
Για τη συλλογή διηγημάτων του Αγαθοκλή Αζέλη «Στις μυλόπετρες του χρόνου» (εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα: Οικογένεια αρχιτσέλιγκα Ιωάννη Σ. Μπαρμπαρούση, Βλάστη 1922. (αρχείο Μπαρμπαρούσης Γ.)
Γράφει ο Μιχάλης Πιτένης
Ό,τι απέμεινε, λίγο, φθαρμένο, θαμπό, σχεδόν σβησμένο. Μνήμη που πάσχισε να κρατηθεί από στόμα σε στόμα, που ξεκίνησε με σιγανή φωνή πριν καταλήξει ψίθυρος, ανεπαίσθητο θρόισμα των χειλιών, λέξη που πριν ακουστεί χάθηκε. Έπιπλο πολυκαιρισμένο, διαλυμένο, σκεύος σπιτικό που δεν αναγνωρίζεται πια, μερικά ασκεπή πετρόκτιστα ντουβάρια που ανάμεσα τους δεν λυσσομανάν πια οι χειμώνες αφού και ο καιρός ημέρεψε μη έχοντας πλέον κανέναν να τα βάλει και ανθρώπους να δαμάσει.
Σημάδια λιγοστά, πρέπει να ψάξεις πολύ για να τα βρεις, ο χρόνος δεν χαρίζεται, δεν λυπάται, δεν στέκεται.
Στα μεγάλα βλαχοχώρια, τη Σαμαρίνα, το Περιβόλι, το Λιβάδι, τη Βοβούσα, που τα καλοκαίρια βουλιάζουν από κόσμο, λίγοι μιλούν πια τη γλώσσα που τους δένει με το παρελθόν, άνδρες μιας ηλικίας τραβηγμένοι σε μια γωνιά των καφενείων, γυναίκες που φεύγουν με το που σχολνάει η εκκλησία με το αντίδωρο στο χέρι και τρέχουν στο σπίτι να βάλουν το μπρίκι στη φωτιά και να ετοιμάσουν το γλυκό του κουταλιού. Στην πλατεία, στο Χάνι, απ’ τους νεότερους κανένα «λα φράτε» (σ.σ. αδερφέ) ακούς, ίσα για να υπάρχει η αίσθηση πως το παρελθόν βρίσκει τόπο στο παρόν κι ίσως καταφέρει να φτάσει, έστω και αγκομαχώντας, μέχρι το μέλλον.
Στα μικρά όμως; Εκεί που οι πέτρες αγρίεψαν και πληγώνουν το απρόσεκτο πόδι κι η αγριάδα έφραξε μονοπάτια και έπνιξε αυλές, μόνο σιωπή. Σιωπή που λες και κάποιος την επέβαλε ως ύστατο φόρος τιμής για όσους και όσα έφυγαν. Σημάδια λιγοστά, πρέπει να ψάξεις πολύ για να τα βρεις, ο χρόνος δεν χαρίζεται, δεν λυπάται, δεν στέκεται. Αν φτάσεις μέχρι εκεί, αλλά και γιατί να φτάσεις; – η πινακίδα μέταλλο σκουριασμένο, ξεφτισμένο, παράταιρη, ξένο σώμα στις πλαγιές όπου το ίχνος κάποτε βαθύ, και τώρα χώμα που θαρρείς και ποδάρι δεν το πάτησε ποτέ.
Ήχος που όλο και ξεμακραίνει
Οι Έλληνες βλάχοι δεν κατοικούν πια στις αετοφωλιές και στα οροπέδια δεν αντιλαλούν κουδούνια και βελάσματα μυριόστομων κοπαδιών. Κι η γλώσσα τους, θαρρείς ίδιο σχοινί που κρατούσε τον έναν κοντά στον άλλο, κι όλους μαζί εκεί στα ορεινά, ήχος που όλο και ξεμακραίνει μέχρι να χαθεί στα χαμηλωμένα σύννεφα.
Γράφει ο Αγαθοκλής Αζέλης στο κεφάλαιο Λένω (σελ.21), του βιβλίου του «Στις μυλόπετρες του χρόνου»:
«…η Λένω είδε στα είκοσι δύο της να φεύγει η τουρκική φρουρά από το ορεινό βλαχοχώρι, στα τριάντα δύο της να επιστρέφουν ανδρικά ράκη από τη μικρασιατική εκστρατεία, στα τριάντα τέσσερα να μισοχηρεύει από τον πρώτο της αρραβωνιαστικό, σφαγμένο από ληστρικό χέρι, στα τριάντα πέντε να παντρεύεται τον κουνιάδο της, στα σαράντα επτά της να τη στέλνει το καθεστώς του Μεταξά σχολείο για να μάθει ελληνικά, στα πενήντα της να εισβάλλει γερμανικός στρατός στο χωριό που δεν πατούσε άνθρωπος ούτε από τα περίχωρα, στα πενήντα έξι της να εκτοπίζεται λόγω εμφυλίου μαζί με τους συγχωριανούς στο Μέτσοβο, στα εξήντα ένα της να χάνει τον μικρό της γιο, στα εξήντα επτά της να χάνει τον πρώτο της εγγονό και στα εβδομήντα δύο τον δεύτερο, στα εβδομήντα πέντε της να φεύγει ο μεγάλος γιος με τη νύφη της εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα κι εκείνη να αναλαμβάνει τη φροντίδα τριών μικρών, στα εβδομήντα εννέα της να μεταναστεύει με τα τρία μικρά στην Αθήνα για να ενωθεί η οικογένεια. Στα ογδόντα έξι της αυτά τα κορεσμένα γαλανά μάτια έκλεισαν οριστικά στο υπόγειο διαμέρισμα και το σκευρωμένο της κορμί κατά παραγγελία επέστρεψε στη γη των προγόνων.»
