
Για το μυθιστόρημα της Ιφιγένειας Θεοδώρου «Το λίγο που τελειώνει» (εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα, η Daisy Edgar-Jones ως Marianne στη σειρά «Normal People» (2020).
Γράφει η Ελένη Παπανδρέου
Δύο σημεία ορίζουν μια ευθεία. Χρειάζονται όμως τουλάχιστον τρία σημεία για να ορίσουν μια επιφάνεια και να πλέξουν το σύνθετο καμβά μιας εύθραυστης ισορροπίας. Οι σχέσεις στο βιβλίο της Ιφιγένεια Θεοδώρου Το λίγο που τελειώνει είναι τριγωνικές, έτοιμες δηλαδή να καταρρεύσουν, όταν το ένα σκέλος υποχωρεί ή κλονίζεται, ανίκανο να αντικρίσει την ίδια του την αδυναμία. Το βασικό τρίγωνο της ιστορίας είναι τρεις φίλες. Η Δέσποινα που θρηνεί το θάνατο του συζύγου της Μάνου, η Λιάνα και η Πέπη που την συνοδεύουν στο πατρικό του σπίτι με σκοπό να συγκεντρώσουν τα πράγματά του. Η καθεμία αποτελεί σημείο αναφοράς για άλλα συγγενικά τρίγωνα. Οι ρόλοι μετατοπίζονται καθώς η κόρη γίνεται σύζυγος, η μητέρα κόρη και η φίλη ερωμένη. Οι σχέσεις είναι ρευστές και οι δυνάμεις αντίρροπες. Τα επίπεδα αλληλεξάρτησης βαθαίνουν δημιουργώντας την προσμονή μιας ανέφικτης αρμονίας. Οι κινήσεις, άλλοτε απαλές και άλλοτε σπασμωδικές, διαπερνούν όλα τα σώματα των σχέσεων, δημιουργώντας την ισορροπία του τρόμου. Ένας χάρτινος πύργος από αυταπάτες οδηγεί τις ζωές σε προδιαγεγραμμένες αστοχίες. Η σκακιέρα του χρόνου τα χωράει όλα, αλλά ο θάνατος είναι αυτός που μετατοπίζει τον χαμένο χρόνο στο κέντρο της ύπαρξης.
Αντικειμενικά, ο χρόνος είναι ο καμβάς επάνω στον οποίο συντελείται το δράμα, υποκειμενικά όμως ο χρόνος συνθλίβεται από σκέψεις, μέσα στις οποίες το παρόν συνδιαλέγεται με το παρελθόν. Εκεί ο χρόνος αντικατοπτρίζει την εσωτερική αλήθεια που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν και τις επιλογές που έκαναν τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας. Η Πέπη γίνεται το άρμα που αναδεικνύει αυτή την εσωτερική διάσταση του χρόνου. Μέσα από πρωτοπρόσωπες διηγήσεις, αφηγείται χρονικά άναρχα την ιστορία της, χρωματίζοντάς την με εσωτερικούς ψιθύρους. Οι εσωτερικοί ψίθυροι δανείζονται τη «φωνή» ενός αγαπημένου προσώπου που έρχεται με λόγια βγαλμένα από το παρελθόν για να σχολιάσει το παρόν. Με αυτόν τον τρόπο η κίνηση του εξωτερικού κόσμου που αφορά στο παρόν, αντικατοπτρίζει την κίνηση του εσωτερικού κόσμου που συνδέεται με το παρελθόν.
Ένας παράνομος έρωτας, τα σαθρά θεμέλια μιας φιλίας, οι σπασμένες μητρικές σχέσεις, ένας ανύπαρκτος γάμος γίνονται το καθρέφτισμα του χαμένου χρόνου στα πρόσωπα των ζωντανών.
