Ιστορίες που «σκοτώνουν την πείνα» είναι ο υπότιτλος της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Σοφίας Μπραϊμάκου, με τίτλο «Ματάμπρε» (εκδ. Νεφέλη). Και αν η πείνα επανέρχεται, ως θεματικός άξονας σε βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου (έπειτα από το «Τέλος της πείνας», της Λίνας Ρόκου), εδώ χρησιμοποιείται θραυσματικά, πυροδοτώντας μια σειρά διηγημάτων με έξυπνο χιούμορ και ενδιαφέρουσα γραφή.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
To Mατάμπρε: Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα είναι μια συλλογή διηγημάτων με κοινή ραχοκοκαλιά: το φαγητό λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος, ως καύσιμο και ως προυστικό ευφυολόγημα το οποίο πυροδοτεί, αλλά και συνδέεται οργανικά με τις 16 ιστορίες, στις οποίες τα πρόσωπα άλλοτε κατέχουν τον ρόλο του βασικού ήρωα και άλλοτε περιδιαβαίνουν με το γνωστό χιτσκοκικό αστείο τις ιστορίες άλλων προσώπων με τα οποία διασταυρώνονται –έστω και σε διαφορετικές χωροχρονικές συγκυρίες– με την ίδια ευκολία που κι εμείς οι ίδιοι, άλλοτε έχουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της ζωής μας και άλλοτε νιώθουμε απλώς κομπάρσοι σ' αυτήν. Στα διηγήματα ο αναγνώστης θα ακούσει τους βορβορυγμούς που συμβαίνουν είτε στο στομάχι, είτε στο μυαλό των ηρώων και των αντιηρώων της διπλανής πόρτας καθώς καταβροχθίζουν το παρελθόν και προσπαθούν να χωνέψουν την ίδια τους την ύπαρξη.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όσο η γη θα γυρίζει θα γίνονται ταινίες, θα γράφονται μουσικές, θα ζωγραφίζονται πίνακες και θα δημιουργούνται έργα τέχνης. Γιατί πάντα θα υπάρχει κάτι που για τον κάθε δημιουργό εντάσσεται στη σφαίρα του ανείπωτου. Αυτό το ανείπωτο, το χιλιοειπωμένο, προερχόμενο από τα σπλαχνικά μου έγκατα, κλήθηκα από μια εσωτερική φωνή να διηγηθώ κι εγώ μεταφέροντας στο γραπτό τη ματιά, τη γλώσσα, τις δονήσεις, τη θέση και το αποτύπωμά μου απέναντι στον κόσμο. Αυτό το αποτύπωμα θεωρώ πως έχει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί αν και καταδικασμένο να κυρτώσει από το βάρος της λογοτεχνικής αυθεντίας, εντούτοις παίρνει το ρίσκο που χρειάζεται για να ανοίξει το στόμα του διάπλατα και να ακουστεί. Με φόβο, θράσος, άγνοια κινδύνου, αλλά πάντοτε φωνάζοντας τη δική του αλήθεια.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Σε μια άλλη ζωή, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα ακολουθώ ευλαβικά το πρόγραμμα του Χαρούκι Μουρακάμι: Θα σηκώνομαι στις πεντέμισι το πρωί, θα πηγαίνω για τζόκινγκ και θα κάνω χαιρετισμούς στον ήλιο για να μπορώ αργότερα να σκύβω πάνω στο κείμενο γεμάτη λογοτεχνική ευμάρεια. Για την ώρα, η διαδικασία της γραφής είναι για μένα μια υπόθεση οργανική κι ανοργάνωτη –δυστυχώς δεν κατέχω την υψηλή τέχνη των σημειώσεων– και στο τέλος, λυτρωτική. Αφού έχω κάνει ό,τι περνάει από το χέρι μου για να αναβάλλω αυτή την επίπονη διαδικασία, ενδίδω όταν έχω εξαντλήσει τις εναλλακτικές μου, όταν η ζωή μού την υποδεικνύει ως μονόδρομο και όταν βλέπω αυτό το όνειρο ότι τάχα είμαι θανατοποινίτης. Τότε πονάω ως και σωματικά από το πόσο δαπάνησα τις μέρες μου χωρίς να γράφω, από την προοπτική πως κάποιος δεσμοφύλακας μπορεί να μου το στερήσει δια παντός, ή από το πώς στέρησα εγώ η ίδια (σε ρόλο δεσμοφύλακα) τη γραφή από τον εαυτό μου. Και τότε, η μοναδική μου επιθυμία είναι όχι μόνο γράψω μια ιστορία, αλλά να γράψω την ιστορία που θα με κάνει να ξυπνήσω από τον εφιάλτη, ή έστω, θα μου δώσει την ψευδαίσθηση πως τελευταία στιγμή θα μου απονεμηθεί χάρη για την καταδίκη μου.
