Για το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Brandy Sour» (εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα, καρτ ποστάλ που απεικονίζει το Λήδρα Πάλας (Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο, φωτογραφία του Κυρακού Ζαρταριάν, περ. 1954).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το τέταρτο βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως μετακινείται αισθητά από τα προηγούμενά της. Με την Πικρία χώρα πριν από τρία χρόνια η Κωνσταντία Σωτηρίου ολοκλήρωσε έναν κύκλο γραφής, που εστίασε στον ψυχικό κόσμο των γυναικών, όσες άμεσα ή έμμεσα βίωσαν την Τουρκική εισβολή. Στα προηγούμενα, λοιπόν, έργα της ο εσωτερικός μονόλογος, η ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης των ηρωίδων, ο βουβός και ομιλών θρήνος, το συναίσθημα που διέλυε σκόπιμα την αφήγηση, ο σπαραγμός κ.ά. κυριαρχούσαν. Τώρα, η αφήγηση παίρνει την εκδίκησή της…
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα είκοσι δύο ιστοριών
Το Brandy Sour αποτελεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα είκοσι δύο ιστοριών, οι οποίες έχουν ως κέντρο το Ledra Palace, το εμβληματικό ξενοδοχείο της Λευκωσίας, που χτίστηκε το 1949 και λειτούργησε μέχρι την εισβολή, ενώ τώρα βρίσκεται στην Πράσινη γραμμή, στην οδό Λήδρας, η οποία διχοτομεί την πόλη, τη νήσο και τις καρδιές των Κυπρίων. Οι ιστορίες με κέντρο το ξενοδοχείο αφορούν ένα πρόσωπο (ή συχνά τον αφηγητή/την αφηγήτρια μαζί με κάποιον άλλο) κι ένα ποτό (ή ρόφημα), το πρώτο να σχετίζεται με το ξενοδοχείο και το δεύτερο να σηματοδοτεί την κυπριακή κουλτούρα.
Άνθρωποι της καθημερινότητας που συνέδεσαν τη ζωή τους ή μια φάση από αυτήν με το ξενοδοχείο και την ευρύτερη ιστορία της Κύπρου.
Από τον μπάρμαν που επινόησε το brandy sour για τον γεμάτο έγνοιες βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ μέχρι τον Εβραίο αρχιτέκτονα Μπενζιόν που πίνει τσάι λεβάντα κι εμπνέεται από τα ντόπια μοναστήρια, από το γκαρσόνι που πίνει κονιάκ V.S.O.P. με τους Άγγλους, ώσπου βάζει βόμβα στο σαλόνι του ξενοδοχείου, μέχρι τον ταπεινό Τούρκο που πίνει αϊράνι και θλίβεται που η οδός μπροστά στο Μεγάλο Ξενοδοχείο έχει αποκλειστεί, κι από την αρραβωνιαστικιά που ονειρεύεται μια πολυτελή γαμήλια δεξίωση, ώσπου ο αρραβωνιαστικός της συλλαμβάνεται από τους Τούρκους κι αυτή θεραπεύει τα πρησμένα μάτια της με εκχύλισμα ζαμπούκου, έως τη γιαγιά που πουλά λικέρ κιτρομηλάκι και δεν συμπαθεί τον Νταλάρα: άνθρωποι της καθημερινότητας που συνέδεσαν τη ζωή τους ή μια φάση από αυτήν με το ξενοδοχείο και την ευρύτερη ιστορία της Κύπρου.
Τα σκηνικά που στήνει η συγγραφέας, κομμάτια ενός υπερ-σκηνικού, είναι χρονικά τοποθετημένα στη μεταπολεμική και προαττιλική εποχή. Αναδεικνύουν την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα μέσα στο πολυτελές ξενοδοχείο, όπου συνυπάρχουν οι Άγγλοι αποικιοκράτες με τους ρομαντικούς ντόπιους και οι επισκέπτες ξένοι με τους λανθάνοντες επαναστάτες. Η προβεβλημένη τρυφή και το φιλειρηνικό κλίμα εγκυμονούν εν γνώσει της συγγραφέως και του αναγνώστη την πορεία προς το σημείο 0, το σημείο στο οποίο τείνει όλη η αλυσίδα γεγονότων: από το 1960, όταν κηρύχθηκε η ανεξαρτησία του νησιού από την αγγλική κυριαρχία, μέχρι το 1974, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν και διχοτόμησαν de facto την Κύπρο. Αυτή η τριμερής κυπριακή ιστορία, η αγγλοκρατούμενη δηλαδή, η ελεύθερη και η κατεχόμενη νήσος, βρίσκει στο Ledra Palace έναν πρωταγωνιστή, ο οποίος έζησε το πρότερο φιλήσυχο και πολυτελές κλίμα, αλλά και στάθηκε ορόσημο στην Πράσινη γραμμή, που θυμίζει συνεχώς τη χρονική και τοπική διχοτόμηση. Η πορεία από την πρώτη φάση μέχρι και την τρίτη τοποθετεί τις πολλαπλές στάσεις της στο κτήριο-τοπόσημο, που συνεκδοχικά συμβολίζει τη μεταπολεμική κυπριακή ιστορία.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου δημιουργεί είκοσι δύο αλληλένδετες ιστορίες σε ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα, είκοσι δύο μαρτυρίες που περιστρέφονται γύρω από το Μεγάλο Ξενοδοχείο, σε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Μιλά συνήθως με γλώσσα ουδέτερη, αλλά έμπλεα συγκίνησης, ενίοτε με γλώσσα που πλησιάζει την ιδιοσυγκρασία καθενός από τους χαρακτήρες, του οποίου η οπτική γωνία φωτίζει το ιστορικό κτήριο αλλά και με κέντρο αυτό χαράζει έναν ευρύτερο κύκλο στην κοινωνία και την ιστορία της Κύπρου. Φαίνεται καταρχήν απλώς αφηγηματική, αλλά υποδόρια αφήνει είκοσι δύο μικρές βόμβες να περιμένουν την αντίστροφη μέτρηση, για να εκραγούν τη στιγμή που όλοι, συγγραφέας και αναγνώστες, ξέρουμε ότι είναι προδιαγεγραμμένη και ήδη τετελεσμένη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Ενδεικτικό απόσπασμα
«Κλείνει τα μάτια του και ακούει τους ψιθύρους και τους αναστεναγμούς αυτών που έζησαν και αυτών που θα γίνουν. Συνήθως τότε είναι που γεμίζει το στόμα του άφθες, που τον καταλαμβάνει το άγχος. Όταν του μιλά το σπίτι […] Το κτίριο [το ξενοδοχείο] του μιλά, αλλά για πρώτη φορά ο Χασάν ο ντουβαρτζής δεν μπορεί να καταλάβει τι θέλει. […] Θέλει να φτιαχτεί, να γεμίσει ξανά με κόσμο και να ξαναζήσει; Ή θέλει να πεθάνει; Ο Χασάν ο αγχωμένος δεν ξέρει, δεν μπορεί να καταλάβει ο χτίστης τι θέλει να του πει το μεγάλο σπίτι, κι αυτό τον αγχώνε».