Όλο το βιβλίο είναι μια ωδή στο πένθος. Το πένθος δεν αφορά μόνο στον θάνατο ως σωματική απουσία αλλά και ως ψυχική απουσία, ως απουσία μιας συνθήκης ευτυχίας ή ως απουσία της μνήμης. Η Πέπη θρηνεί τη μητέρα της που έχει άνοια, η Λιάνα θρηνεί τον γάμο που δεν έκανε, ενώ και οι τρεις αυτές γυναίκες ακολουθώντας τα χνάρια του νεκρού Μάνου στον υλικό κόσμο μέσα από φωτογραφίες, ρούχα και σημειώσεις, σπάνε το καλούπι της οικειότητας για να έρθουν αντιμέτωπες με έναν άγνωστο νεκρό που αλλάζει συνεχώς πρόσωπο. Το τακτοποιημένο και οριοθετημένο σπίτι είναι ο ίδιος ο Μάνος που δραπετεύει από το θάνατο, για να βγάλει τα πτώματα από την ντουλάπα. Ένας παράνομος έρωτας, τα σαθρά θεμέλια μιας φιλίας, οι σπασμένες μητρικές σχέσεις, ένας ανύπαρκτος γάμος γίνονται το καθρέφτισμα του χαμένου χρόνου στα πρόσωπα των ζωντανών. Τα ανείπωτα πονάνε περισσότερο. Όσα δεν μοιράστηκαν είναι όσα δεν έζησαν και όσα δεν έζησαν είναι ένας απαρνημένος εαυτός, ένα φάντασμα που τρέφεται από το τετελεσμένο. Έτσι, το «ταξίδι στον τόπο των νεκρών» οδηγεί στην αποκαθήλωση της ζωής που επέλεξαν.
Επιφανειακά οι τρεις φίλες μοιράζονται τον χρόνο, όπως και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, η Δέσποινα με το Μάνο μοιράστηκε τη ζωή αλλά τελικά ο χρόνος βρίσκεται σε ξεχωριστά κουτιά για τον καθένα. Προϋπόθεση του «μοιράζομαι» είναι να χωράω τον άλλο ολόκληρο με όλη του την ιστορία και όλα του τα ψυχικά αποθέματα. Κυρίως ο θάνατος επιβεβαιώνει αυτήν τη συνθήκη, αφού για να χωρέσεις σε έναν θάνατο πρέπει να έχεις πρώτα χωρέσει στη ζωή. Μια μάνα που αρνείται να συμμετάσχει η κόρη της στον θρήνο του νεκρού άντρα-πατέρα, ένας σύζυγος που κρύβει την αρρώστια από τη γυναίκα του, ουσιαστικά αρνούνται να συνυπάρξουν με τους άλλους σε θάνατο και ζωή.
Οι ρόλοι του σήμερα είναι τα βήματα του χθες
Προτού γίνουν οι τρεις γυναίκες φίλες, μανάδες και σύζυγοι ήταν κόρες. Οι ρόλοι του σήμερα είναι τα βήματα του χθες. Αυτή η συνέχεια του χρόνου που δεσμεύει το παρόν, ενσαρκώνεται στις αρχετυπικές μητρικές φιγούρες των τριών γυναικών. Η μητέρα-παιδί αποζητά από την Πέπη την ασφάλεια που της στέρησε ο σύζυγός της. Τρέφει την κόρη της με ένα κενό που ποτέ δεν γεμίζει, απαιτώντας από εκείνη έναν πετυχημένο γάμο για να παραμείνει «ζωντανή». Αυτό το κενό θα τις καταπιεί, οδηγώντας τη μάνα στην άνοια και την κόρη στο θάνατο, δηλαδή και τις δυο στην ανυπαρξία.
Η μητέρα-νικήτρια κυριαρχεί μέσα από την τελειότητα του γάμου της, εξοστρακίζοντας την κόρη από τη σχέση με τον πατέρα που μένει αιώνια ο «άντρας της μητέρας». Η Λιάνα θα μείνει για πάντα πιστή στον πατέρα. Κανένας άντρας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο δικό του ιδεώδες, όπως και αυτή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ιδανική της μητέρα. Η τελειότητα της καίει τα μάτια. Οι γονείς πρέπει να πεθάνουν απαλείφοντας τα ίχνη τους από τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφιών τους.
Η μάνα της Δέσποινας είναι ο αιώνιος γονιός που εθίζει την κόρη στη μητρική παρουσία στερώντας της έτσι την ενηλικίωση. Επεκτείνει το προστατευτικό περίβλημα της μητρικής ταυτότητας σε όλους όσοι περιτριγυρίζουν την Δέσποινα, προκειμένου να νουθετεί και να κινεί τα νήματα στο γάμο της κόρης. Έτσι, η Δέσποινα μένει ένα αιώνιο παιδί κλεισμένο στον προστατευμένο και γι’ αυτό ψεύτικο κόσμο της μάνας.
