Σκέψεις και σημειώσεις για τη σημαντική συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σουρούνη (1942-2016) «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988), με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη γέννησή του (15 Ιουνίου 1942).
Του Παναγιώτη Γούτα
Η αρχή έγινε με το μυθιστόρημα Οι συμπαίχτες (Νέα Εγνατία, 1977), στο οποίο ο Αντώνης Σουρούνης καταγράφει «τις μέρες και τα έργα» των λούμπεν προλετάριων μεταναστών στις βιομηχανικές πόλεις της άλλοτε Δυτικής Γερμανίας, για να ακολουθήσει, πέντε χρόνια μετά, η συλλογή διηγημάτων Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988). Μιλάμε για βιβλία του συγγραφέα που έχουν να κάνουν με τη ζωή των γκασταρμπάιτερ, των Ελλήνων μεταναστών της δεκαετίας του ’60, με τα άγχη και τα αδιέξοδά τους, τη φαλλοκρατία και το φιλότιμό τους, τους καημούς της ξενιτιάς και τον αγώνα για επιβίωση σε μια χώρα όπου όλα ήταν μεγάλα: τα σπίτια, οι φάμπρικες, τα εργοστάσια μπίρας, τα αυτοκίνητα, τα στήθη και τα πόδια των Γερμανίδων, η ανθρώπινη μοναξιά.
Φυσικά είχε προηγηθεί αυτών η συλλογή διηγημάτων Ένα αγόρι γελάει και κλαίει (1969), ένα βιβλίο που δεν είχε σχέση με τη μετανάστευση, αλλά με τη Θεσσαλονίκη των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και την ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς. Μετά το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης θα ακολουθήσουν κι άλλα βιβλία του Σουρούνη (διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα) μέχρι τον θάνατό του, το 2016, ενώ το μυθιστόρημά του Ο χορός των ρόδων (Καστανιώτης, 1994) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995. Ωστόσο το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης είναι, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο-σταθμός στην πεζογραφία του Σουρούνη, αφού με αυτή τη συλλογή το θέμα της μετανάστευσης φτάνει στην κορύφωσή του, ενώ ατονεί σταδιακά στα επόμενα βιβλία του.
Τα διηγήματα του βιβλίου
Ας δούμε κάπως περιληπτικά τα επτά διηγήματα της συλλογής:
Στο «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», που χάρισε τον τίτλο και στη συλλογή, ο αφηγητής ζει με την Ιωάννα στη Φραγκφούρτη. Δεν έχουν πολλά λεφτά και η Ιωάννα αρνείται μια προσβλητική δουλειά (τηλεφωνήτρια σε ροζ γραμμές) που της προσφέρει ο Ρούντολφ, φίλος του ζευγαριού. Ο τελευταίος παγιδεύεται από τον αφηγητή στην ταβέρνα «Κρήτη» σε χαρτοπαικτικές παρτίδες του παιχνιδιού «21», όπου χάνει τέσσερα χιλιάρικα.
Στο διήγημα «Ο τελευταίος του ρόλος» ήρωας είναι ο Χαρίσης, ένας σαραντάχρονος που ζει είκοσι χρόνια στη Γερμανία. Ζει με τον ξάδελφό του και την οικογένειά του, νιώθει όμως καταπιεσμένος από τη συμπεριφορά του. Είναι ο τύπος του λούμπεν ερωτύλου. Πλησίασε για μία φορά στη ζωή του το «θαύμα», όταν του έδωσαν έναν μικρό ρόλο σε μία ταινία στη Γερμανία, τα θαλάσσωσε όμως στα γυρίσματα και τον έδιωξαν. Τώρα, τα πρωινά, χτυπά κάρτα σε ξένη δουλειά.
Ακολουθεί το «“Ζητούνται νέοι ευπαρουσίαστοι”». Ο Χρηστάρας μαζί με τον αφηγητή ψάχνουν στις αγγελίες των εφημερίδων για κάποια δουλειά. Βρίσκουν, τελικώς, μια που αφορά βιβλία, πρέπει να ανακαλύπτουν συνδρομητές και η πληρωμή τους εξαρτάται από τον αριθμό των συνδρομητών που θα εγγράφουν στην επαρχία, έξω από τη Φραγκφούρτη. Στην πρώτη τους επίσκεψη μαζί με τους έμπειρους πωλητές που θα τους μάθαιναν τη δουλειά, ζουν ευτράπελες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, παρατούν τη δουλειά και χαρτοπαίζουν στο φαγάδικο «Καστοριά», βγάζοντας έτσι το μεροκάματό τους. Το διήγημα φωτογραφίζει την οικονομική και ερωτική στέρηση των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας, την περιπλάνησή τους μέσα στο κρύο προς αναζήτηση δουλειάς, ενώ οι ταμπέλες των φαγάδικων και των καφενείων, όπου αυτοί συχνάζουν, έχουν πάντα ελληνικά ονόματα.
Το διήγημα φωτογραφίζει την οικονομική και ερωτική στέρηση των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας, την περιπλάνησή τους μέσα στο κρύο προς αναζήτηση δουλειάς, ενώ οι ταμπέλες των φαγάδικων και των καφενείων, όπου αυτοί συχνάζουν, έχουν πάντα ελληνικά ονόματα.
Στο «Μια γιαπωνέζικη πυρκαγιά» αφηγητής είναι ο ίδιος ο Σουρούνης. Ζει με τη Σούζυ, που είναι Γερμανίδα και δουλεύει σε σπίτια ως μπέιμπι σίτερ. Μένουν στον τέταρτο όροφο ενός διαμερίσματος – στα χαμηλά πατώματα οι Γερμανοί, από πάνω τους μια οικογένεια Γιαπωνέζων, και πιο πάνω ένα ζευγάρι Γιουγκοσλάβων. Όταν ένα βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι, το διαμέρισμα των Γιαπωνέζων είχε πάρει φωτιά. Η φωτιά σβήστηκε και ο αφηγητής με τη φίλη του έρχονται σε στενή επαφή με την οικογένεια των Γιαπωνέζων, ενώ η Γερμανίδα ιδιοκτήτρια των διαμερισμάτων προσπαθεί να θησαυρίσει με τις ασφάλειες και τις αποζημιώσεις του γερμανικού κράτους.
