Για τη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα «Ματούλα Μυλλέρου, πάροικος και παρεπίδημος» (εκδ. Ίκαρος). Κεντρική φωτογραφία © Κωνσταντίνος Πίττας.
Του Διονύση Μαρίνου
Από την επιτελεστική, ως προς τις προθέσεις και την εκπλήρωσής τους, τριλογία «Δύσκολοι Καιροί» (Το ταξίδι στην Ελλάδα, Μάρμαρα στη μέση, Ο κήπος στις φλόγες, εκδ. Ίκαρος), ο Δημήτρης Νόλλας επέδειξε μια θαυμαστή ικανότητα σύνθεσης και ανασύνθεσης των ιστορικών χρόνων της νεότερης Ελλάδας, όχι με τη λογική ενός ακραιφνούς ιστοριογράφου, αλλά ενός μυθοπλάστη που μεταβαίνει από το καίρια συλλογικό στο τραυματικά ατομικό.
Οι ήρωες που ξεπηδούν από αυτά τα τρία μυθιστορήματα επέχουν τη θέση συμβόλων που μπορεί για τις ανάγκες της μυθοπλασίας να εξατομικεύονται, εντούτοις διαπερνούν με τις μικροφιλοδοξίες, τα πάθη, τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις αποτυχίες τους, το προσωπικό φέγγος κι εντάσσονται σ’ ένα συλλογικό φαντασιακό που όρισε τις τύχες όλης της χώρας.
Στον Νόλλα, η Ιστορία επιστρέφει κάνοντας ανάποδα βήματα, σαν Κοντορεβιθούλης, για να ψαύσει τα βήματα των ατόμων που η επίσημη εκδοχή της (της Ιστορίας) ελάχιστη ζέση και ενδιαφέρον επιδεικνύει. Κι όμως, η ατμομηχανή των συλλογικών οραμάτων, καταρρεύσεων ή επιτευγμάτων, έχει μια μορφή ατομικής αφήγησης, άρα και μυθοπλασίας.
...δίχως καμία διάθεση να διαφανεί η δική του προσωπική θέαση των πραγμάτων, ο Νόλλας μάς προσφέρει μια καλειδοσκοπική εικόνα της νεότερης Ελλάδας, απαλλαγμένος από ιδεοληπτικές διαθέσεις και πολιτικές σκοπιμότητες.
Περπατώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί (αυτά έχουν τα ταραγμένα χρόνια) και δίχως καμία διάθεση να διαφανεί η δική του προσωπική θέαση των πραγμάτων, ο Νόλλας μάς προσφέρει μια καλειδοσκοπική εικόνα της νεότερης Ελλάδας, απαλλαγμένης από ιδεοληπτικές διαθέσεις και πολιτικές σκοπιμότητες. Μυθιστοριογράφος μεν, αλλά ουχί προπετώς ριζωμένος σε μανιχαϊσμούς (από τους πολλούς που εγκλωβίστηκε η ημετέρα λογοτεχνία στα δύσκολα χρόνια).
Ανάλογο είναι το ύφος που χρειάστηκε να ακολουθήσει για να περιγράψει τα απερίγραπτα εθνικά πάθη. Εφάρμοσε μια πύκνωση στα όρια της ποίησης, ενσωμάτωσε χωρία από πατερικά κείμενα, πρόσθεσε την απαραίτητη Παπαδιαμαντική άλω, ενώ δεν παρέλειψε να τείνει το χέρι σε παλαιότερους και συγκαιρινούς ομότεχνούς του (αίφνης βλέπεις να ξεπετάγονται ο Πεντζίκης, ο Ιωάννου, ο Χατζής, ο Χειμωνάς, αλλά και οι σημερινοί Σκαμπαρδώνης και Κοροβίνης).