Το σώμα βυθισμένο στην αίσθηση μιας συνεχούς απουσίας, διαφορετική για την κάθε ηρωίδα, εμμένει σε μια εξαντλητική εγρήγορση.
Τα παιδιά της Πέπης και της Δέσποινας ενσαρκώνουν το μέλλον. Ψυχικά παρόντα στον κόσμο την μητέρων τους, αρχικά καταλαμβάνουν το χώρο μιας έγνοιας που αναπαράγει την εσωτερική ανεπάρκεια των σχέσεων. Όμως όσο το βιβλίο προχωράει, η παρουσία των παιδιών μεγαλώνει, καθώς το παρελθόν αποσύρεται, αφήνοντας όλο και μεγαλύτερο χώρο στη ζωή που συνεχίζεται.
Το σώμα πάλλεται από τους κραδασμούς της ψυχής, μετατρέποντας την εσωτερική απουσία σε αρρώστια. Ο Μάνος ψιθυρίζει «Σφίξε με, σφίξε με… Να μην αντέχω αυτό τον πόνο». Μέσα από το θάνατό του καλεί γυναίκα και ερωμένη να κάνουν αυτό που δεν μπόρεσε ο ίδιος να κάνει εν ζωή, να συνυπάρξουν σε ένα σπίτι που συμβολικά ενσαρκώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Το σώμα βυθισμένο στην αίσθηση μιας συνεχούς απουσίας, διαφορετική για την κάθε ηρωίδα, εμμένει σε μια εξαντλητική εγρήγορση. Για την Πέπη επίκεντρο της αγρύπνιας είναι η απώλεια του έρωτα ως επιβεβαίωση της ύπαρξης, για τη Δέσποινα η απώλεια της ασφάλειας και της αθωότητας και για τη Λιάνα η απώλεια της μνήμης ως συνέχιση της ύπαρξης.
Καθόλου τυχαία, η συγγραφέας επιλέγει το φθινόπωρο για να πει την ιστορία της. Είναι η εποχή που το υγρό στοιχείο κυριαρχεί στην άνυδρη φύση, κουβαλώντας τον θάνατο όλων όσων είχε γεννήσει το καλοκαίρι. Το νερό συμβολικά είναι το βαθύ συναίσθημα που κατακλύζει τις τρεις γυναίκες για να τις οδηγήσει σε μία εσωτερική κάθαρση. Η βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο Πέπη καταφεύγει στο αλκοόλ, το υγρό όπου μέσα του κοιμούνται τα πνεύματα (spirit είναι το οινόπνευμα αλλά και το πνεύμα στα αγγλικά) για να κοιμίσει την αίσθηση της απώλειας. Η Πέπη και η Δέσποινα μεθούν από το ίδιο μπουκάλι βότκας. Το μπουκάλι σπάει, γιατί αν και ο πόνος είναι κοινός δεν μπορεί να μοιραστεί στα δύο. Η Λιάνα μονολογεί «Μα εδώ μέσα κολυμπάμε στις αναμνήσεις. Αυτές μας κρατάνε μαζί. Σαν αμνιακό υγρό, αλλιώς πεθαίνουμε.». Το νερό, όπως και η αγάπη, συνδέει, ξεδιψάει, γεννάει. Ο έρωτας τοποθετείται μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας ως ένα φωτισμένο καράβι. «Να κοιμηθείς μια φορά στον παράδεισό μου, να ονειρευτείς τη θάλασσα που θα σε περιμένει το πρωί…» ψιθυρίζει ο Μάνος στην ερωμένη του.
Τη στιγμή που ο θάνατος επιβεβαιώνει τη φθαρτότητα της ηρωίδας, εκείνη ανοίγει σαν λουλούδι στον ουρανό, δηλαδή σε μια υψηλότερη σφαίρα συνειδητότητας, τυλιγμένη από φως και ζεστασιά. Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ταυτόχρονα, υπονοώντας την ανυπαρξία του. Επιτέλους το λίγο τελειώνει. Όλη η σκηνή μεταφέρει την ολότητα ενός αισθήματος που χωράει τους δύο εραστές, αναβαπτίζοντας το τέλος σε αρχή. Το όνειρο ανθίζει με τα πανιά του γεμάτα από έρωτα επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκίνησε, δηλαδή στο τέλος του χρόνου.
* Η ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ είναι ποιήτρια.