Στο «Ο Λάκης μας» έχουμε την ιστορία του Λάκη με τα «μεγάλα προσόντα», που παράτησε τα γίδια και τις προβατίνες του χωριού του στην Ελλάδα για να κάνει καριέρα στη Γερμανία ως ζιγκολό.
Στο «Εργασία μήτηρ πάσης χαράς» αποτυπώνεται η εμπειρία ενός μετανάστη που έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο μπίρας στη Γερμανία.
Η συλλογή κλείνει με το «Με τον Σπύρο Χουρσούτογλου στο “Salonica Bar”». Το δίλημμα ενός εργάτη φάμπρικας της Γερμανίας να επιλέξει την όχι ιδιαιτέρων σωματικών προσόντων γυναίκα που τον αγαπάει ή τη Χέλγκα, που τον θέλει μόνο για το σεξ και είναι «δυναμίτης» στο κρεβάτι.
Χαρακτήρες που χάθηκαν μαζί με την εποχή τους
Στο βιβλίο καταγράφεται η ζωή, οι αγωνίες, η οικονομική και ερωτική δυσανεξία των Ελλήνων μεταναστών στη Φραγκφούρτη. Τα διηγήματα είναι ζωντανά, σπαρταριστά, αθυρόστομα, γραμμένα σε σχεδόν αγοραία γλώσσα –ωστόσο μια γλώσσα που, όπως και στην πεζογραφία του Γιώργου Κάτου [1] δεν ενοχλεί τον αναγνώστη–, κατά το πρότυπο του Μπουκόβσκι και με πολύ χιούμορ. Ακόμα και οι ατάκες περί έρωτος και ζωής του Σουρούνη, παραπέμπουν στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα.
Οι χαρακτήρες του Σουρούνη (ο οποίος συνεργάστηκε στα πρώτα του βήματα με το περιοδικό «Διαγώνιος») είναι απλοί, λαϊκοί, «αχάλαστοι» άνθρωποι κι έχουν το μυαλό τους μονίμως στο σεξ και στα μεροκάματα, είναι γνήσιοι στις στερήσεις και στις εμμονές τους, ωστόσο φαλλοκράτες μέσα στην άγνοια και στην αγνότητά τους. Φαντάζουν παράταιροι και κάπως ντεμοντέ στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας, και πιστεύω πως παρόμοιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες σε σημερινό κείμενο θα είχαν εξοβελιστεί από τους εκδοτικούς οίκους για ευνόητους λόγους, αφού κανένας συγγραφέας δεν θα τολμούσε να τους χαρίσει το μερίδιο του δικαίου της ζωής και της αθανασίας που τους αναλογεί.
Το στοιχείο της εξομολόγησης, η χρήση της γλώσσας των λούμπεν τύπων της ζωής, το άμεσο και όχι το μεταποιημένο ή επεξεργασμένο βίωμα, η περιπλάνηση σε πόλεις του κόσμου, φαίνεται πως είναι τα κυριότερα στοιχεία που διαρθρώνουν την πεζογραφία του Σουρούνη, ο οποίος συγγενεύει υφολογικά με την πεζογραφία των –μεταγενέστερών του χρονολογικά–, Γιώργου Κάτου και Ηλία Κουτσούκου, αναφορικά με τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ο Σουρούνης στο αφήγημά του «Προσωπικότητες», από το βιβλίο του Μισόν αιώνα άνθρωπος (Καστανιώτης, 1996), αναφέρει ως καλλιτεχνικές επιρροές του, πέρα από τον Τζέιμς Ντιν και τη Μέριλιν Μονρόε, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Χένρι Μίλερ και τον Μπουκόβσκι.
[1] Παναγιώτης Γούτας, «Η ρωμαλέα γραφή του Γιώργου Κάτου», Book Press, 2 Αυγούστου 2021
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είχε ένα σκατόκαιρο από κείνους που έχουν κάνει διάσημη τη Γερμανία και που περιμένουν κι αυτοί να χτυπήσει το ξυπνητήρι σου, για να βγουν στο δρόμο μαζί σου. Θα τους έπιανα στον ύπνο όμως τους μπάσταρδους κι αυτό με παρηγορούσε. Έτσι είναι η ζωή. Αν θες να πάρεις την πρωτιά, πρέπει να παραιτηθείς από ένα σωρό όμορφα πράματα, κι εγώ τη νύχτα αυτή είχα παραιτηθεί απ’ όλα όσα κατείχα: από το κρεβάτι μου κι από το σωρό με τις ομορφιές της Ιωάννας. Το κορμί της θα στριφογύριζε σαν τρελό τώρα πάνω στα στρώματα ψάχνοντάς με. Το κακό θα είχε αρχίσει από τη στιγμή που θα ανακάλυπτε πως δεν κρατάει τίποτα πια μέσα στη χούφτα της. Αλαφιασμένη και με χαμένη την άγκυρα στον ωκεανό θα έκανε ολοταχώς όπισθεν ψάχνοντας για το κωλολιμάνι της και μη βρίσκοντάς το, θα γινόταν έρμαιο των καυλοκυμάτων, που θα την αναποδογύριζαν μπρούμυτα και θα τη βούλιαζαν στον πάτο του κρεβατιού σαν φρεγάτα δίχως κατάρτι».