Η νουβέλα Ματούλα Μυλλέρου (εκδ. Ίκαρος) που μας παρέδωσε μόλις πρόσφατα, ακολουθεί το ίδιο νήμα και βρέχεται από τα ίδια νάματα. Συνομιλεί ευθέως με την τριλογία του και συμπληρώνει ένα ολικό παζλ από γεγονότα που μπορεί να κείνται στο βάθος του ιστορικού χρόνου, εντούτοις είναι αναπόσπαστο μέρος της εθνικής αφήγησης.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που εκτείνεται από τις αρχές του 20ου αιώνα (από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και φτάνει έως τη δεκαετία του ’60 (λίγο πριν επιβληθεί η χούντα). Βαθύς ιστορικός χρόνος, γεμάτος από δραματικά γεγονότα και καταστάσεις που τέντωσαν επικίνδυνα τα πολιτικά πράγματα. Από τον Μεγάλο Διχασμό έως τη Μεγάλη Ιδέα και τη Μικρασιατική Καταστροφή και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή έως τον Εμφύλιο Πόλεμο και την πολιτική αστάθεια που οδήγησε στο πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Ο Νόλλας επιλέγει να συμπιέσει τις λεπτομέρειες και να φέρει στο φως, μέσω των ατομικών ιστοριών των ηρώων του, τον πυρήνα του ιστορικού ζητήματος.
Ο Νόλλας επιλέγει να συμπιέσει τις λεπτομέρειες και να φέρει στο φως, μέσω των ατομικών ιστοριών των ηρώων του, τον πυρήνα του ιστορικού ζητήματος.
Είναι η περίεργη φιγούρα της Ματούλας Μυλλέρου που λειτουργεί ως όχημα που διαπερνάει τους ιστορικούς χρόνους. Μια παθιασμένη γυναίκα εν μέσω αντρών που εμφανίζεται και κυρίως εξαφανίζεται κάτω από αμφισβητήσιμες συνθήκες. Όλα ξεκινούν όταν ένας Αγγλος δημοσιογράφος, ο Μάικλ Στιούαρτ, αποδέχεται το βάσανο ενός δημοσιογραφικού ταξιδιού στην Κορσική (εκεί βρίσκονται εξόριστοι οι αντιβενιζελικοί μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου) μόνο και μόνο για να μπορέσει στη συνέχεια να μεταβεί στην Ελλάδα και να αναζητήσει τα ίχνη του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη που του έχει γίνει δημοσιογραφική εμμονή.
Μικρή, αλλά αναγκαία παρένθεση: ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης δεν είναι, φυσικά, ένα πλάσμα της φαντασίας, καίτοι η ζωή του υπήρχε πολλάκις μυθιστορηματική. Πρόκειται για έναν επιφανή πλαστογράφο του 19ου αιώνα, μια μυστηριώδη φυσιογνωμία που, κατά πώς λέγεται, κατάφερε να ξεγελάσει την Ευρώπη, καθώς κατασκεύασε πλείστα όσα αρχεία-τεκμήρια ανασκευάζοντας την Ιστορία και δημιουργώντας ένα δικό του σύμπαν που προσπάθησε να το προωθήσει ωσάν πραγματικό. Ο Νόλλας, μέσω του Σιμωνίδη, μάς προσφέρει μια πρώτη νύξη του δικού του εγχειρήματος. Μας προσφέρει, κοινώς, μια διασταλτική ερμηνεία του επίσημου αφηγήματος φωτίζοντας πτυχές που ακόμη κι αν δεν είναι πραγματικές, κατατείνουν προς το πραγματικό.
Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Η οικογένειά του εκτοπίστηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στην Αθήνα και την Φρανκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, απ' την οποία αντλούσε το εισόδημά του, τον υποχρέωσε να οδηγηθεί αρκετά νωρίς στην βιοπάλη. Έκτοτε έζησε και εργάστηκε για μεγάλα διαστήματα στην πάλαι ποτέ Δ. Ευρώπη (1962-1975). Έγραψε και ραδιοσκηνοθέτησε παιδικές εκπομπές για το ραδιόφωνο και σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ενημερωτικές εκπομπές (1975-97). Δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95). Στη δεκαετία του '80 συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους σκηνοθέτες Χατζή, Παναγιωτόπουλο, Αγγελόπουλο, Σμαραγδή, Λαμπρινό και Βούλγαρη. Μεταξύ 2004-2007 διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Έχει τιμηθεί με: Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1983) - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1993) - Βραβείο Διηγήματος περιοδικού Διαβάζω (1996) - Βραβείο Ουράνη (2004) - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2014). Φωτογραφία © Κωνσταντίνος Πίττας. |
Ο Στιούαρτ συναντάει τον ανιψιό του Σιμωνίδη, τον Ροδόλφο Σιμωνίδη, παρηκμασμένο έμπορο στρατιωτικού υλικού, Βενιζελικό μεν, καίτοι τελικά θα εξοριστεί από τους Βενιζελικούς, ο οποίος αρχικά αρνείται τη σχέση του με τον μέγα πλαστογράφο. Ουσιώδες είναι ότι πέριξ του Ροδόλφου Σιμωνίδη κυκλοφορεί ως dame de compagnie, η Ματίλντε Μύλλερ ή, άλλως πως, Ματούλα Μυλλέρου, μιας Ελληνίδα με βαυαρικές ρίζες και ο εξ απορρήτων του, πρώην δάσκαλος, Κλεάνθης Παπαντινόπουλος. Τρία πρόσωπα που με έμμεσο και άμεσο τρόπο θα ενώσουν τις τύχες τους.
Η αφήγηση εστιάζει, προφανώς, στη Ματούλα που αποφασίζει να ψάξει στις ρίζες της στη Βαυαρία. Εκεί έρχεται σε επαφή με τη Δημοκρατία των Σοβιέτ Μονάχου, μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της γερμανικής Ιστορίας, ενώ παράλληλα αποφασίζει να γίνει παιδαγωγός. Ο διχασμός που θα συναντήσει θα της θυμίζει τον ελληνικό διχασμό και θα την καθορίσει. Έχοντας χάσει την πατρογονική κληρονομιά (μέσα στις ταραχές της καίνε το σπίτι), αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί αποφασίζει να δημιουργήσει ένα πρότυπο σχολείο για προσφυγόπουλα που έφτασαν ως την Ελλάδα έπειτα από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Το εγχείρημα συναντάει αντιδράσεις με αποτέλεσμα η Ματούλα να οδηγηθεί στο δικαστήριο κατηγορούμενη για προσηλυτισμό. Αθωώνεται, αλλά οι περιπέτειές της δεν τελειώνουν εδώ. Κατεβαίνει στην Αθήνα με όνειρο να φτιάξει ένα κοινόβιο αστέγων γυναικών, αλλά είναι οικονομικά εξαθλιωμένη και το σχέδιο ναυαγεί πριν καν ξεκινήσει.
Μια μεταφυσική αύρα αφήνει να διαφανεί ο Νόλλας γύρω από την ύπαρξη της Μυλλέρου. Πού χάθηκε το σώμα της; Πώς και δεν το βρήκε κανείς μετά την πτώση; Μήπως ήταν, τελικά, πτήση και όχι μια κάθετη εφόρμηση προς τα κάτω;
Τι άνθρωπος είναι, άραγε, η Ματούλα; Σίγουρα είναι μια γυναίκα που φούντωσε τον έρωτα σε δύο άντρες: στον Στιούαρτ και στον Παπαντινόπουλο. Με τον δεύτερο, δε, υπήρξε αρραβωνιασμένη, αλλά η σχέση τους δεν ευδοκίμησε. Κάποια στιγμή έκανε μαθήματα γερμανικών στον γιο του Παπαντινόπουλου, τον οποίο τον βλέπουμε χρόνια μετά να συνομιλεί με τους συμφοιτητές του γι’ αυτήν.