Το παράδοξο είναι πως στη διαδικασία αυτή και κυρίως για να μη χαθώ μέσα στις λέξεις, βοηθά η θητεία μου ως συντάκτρια και επιμελήτρια ύλης σε περιοδικά και εφημερίδες (τότε που οι δημιουργικοί άνθρωποι αμοίβονταν ακόμα αξιοπρεπώς για τις υπηρεσίες τους). Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να καταλάβω ότι αυτή η επαφή με το χτένισμα, το κόψιμο και το ράψιμο πάνω στο εφήμερο κείμενο, αν και σε αντίθετο στρατόπεδο από το λογοτεχνικό, ωστόσο, λειτούργησε για μένα σαν ένα ιδιαίτερο εργαστήρι από το οποίο έμαθα κυρίως την απόλυτα χρήσιμη τέχνη της επιμέλειας και με εμπότισε με κατανόηση για το δύσκολο έργο του διορθωτή.
Αυτό το ανείπωτο, το χιλιοειπωμένο, προερχόμενο από τα σπλαχνικά μου έγκατα, κλήθηκα από μια εσωτερική φωνή να διηγηθώ κι εγώ μεταφέροντας στο γραπτό τη ματιά, τη γλώσσα, τις δονήσεις, τη θέση και το αποτύπωμά μου απέναντι στον κόσμο. Αυτό το αποτύπωμα θεωρώ πως έχει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί αν και καταδικασμένο να κυρτώσει από το βάρος της λογοτεχνικής αυθεντίας, εντούτοις παίρνει το ρίσκο που χρειάζεται για να ανοίξει το στόμα του διάπλατα και να ακουστεί.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Εκτιμώ τον ρόλο της τέχνης σαν το αντίδοτο στο δηλητήριο του κυνισμού της εποχής, ιδίως όταν στον πυρήνα της έχει ανθρώπινα κίνητρα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και την αλήθεια που κρύβεται μέσα μας. Στη δική μου περίπτωση, η μουσική τις περισσότερες φορές λειτουργεί σαν ένα υπόκωφο χαλί που συμπορεύεται με τον παλμό των διηγημάτων μου. Σε πολλές από τις ιστορίες του Ματάμπρε μπορεί κανείς να ακούσει τα live που έχω βρεθεί και με έχουν καθορίσει με έναν παράταιρο και ετερόκλητο τρόπο. Τη συναυλία των Radiohead στο Λυκαβηττό, τα σκοτεινά μπάσα των Electrelane στο Gagarin, τον εκλεκτικό ρομαντισμό του Νιλ Χάνον, τις κιθάρες από το Europe is our Playground των Suede (το διήγημα που ονομάζεται «Βρόμικο» είναι ένας φόρος τιμής στο «underwear» των Pulp) και της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας του '90 με την οποία μεγάλωσα και έκανε τα πάντα γύρω μου να μοιάζουν φρέσκα και εντελώς πιθανά.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
«Οι προσευχές», λέει ο Σολζενίτσιν, «είναι σαν τις αιτήσεις. Ή δεν φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους ή όταν φτάσουν απορρίπτονται». Αυτό το λογοτεχνικό μότο πρέπει να είχα στο μυαλό μου όταν με άπλετο πεσιμισμό έστελνα το σώμα του κειμένου σε δυο τρεις μοναχά εκδοτικούς οίκους και έχοντας επίγνωση ότι δεν γνώριζα κανέναν από τον χώρο των εκδόσεων που θα μπορούσε να με βοηθήσει ώστε να καταλήξει στα σωστά χέρια. Ευτυχώς για μένα, η προσευχή μου εισακούστηκε από τον Περικλή Δουβίτσα, ο οποίος το διάβασε και μου άνοιξε γρήγορα την πόρτα της Νεφέλης και γι' αυτό δηλώνω ευτυχής, τυχερή και κυρίως, ευγνώμων.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Ματάμπρε
Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα
Σοφία Μπραϊμάκου
Νεφέλη 2018
Σελ. 160, τιμή εκδότη €11,00