Αναγορεύει έτσι τη Λένω του σε σύμβολο και σημείο αναφοράς ενός ολόκληρου λαού, των βλαχόφωνων Ελλήνων, που κατάφερε επί αιώνες να δαμάσει τη φύση στα άγρια βουνά [..]
Μέσα σ’ αυτές τις 191 λέξεις καταφέρνει να πει όσα θα χρειάζονταν πολλά κεφάλαια της ιστορίας για να τα περιγράψουν. Αναγορεύει έτσι τη Λένω του σε σύμβολο και σημείο αναφοράς ενός ολόκληρου λαού, των βλαχόφωνων Ελλήνων, που κατάφερε επί αιώνες να δαμάσει τη φύση στα άγρια βουνά, να συμβιώσει με ήμερα και άγρια ζώα, αλλά φυλλορρόησε και έχασε πολλά απ’ όσα τον χαρακτήριζαν και τον προσδιόριζαν μέσα σε λίγα χρόνια, στο διάβα του αιώνα των μεγάλων αλλαγών και ανακατατάξεων, του 20ού. Ενός λαού, με γνήσιες ελληνικές ρίζες και εθνικό φρόνημα που στο μόνο που διέφερε ήταν η γλώσσα του, μια γλώσσα δημιούργημα ιδιαίτερων καταστάσεων και συνθηκών, που προέκυψε σαν ανάγκη για να μπορέσει να εκφραστεί κατά πως τον βόλευε ένας ιδιαίτερος και διακριτός πολιτισμός, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια ακόμα ψηφίδα του μεγάλου ελληνικού πολιτιστικού ψηφιδωτού.
![]() |
Ο Αγαθοκλής Αζέλης γεννήθηκε το 1963 στη Μηλιά Μετσόβου. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή, και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Από το 1997 διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει βραβευτεί από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση αυστριακής λογοτεχνίας στα ελληνικά. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στη Λέξη, στην επετηρίδα Τρικαλινά και σε γερμανική μετάφραση στον δίγλωσσο συλλογικό τόμο 13 Schreiber schreiben. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, 2008, και Εωθινές επιγνώσεις, 2011. |
«Συλλογή διηγημάτων ή σπονδυλωτό αφήγημα», χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο του το βιβλίο του Αζέλη. Προσθέτω έναν ακόμα χαρακτηρισμό. Άλμπουμ φωτογραφιών. Φωτογραφιών που τραβήχτηκαν σε διαφορετικές εποχές, υπό ποικίλες συνθήκες και σε ξεχωριστές περιστάσεις. Σαν εκείνα τα οικογενειακά άλμπουμ που όλο και κάπου περιμένουν καταχωνιασμένα μέχρι που θα βρεθεί το χέρι που θα τα ανασύρει για να τα ξεφυλλίσει, πολλές φορές όταν πια είναι πολύ αργά καθώς όσοι θα μπορούσαν να πουν ποιος είναι πού, πότε, δεν τους συναντάμε ανάμεσα μας, εδώ και καιρό.
Άραγε, υπήρξαν ποτέ όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτιέμαι. Ο Αζέλης ανοίγει την πόρτα και μας τους δείχνει λες και φτάνουν ξανά στην πόρτα μας, κατάκοποι απ’ το δρόμο, σκονισμένοι απ’ τα δύσβατα μονοπάτια, με πρόσωπα σκαμμένα απ’ τις ρυτίδες, αλλά βαμμένα κόκκινα απ’ τον καθαρό, τον σκληρό, αέρα που φυσάει στα υψώματα. Προσωπικές αναμνήσεις, δανεικές από συγγενείς στενούς ή μακρινούς. Δεν έχει καμιά σημασία. Μετράει το συναίσθημα που νιώθεις ακόμα και αν το βίωμα είναι μια αφήγηση, μια ιστορία που κάπως κάποιος θυμάται, που παραλλάσσεται και ως ένα σημείο αλλοιώνεται απ’ τις φορές κι απ’ τα διαφορετικά στόματα που ‘χει ειπωθεί.
Τριάντα δύο φωτογραφίες τα διηγήματα του Αζέλη, ό,τι διασώθηκε αφού πέρασαν απ’ τις μυλόπετρες του χρόνου, αναθηματικές πλάκες άλλου κόσμου και άλλης εποχής, ανθρώπων που δεν έτυχαν της καλύτερης τύχης και μοίρας, ακόμα και αν δεν ζήτησαν παρά μόνο λίγα, ελάχιστα.
Με λίγες λέξεις, σχεδόν τηλεγραφικά, όπως το απόσπασμα που συμπεριέλαβα, ο συγγραφέας θυμίζει σε όσους ξέχασαν, συγκινεί όσους κάτι θυμούνται, γνωστοποιεί σε όσους δεν έτυχε ν’ ασχοληθούν πως πίσω απ’ τις επίσημες σελίδες της ιστορίας υπάρχουν πάντα όσοι και όσα, δυστυχώς, ξέμειναν σαν υποσημειώσεις, αν και θα άξιζε να χυθεί για χάρη τους αρκετό μελάνι.
Ένα βιβλίο σπονδή στη μνήμη. Μια υπενθύμιση πως όσο μακριά κι αν φτάσουμε πάντα θα μας δένει κάτι με τα βουνά που μας σμίλεψαν.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Γιαλάν Ντουνιάς» (εκδ. Γράφημα).