Για τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Τερζή «Ο παππούς στο τζάκι και άλλες ιστορίες» (εκδ. Πόλις). Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Edward Hopper «Morning Sun» (1952).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Πώς είναι το τέλος και τι υπάρχει μετά;» Αναμφίβολα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει απασχολήσει αυτό το θέμα. Κάποιοι αποφεύγουν να το συζητούν, και κάνουν σαν να μην υφίσταται. Άλλοι και μόνο στην ιδέα ότι θα έρθει αυτή η ώρα, τους πιάνει τρόμος. Κι άλλοι αποφασίζουν να μιλήσουν γι’ αυτό, να αναμετρηθούν μαζί του και να ξορκίσουν τον φόβο. Άραγε, με πόσους τρόπους μπορεί κανείς να μιλήσει για τον θάνατο; Με πόσους τρόπους μπορεί να αντιδράσει στην ιδέα του επερχόμενου τέλους; Ο συγγραφέας της συλλογής θεωρεί ότι υπάρχουν αρκετοί.
Ο καθένας και οι αντιδράσεις του
Πικροδάφνη, είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος της συλλογής. Μια μητέρα μόνη σε ένα άδειο εξοχικό, τέλος καλοκαιριού. Με μειωμένες αντοχές και εμφανή σημάδια από τη φθορά του χρόνου στο σώμα της. Γράφει ένα γράμμα στον γιο της που ζει στο εξωτερικό, και τον περιμένει να γυρίσει. Ίσως ο θάνατος να έρθει πριν από τον γιο της. Ο μόνος τρόπος για να γλυκάνει τη μοναξιά της είναι με τις όμορφες αναμνήσεις της.
Στο διήγημα που έχει δώσει και τον τίτλο στη συλλογή, ένας παππούς, ή μάλλον το πνεύμα του, παρακολουθεί τα παιδιά και τα εγγόνια του να τοποθετούν με ευλάβεια την τεφροδόχο του πάνω στο τζάκι. Όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη, τηρώντας άπαντες τους κανόνες καθωσπρεπισμού. Όταν ο γάτος με ένα σάλτο του γκρεμίζει και σπάει την τεφροδόχο και η τέφρα σκορπίζεται στον χώρο, ο παππούς είναι ο πρώτος που βάζει τα γέλια με την κωμική κατάσταση που επικρατεί.
O Δημήτρης Τερζής γεννήθηκε το 1974 στον Πύργο Ηλείας. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία από το 1998 και έχει εργαστεί σε διάφορες εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς και περιοδικά. Από το 2013 ανήκει στο δυναμικό της Εφημερίδας των Συντακτών και ασχολείται με το πολιτικό-ερευνητικό ρεπορτάζ. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Το τέλος μιας τέλειας μέρας (Ιβίσκος, 2013) και Θερισμός (Ιωλκός, 2017), καθώς επίσης και το μυθιστόρημα Η καρδιά του ελέφαντα (Ιωλκός, 2019). |
Ένας φαντάρος πηγαίνει για μικρό διάστημα στον Έβρο και ενώ αδημονεί να επιστρέψει στην Αθήνα, δεν διστάζει να μπει στη ναρκοθετημένη περιοχή για να σώσει ένα παιδί που τρέχει να ξεφύγει από τη σύλληψη. (Το τέλος που περίμενα).
Η Γιαννούλα του Κοσμά, σκηνοθετεί τον θάνατό της, θεωρώντας ότι είναι ο μόνος τρόπος για να λυθούν οι διαφορές με την αδερφή της. (Για ποιον χτυπά η καμπάνα).
Ο θάνατος αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας, είναι πάντα παρών και τελικά, είναι εκείνος που δίνει νόημα στη ζωή, είναι εκείνος που μπορεί να τη φωτίσει και να την κάνει σημαντική.
Ένας βηματοδότης, προϊόν εξελιγμένης τεχνολογίας, αποκτά φωνή. Βασικός σκοπός του είναι η διατήρηση της ζωής του ανθρώπου, στον οποίο τον έχουν εγκαταστήσει. Περιγράφει τις προσπάθειες που καταβάλει για να συνεχίσει να λειτουργεί μια καρδιά, που είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Γιατί, για το συγκεκριμένο μηχάνημα, και όχι μόνο, «η ζωή είναι το παν. Ο θάνατος είναι ένα λάθος, μια παρέκκλιση». (Παλμός).