Η Ματούλα του Νόλλα είναι, όντως, μια πάροικος και παρεπίδημος (ευθεία αναφορά στην Α’ Επιστολή Πέτρου) ή «εις θεού τινός την επιστασίαν» κατά τον Παπαδιαμάντη που μνημονεύει ο Νόλλας. Σαν να μην ανήκει πουθενά: ούτε σε χώρο ούτε σε χρόνο. Επί παραδείγματι: πότε ακριβώς πέθανε; Υπήρξε ή ήταν ένα φάντασμα ή ένα πλάσμα του νου; Οι εικασίες γύρω από τα τελευταία της χρόνια αλληλοσυγκρούονται. Ένα δημοσίευμα εφημερίδας αναφέρει πως πέθανε (ή μήπως αυτοκτόνησε;) το ’41, ενώ η μαρτυρία του νεαρού Παπαντινόπουλου μεταφέρει τον θάνατό της το ’66. Μια μεταφυσική αύρα αφήνει να διαφανεί ο Νόλλας γύρω από την ύπαρξη της Μυλλέρου. Πού χάθηκε το σώμα της; Πώς και δεν το βρήκε κανείς μετά την πτώση; Μήπως ήταν, τελικά, πτήση και όχι μια κάθετη εφόρμηση προς τα κάτω;
Είτε υπήρξε είτε δεν υπήρξε, η Μυλλέρου αποκτάει τον χαρακτήρα του συμβόλου μιας εποχής που επέτρεψε στο κακό να εισβάλει από παντού και με διαφορετικά προσωπεία κάθε φορά. Eκείνη ως φορέας του καλού, της θετικής πλευράς των πραγμάτων, στέκει από ψηλά και ατενίζει τα ανθρώπινα όχι με θεϊκή ή φαντασματική όψη, αλλά ως βροχή καλοσύνης, ως αέρας αγαθής ψυχής, ως απαραίτητο αντίβαρο στη βαρβαρότητα και το αλληλοσκότωμα. Αν μπορεί να μας διδάξει κάτι η Ιστορία (μάλλον δεν μπορεί) είναι ότι αντάμα με το ρυάκι του αίματος που κυλάει αναίτια, υπάρχει και το ανάχωμα της ανθρωπιάς ανθρώπων σαν τη Ματούλα Μυλλέρου.
Ο Δημήτρης Νόλλας είναι μια κορυφαία φυσιογνωμία στην ελληνική λογοτεχνία, δεν χωράει αμφιβολία επ’ αυτού. Πολυβραβευμένος και πολυδιαβασμένος. Από σχετικά νωρίς όρισε με περισσή ωριμότητα τον «χώρο» μέσα στον οποίο θα κινηθεί. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ολότελα έμπειρος, αναπτύσσει μια ευθεία συνομιλία με τη μεγάλη εικόνα και τα σημαντικά γεγονότα της χώρας με βιβλία που στέκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Το αυτό συμβαίνει και στη νέα του νουβέλα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα πλαστογραφημένα ντοκουμέντα, τα σιμωνίδεια αφηγήματα πιο σωστά, παρουσιαζόμενα ως παλαιότερα αποστάγματα σοφίας, γεγονότα πέραν κάθε αμφισβήτησης ή αμφιβολίας ως προς τη γνησιότητά τους, ήταν άσχετα με την επιστήμη της Ιστορίας, αφού αποτελούσαν έργα τέχνης των χειρών του κι όχι επιστημονικής έρευνας του ιστορικού παρελθόντος. Μιας άλλης τέχνης που σκοπεύει και ξέρει να σχηματίζει την μορφήν της Καλλονής· σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα, συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα ταις ημέρες. Εξυπηρετούσαν άλλον σκοπό αυτά τα έργα· σκοπό παιδαγωγικό, με ρόλο ενισχυτικό της συλλογικής μνήμης και του μύθου, δίνοντας ζωή στη συνοχή της κοινότητας, δίνοντας νόημα στον κοινό βίο. Καθώς η μνήμη συντηρεί το συμβάν και το μεταδίδει στους επόμενους, με τον καιρό κι από γενιά σε γενιά, με προσθήκες και παρεκβάσεις και αναπλάσεις, ξανά και ξανά, διαμορφώνεται σε μυθικό γεγονός».