιγράφουν ως και τα πιο κοινά αντικείμενα –τραπέζι, μαχαίρι, καρέκλα, παράθυρο–, του σημαίνοντος από το σημαινόμενο. Με την παράθεση κινήσεων και συμβάντων, χωρίς φυσικά «περάσματα» ανάμεσά τους, που θα έδιναν μια αφηγηματική ροή, και με την αίσθηση, έτσι όπως καθετί συμβαίνει ξεκομμένο από καθετί άλλο, ότι στη θέση του θα ήταν δυνατό να συμβεί κι οτιδήποτε άλλο. Θα μπορούσε να συνεχίζεται επί μακρόν η απαρίθμηση των τρόπων που μετέρχεται ο συγγραφέας για να υπονομεύσει την ιστορία του –διατηρώντας εντούτοις την επιφανειακή όψη μιας ιστορίας– και την έννοια των φράσεών του, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιεί σουρεαλιστικά τρικ, αλλά μόνο με τη δημιουργία μιας συνολικής λοξής, έκκεντρης αφήγησης απαρχής μέχρι τέλους.
Στην «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», ο Χάντκε γίνεται τελικά ο αποκρουστικός κήρυκας μιας ακαταπράυντης απουσίας οποιουδήποτε νοήματος.
Σε μια συνέντευξή του, που υπάρχει ως επίμετρο στο βιβλίο, ο Χάντκε (αφού δηλώσει την περιφρόνησή του για τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία ή τον Προυστ) λέει: «Το μοντέλο είναι ο Κάφκα. Ο Κάφκα θα μείνει το μοντέλο του αιώνα». Όμως στα έργα του Κάφκα, στην παγίδευση του ατόμου στον ιστό ενός ακατανόητου κόσμου, ο αναγνώστης νιώθει μολαταύτα τις υπερβολικές ασταμάτητες ταλαντώσεις μιας πολύ ευαίσθητης χορδής. Ο Γιόζεφ Μπλοχ στον Τερματοφύλακα δεν είναι παγιδευμένος, γιατί μια παγίδα είναι κάτι που κάπως ορίζεται, άρα έχει κάποιο νόημα. Έτσι, πολύ ορθά, αφού πρώτα εκφράζει το θαυμασμό του για τον Κάφκα, ο Χάντκε συμπληρώνει: «Το μοναδικό πράγμα που με ενοχλεί είναι το ότι θέλει να παριστάνει πάντα το θύμα».
Ο άνθρωπος, νοηματοδοτώντας τον κόσμο, τον εξανθρωπίζει κι εξανθρωπίζεται ο ίδιος. Αυτό το ρόλο παίζουν οι ιστορίες. Στην Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, ο Χάντκε γίνεται τελικά ο αποκρουστικός κήρυκας μιας ακαταπράυντης απουσίας οποιουδήποτε νοήματος.
* Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την ταινία του Wim Wenders «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» (1972).
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι
Peter Handke
Μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης
Gutenberg 2017
Σελ. 184, τιμή εκδότη €13,00