Ο θάνατος της γάτας της, γίνεται για την Κλειώ η αφορμή για να εκραγεί ο πόνος και η συσσωρευμένη λύπη της από τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις της ζωής της. (Κυψέλη).
Μόνο αντίδοτο η θέληση για ζωή
Όλοι οι ήρωες της συλλογής ζουν σε μέρη μικρά, απομονωμένα, απόμερα. Σε μέρη που δεν έχει πολύ κόσμο, πράγμα που τονίζει περισσότερο τη μοναξιά τους. Είναι άνθρωποι που έχασαν κάποιο δικό τους και καλούνται να διαχειριστούν αυτή την απώλεια, άνθρωποι που ξέρουν ότι πλησιάζει ο δικός τους θάνατος, άλλοι που τον εύχονται ή τον προκαλούν οι ίδιοι. Μπορεί επίσης ο θάνατος που πλησιάζει να είναι συλλογικός, προδιαγεγραμμένος κι αναπόφευκτος, όπως στο Την τελευταία νύχτα του κόσμου, ή τελικά με κάποιο τρόπο να αποφεύγεται, όπως στο Εκείνο που καίγεται.
Τα περισσότερα από τα κείμενα της συλλογής, κατά δήλωση του συγγραφέα, γράφτηκαν την περίοδο του εγκλεισμού, τότε που ήταν δύσκολο και να πενθήσει κανείς. Αν και το θέμα είναι από μόνο του πολύ βαρύ, διαβάζοντας το βιβλίο δεν θλίβεσαι, δεν κάνεις μαύρες σκέψεις. Ο συγγραφέας προσπαθεί και καταφέρνει να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα, και, με χιούμορ, ειρωνεία και κάποιον σαρκασμό, καταδεικνύει ότι το σημαντικό δεν είναι ότι θα πεθάνει κανείς, αυτό ισχύει για όλους. Το σημαντικό είναι να ζήσει τον χρόνο που του απομένει. Και πάντα υπάρχει χρόνος, όσο λίγος κι αν είναι. Ο θάνατος αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας, είναι πάντα παρών και τελικά, είναι εκείνος που δίνει νόημα στη ζωή, είναι εκείνος που μπορεί να τη φωτίσει και να την κάνει σημαντική. Κι ο καθένας, ανάλογα με τον χαρακτήρα, την ηλικία ή τα βιώματά του, τον αντιμετωπίζει διαφορετικά.
Στη συλλογή είναι εμφανής η αγάπη του συγγραφέα για την ποίηση και τη μουσική, καθώς στίχοι από ένα τραγούδι ή ένα ποίημα προηγούνται κάθε διηγήματος. Η συλλογή κλείνει με ένα κείμενο πιο θεωρητικό, που εμβαθύνει στα συναισθήματα που συνδέονται με το επίμαχο θέμα, στο φόβο και στην άρνηση κατανόησης, γιατί «κατανόηση σημαίνει επίγνωση και η επίγνωση γεννάει ευθύνη». Μιλάει για τα όνειρα, που είναι το αντίδοτο στους φόβους, και για τον πανικό που σε κατακλύζει όταν νιώθεις ότι σου τελειώνει ο χρόνος που δεν ζεις. Για το πόσο ωραίο θα ήταν αν υπήρχε μια μηχανή που θα ρύθμιζε τα όνειρά σου χωρίς να συνδέονται με τους φόβους σου και θα σε έκανε να πιστέψεις ότι μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς αληθινά. Στοιχείο που συνιστά και την πεμπτουσία της ζωής.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κράτησα μια συμβουλή για το τέλος. (Τι παππούς θα ‘μουν άλλωστε, αν δεν μπορούσα να συμβουλεύω;) ο χρόνος που έχετε, μοιάζει μ’ ένα παγωτό χωνάκι. Απολαυστικό και ηδονικό σε κάθε πέρασμα της γλώσσας. Ωστόσο, μέχρι να καταλάβετε ότι έχει αρχίσει να λιώνει και πρέπει να επισπεύσετε την κατανάλωσή του, έχετε ήδη λερωθεί. Φροντίστε, τουλάχιστον, να ‘χετε πάντα μια χαρτοπετσέτα δίπλα!»