Το βράδυ, πριν από τα μεσάνυχτα, ένα ποίημα σαν καληνύχτα. Απόψε, Φιλαδέλφειος διαγωνισμός 1886, από τη συλλογή Κρούσμα του Δημήτρη Κοσμόπουλου.
Επιμέλεια: Οράτιος
♠ ♠ ♠
[Φιλαδέλφειος διαγωνισμός 1886]
–κι η καρδούλα του κέρινη, λυώμα, κομμάτια–
με μαλλί λαδωμένο, λαμέ γραβάτες
'κει που φτύναν να γλείφουν για βραβεία και παράτες.
Βρήκε τους ποντικούς με χρυσά ματογυάλια,
ειδικούς με μεζούρα, τρυπάνι, τανάλια
να πατούν την ψυχή του, να κλαδεύουν βλαστάρια,
να μαραίνουν ανθούς, να θερίζουν κλωνάρια.
«Τούτος φέρνει ανέμους, τούτος είναι θαλάσσιος
και μιλάει για όσους έχουν βρει μας στους τάφους
φωτός αναβρύσματα. Αγνώστου εδάφους,
μέταλλα φέρνει, οσμές. Είν' ο τρόπος του εγκάρσιος.
Δεν υπάρχει· δεν πρέπει γι' αυτόν καν να λέμε».
Βορβορώδεις σαλίγκαροι για καρριέρες μυξώδεις
που πουλάνε τη μάνα τους. Με ρήματα ευώδη,
δίδαξέ τον, Αμάραντε, εν άσμασιν, πώς κλαίμε.